“Φροντίζω το σπίτι, τα παιδιά και ετοιμάζω… “Ρυζότο””
Στον «Οργασμό της αγελάδας», την πρώτη ταινία της, η Ολγα Μαλέα απέδειξε ότι έχει κάποια χαρακτηριστικά που σπανίζουν στον ελληνικό κινηματογράφο: ματιά και όσφρηση. Με τη «Διακριτική γοητεία των αρσενικών», τρία χρόνια αργότερα, απέδειξε κάτι σημαντικότερο: ότι τα μυαλά της δεν πήραν αέρα.
Μένει να δούμε τι μας επιφυλάσσει με το «Ρυζότο», την τρίτη μεγάλου μήκους ταινία της, τα γυρίσματα της οποίας ξεκινούν αύριο. Η Μαλέα πάντως υποστηρίζει ότι θα είναι περισσότερο άμεση, αυθόρμητη και σέξι απ’ ό,τι οι προηγούμενες.
Με αφορμή αυτή την ταινία, παραγωγής Τάσου («Safe sex») Παπανδρέου και σε σενάριο της ιδίας της Μαλέα και της Μανίνας Ζουμπουλάκη, βρεθήκαμε προσφάτως με τη σκηνοθέτιδα στο γραφείο της, για μια συζήτηση που κάλυψε όλες τις μορφές του οπτικοακουστικού φάσματος στην Ελλάδα. Σταθήκαμε κυρίως στη σχέση κινηματογράφου – τηλεόρασης, μια σχέση που απ’ ό,τι φαίνεται στενεύει όλο και περισσότερο…
Πόσο σίγουρη νιώθει μια σκηνοθέτις έτοιμη να γυρίσει την τρίτη μεγάλου μήκους ταινία της, όταν έχει αποδείξει με τις προηγούμενες δύο ότι γνωρίζει τον παλμό ενός τόσο δύσκολου κοινού όσο το ελληνικό;
«Συμβόλαιο με την επιτυχία και τον Θεό κανείς δεν μπορεί να κλείσει. Οπως συχνά λέω, καλύτερα να έχεις στην πλάτη σου επιτυχίες παρά αποτυχίες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η πορεία σου θα είναι απαραιτήτως το ίδιο επιτυχημένη. Αυτό όμως που μετρά πολύ για εμένα είναι η πείρα. Και σίγουρα, έχοντας κάνει δύο ταινίες και αρκετά διαφημιστικά μετά τη δεύτερη, νιώθω ότι έχω μεγαλύτερη πείρα. Καλό το ταλέντο, χρήσιμο, αλλά πρέπει να αποκτήσεις μια οικειότητα με τα πράγματα, μια ευκολία, να είσαι πιο “καβάλα”. Την τρίτη φορά αποκτάς μεγαλύτερη σιγουριά».
Σιγουριά για το αποτέλεσμα;
«Οχι. Για τη διαδικασία. Το αποτέλεσμα, και δεκαπέντε ταινίες να έχεις κάνει κι ο Φελίνι να είσαι, ποτέ δεν ξέρεις αν θα είναι επιτυχημένο ή αποτυχημένο. Δεν μπορείς να ξέρεις αν θα επικοινωνήσεις με τον κόσμο, αν τελικά θα λειτουργήσει η ταινία σου».
Αναφερθήκατε στη διαφήμιση. Πώς προέκυψε στην καριέρα σας;
«Στα διαφημιστικά μπήκα ως μητέρα. Πολύ τιμητικό αυτό για μια σκηνοθέτιδα… Τα πρώτα διαφημιστικά για τα οποία κλήθηκα να εργασθώ ήταν με παιδιά. “Εσύ που είσαι και μητέρα” μου είπαν “θα τα καταφέρνεις”. Δεν με κάλεσαν ως σκηνοθέτιδα και μητέρα αλλά ως μητέρα που ξέρει πώς να σκηνοθετεί. Αυτός νομίζω είναι ο εφιάλτης κάθε εργαζόμενης γυναίκας. Να μη σε φωνάζουν ως επαγγελματία αλλά ως… μητέρα. Πάντως γύρισα πολλά διαφημιστικά με παιδιά και η αλήθεια είναι ότι όταν έχεις δικά σου παιδιά, όπως εγώ, βρίσκεις όντως τρόπους επικοινωνίας με τα ξένα παιδιά που συνεργάζονται μαζί σου».
Είναι φυσική συνέχεια στην Ελλάδα ένας κινηματογραφικός σκηνοθέτης να εμπλέκεται με τη διαφήμιση;
«Προσωπικά μιλώντας μετά τον “Οργασμό της αγελάδας” με ενδιέφερε να ασχοληθώ με τη διαφήμιση, απλώς δεν μου είχαν προτείνει κάτι. Μετά τη “Διακριτική γοητεία των αρσενικών” μού πρότειναν και διαφημιστικά και σίριαλ. Προτίμησα τα διαφημιστικά γιατί ταιριάζουν πιο πολύ με τον τρόπο ζωής μου. Να εξαφανισθώ δηλαδή από το σπίτι μου για μια ταινία, για ένα σίριαλ και για μία ακόμη ταινία “καπάκι” δεν γίνεται. Εχω παιδιά στο δημοτικό, είναι πάρα πολύ δύσκολο. Και κακό, γιατί στο σίριαλ δουλεύεις πάρα πολλές ώρες και για πάρα πολλές εβδομάδες σερί. Τα διαφημιστικά είναι πολύ ελεγχόμενη δουλειά και διαρκεί λίγο».
Αυτό πάντως δεν ακούγεται λίγο ως «προαγωγή»; Κάποιοι είδαν τη δουλειά σας σε δύο επιτυχημένες ταινίες και σας πρότειναν δουλειά στη διαφήμιση. Στο εξωτερικό συμβαίνει συνήθως το αντίθετο: οι σκηνοθέτες ξεκινούν από τη διαφήμιση και καταλήγουν στον κινηματογράφο.
«Ναι. Είναι πολλοί όμως οι δρόμοι μέσω των οποίων μπορείς να φθάσεις κάπου. Εμένα ανέκαθεν με ενδιέφερε η διαφήμιση. Ως σχολείο, για βιοποριστικούς λόγους αλλά και γιατί είναι μια πρόκληση. Τελικά δεν πήγα εγώ στη διαφήμιση αλλά με φώναξαν σε αυτήν. Είχα δουλέψει μόνο ως βοηθός του Γιώργου Πανουσόπουλου· άλλο καταπληκτικό σχολείο. Μου έκανε ιδιαίτερα μαθήματα όταν δεν είχα δει ποτέ στη ζωή μου μηχανή των 35 mm».
Ποιο είναι το καλύτερο μάθημα της διαφήμισης;
«Το ότι μαθαίνεις να λες την ιστορία σου με σύντομα πλάνα. Εν τάχει. Σε 25 λεπτά. Για μένα κάθε δοκιμαστικό είναι μια μίνι ταινία μικρού μήκους».
Για να εξετάσουμε και λίγο τη σχέση διαφήμισης – κινηματογράφου, πιστεύετε ότι ένα καλό μάρκετινγκ μπορεί να βοηθήσει μια μέτρια ταινία να γίνει επιτυχία; Ή το αντίθετο, ένα κακό μάρκετινγκ να «σκοτώσει» μια καλή ταινία;
«Πιστεύω ότι η δουλειά του παραγωγού σε μια ταινία είναι πάρα πολύ σημαντική. Η ταινία δεν τελειώνει όταν τελειώνουν τα γυρίσματα ή το μοντάζ· επί της ουσίας τότε αρχίζει. Η γνωστοποίηση ότι η ταινία υπάρχει είναι εξαιρετικά σημαντικό και απαραίτητο κομμάτι για την καριέρα της. Είναι τόσο απαραίτητο όσο το αν πρέπει να κάνεις ετελονάζ, να φέρεις δηλαδή στο τέλος σωστά τα χρώματά της. Μπορεί όμως το ετελονάζ να αλλάξει την ψυχή της ταινίας; Δεν μπορεί. Δεν μπορείς όμως και να δεις μια ταινία που δεν είναι ετελοναρισμένη, όπως δεν μπορείς να δεις μια ταινία στην οποία δεν έχει γίνει το σωστό μάρκετινγκ. Με την αφίσα της, το λίφλετ της, το τρέιλέρ της, και όλα αυτά στον σωστό χρόνο. Είναι απαραίτητα. Αλλά δεν μπορούν να αλλάξουν την ψυχή της και την τύχη της. Αν μια ταινία είναι για μεγάλη καριέρα, θα την κάνει. Αν δεν είναι, δεν θα την κάνει».
Δώστε μου ένα παράδειγμα.
«Το “Εξι με 6”. Για πρώτη φορά είχαν κάνει γιγαντοαφίσες για την προώθησή της. Τρομερή διαφήμιση. Τι έκανε; Δέκα, δεκαπέντε, το πολύ είκοσι χιλιάδες εισιτήρια; Αντιθέτως, το “Safe sex” είχε επίσης κάνει καλό μάρκετινγκ και πήγε εκπληκτικά. Θα μου πεις αν είχε κάνει λιγότερο μάρκετινγκ ίσως πήγαινε λιγότερο. Δεν μπορείς όμως να το ορίσεις αυτό».
Μια και αναφερθήκατε στο «Safe sex», ενώ παλαιότερα λέγαμε ότι ο μεγάλος εχθρός του κινηματογράφου είναι η τηλεόραση σήμερα ταινίες σαν κι αυτήν απέδειξαν ότι η τηλεόραση μπορεί κάλλιστα όχι απλώς να «συμμαχήσει» με τον κινηματογράφο αλλά και να τον βοηθήσει. Ποια είναι η γνώμη σας;
«Η γνώμη μου είναι ότι πρέπει να βλέπουμε τα πράγματα εν εξελίξει και όχι σαν στεγανά. Πρέπει να βλέπουμε τι κερδίζουμε και προς τα πού πάμε με τα όσα έχουμε κερδίσει αλλά και με την πραγματικότητα έτσι όπως διαμορφώνεται καθημερινά. Από εκεί που ο κόσμος δεν πήγαινε καθόλου στις ελληνικές ταινίες, το ελληνικό σινεμά έγινε ξαφνικά “in”. Αυτό είναι ένα θετικό στοιχείο και σε αυτό όντως το “Safe sex” βοήθησε πάρα πολύ, κι ας είχε τηλεοπτική γραφή όπως είπαν όλοι».
Αλήθεια εσείς, ως επαγγελματίας, τι νομίζετε; Είχε τηλεοπτική γραφή;
«Να το θέσω ως εξής: Νομίζω ότι το φόρτε του “Safe sex” δεν ήταν η σκηνοθεσία του αλλά το σενάριο, οι ηθοποιοί και η ανθρωπιά του. Αν όμως ο Ρέππας και ο Παπαθανασίου δεν είχαν γράψει το σενάριο που έγραψαν, ας είχαν μαζέψει όλη την τηλεόραση, η ταινία δεν θα γινόταν επιτυχία. Ο Χάρης Παπαδόπουλος, λ.χ., δεν είχε κάνει μια ταινία, το “Προς την ελευθερία” δεν την έχω δει με all star casting που δεν πήγε καθόλου; Είχε συγκεντρώσει όλους τους παλιούς του ελληνικού σινεμά. Αρα δεν είναι μόνον αυτό…».
Επομένως η τηλεοπτική νοοτροπία βοηθάει.
«Δεν ξέρω αν βοηθάει. Το τραγικό είναι ότι και καλύτερη σκηνοθεσία να είχε το “Safe sex” τα ίδια εισιτήρια θα έκανε. Δεν θα το επηρέαζε».
Εσείς που δουλέψατε και στη διαφήμιση έχετε τηλεοπτική νοοτροπία;
«Εγώ θα το πω; Εδώ λένε όλοι ότι κάνω τηλεόραση».
Το ερώτημα είναι πώς αισθάνεσθε…
«Δεν αισθάνομαι ότι κάνω τηλεόραση. Η τηλεόραση είναι αυτό που λέμε “talking heads”. Προσφέρει εύκολες λύσεις, είσαι σε ένα τρικάμερο, έχεις ένα μακρινό πλάνο και δύο κοντινά, και παίζεις με αυτά. Δεν αισθάνομαι ότι κάνω αυτό, δεν θέλω να το κάνω και δεν νομίζω ότι το κάνω».
Αυτή την πολυτέλεια δεν την έχεις στον κινηματογράφο;
«Στον ελληνικό κινηματογράφο, όχι, δεν την έχεις. Οχι ακόμη».
Αφού μιλήσαμε για την τηλεόραση και τη διαφήμιση, νομίζω ότι ήρθε η ώρα να μου πείτε τι γεύση θα έχει το δικό σας «Ρυζότο».
«Ωραία ερώτηση… Θέλω να έχει μια αίσθηση πιο άμεση απ’ ό,τι οι προηγούμενες ταινίες μου, θα είναι πάλι μια ταινία ηθοποιών, κάνω πιο τρελό ντεκουπάζ και η εικόνα της θα είναι συγχρόνως πολύ βρώμικη και πολύ στυλιζαρισμένη. Θα τη γυρίσω σε 16 mm. Από άποψη».
Οταν λέτε πιο άμεση, τι εννοείτε; Οι ταινίες σας είναι ούτως ή άλλως άμεσες.
«Ισως πιο αυθόρμητη. Σαν να συμβαίνουν όσα συμβαίνουν λιγότερο στημένα. Πάντως θα έχει εντελώς διαφορετική όψη από τις προηγούμενες. Εδώ παίζω πολύ με το γυναικείο γυμνό».
Μια και αναφερθήκατε στο γυναικείο γυμνό, τι θα απαντούσατε στο μέρος εκείνο του γυναικείου κοινού που θεωρεί ότι οι γυναίκες των ταινιών σας, πίσω από τη βιτρίνα της χειραφέτησης, κρύβουν έναν βαθύτατο συντηρητισμό;
«Δεν ξέρω. Ελπίζω να μην κρύβουν. Είναι αποτυχία αν συμβαίνει αυτό. Δηλαδή ή είναι μια αποτυχία τόσο βαθιά που δεν την καταλαβαίνω επειδή είμαι κι εγώ μέσα στο πρόβλημα ή είναι μια αποτυχία επικοινωνίας. Δεν γίνεται πάντως καθόλου από πρόθεση. Για μένα, λ.χ., δεν είναι συντηρητισμός να είσαι γυναίκα, να έχεις μια καριέρα και να θες να έχεις και μια σχέση. Αυτό το δίλημμα τίθεται ηλιθιωδώς μόνο για τις γυναίκες. Για τους άντρες είναι δεδομένο ότι θα έχουν και τα δύο. Είναι τραγικό».
* Αν δεν έχει αλλάξει κάτι ως τον επόμενο Νοέμβριο, το «Ρυζότο» θα κάνει πρεμιέρα στην Ελλάδα στις 4/11.
