Μ ουσκεμένη ως το κόκαλο, η Κατερίνα Ισμαΐλοβα διασχίζει τον Βόλγα πάνω σε ένα ποταμόπλοιο. Τίποτε δεν την αγγίζει πια, ούτε το διαπεραστικό ρωσικό κρύο ούτε τα χλευαστικά βλέμματα των συγκρατουμένων της. Το χιόνι που πέφτει από τον γκρίζο ουρανό λιώνει πάνω στο ζεματιστό δέρμα της. Τα μάτια της βλέπουν μόνο σκοτάδι. Ξέρει πως αυτή θα είναι η τελευταία πράξη στο δράμα του έρωτα που υπήρξε η ζωή της.
Η σκηνή του τέλους, τόσο απέριττα και σκοτεινά δοσμένη από τον Λεσκόφ στη νουβέλα του 1865, είναι ίσως η μοναδική σε όλη την παράσταση που αποδίδεται με αισθαντική οξύτητα και μας παρασύρει φευγαλέα στον κόσμο του έργου. Μια γυναίκα που δεν έχει τίποτε να περιμένει, πεταμένη από τον εραστή της, ετοιμάζεται για βουτιά θανάτου στα παγωμένα νερά: η Μαρία Κεχαγιόγλου, σαν υπνωτισμένη, ημίγυμνη, δονείται από σπασμούς προσηλωμένη στο άλμα του αφανισμού της. Αδεια από αισθήσεις, μία σκέψη μόνο τη διαπερνά, η ύστατη επιθυμία να δώσει τέλος σε αυτή την ύπαρξη που είναι ανύπαρκτη χωρίς τον αγαπημένο της.
Και το δράμα της Κατερίνας Ισμαΐλοβα θα κλείσει όπως ακριβώς κορυφώθηκε, με μία ακόμη φονική αγκαλιά: όχι ανάμεσα σε αυτήν και στο αντικείμενο της λατρείας της αλλά ανάμεσα σε αυτήν και στην αντίζηλό της. Χωρίς υστερίες, χωρίς κανενός είδους προειδοποίηση, η Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ θα παρασύρει στα μαύρα νερά του Βόλγα τη γυναίκα που τόλμησε να πάρει τη θέση της στην αγκαλιά του Σεργκέι.
Επίτευγμα του Λέσκοφ αποδεικνύεται η ικανότητά του να αφηγηθεί την ιστορία της Κατερίνας Ισμαΐλοβα χωρίς ίχνος μελοδραματισμού- αν και το έδαφος ήταν, προφανώς, πρόσφορο. Αντιθέτως, θα μπορούσε να πει κανείς, ο συγγραφέας καταφεύγει στο άλλο άκρο: το ύφος του είναι κοφτό, αποστασιοποιημένο, ελαφρά ειρωνικό, ενδίδοντας ενίοτε στον λυρισμό για να περιγράψει π.χ. μια νύχτα των εραστών στο δάσος, όταν «ένα ελαφρύ ζεστό αεράκι αναστάτωσε τα κοιμισμένα φύλλα απελευθερώνοντας μια ντελικάτη μυρωδιά ανθισμένων χορταριών και δέντρων, εμφυσώντας μελαγχολία και νωχέλεια, αφυπνίζοντας σκοτεινούς πόθους».
Οι σκηνές φόνου, από την άλλη, περιγράφονται με σχεδόν ανατριχιαστική κυριολεξία, σαν μια δυσάρεστη δουλειά που πρέπει να γίνει, που θα βρωμίσει το πάτωμα, αλλά, αφού καθαριστούν τα αίματα, η ζωή θα ξαναβρεί τους ρυθμούς της.
Μοιάζει σαν κάποιος να παρακολουθεί από ψηλά τους ήρωες, χωρίς να μπαίνει ποτέ μέσα στο κεφάλι τους για να αναζητήσει εξηγήσεις: σαν κάτι να τους τυλίγει όλους, το
βλέμμα της Μοίρας, ψυχρό και άτεγκτο, ελάχιστα συγκινείται από τα τεκταινόμενα, αναγνωρίζοντας μια βαθύτερη αναγκαιότητα. Δεν τίθεται θέμα αναλύσεων και υποθέσεων: στον κόσμο της Κατερίνας Ισμαΐλοβα δεν υπάρχουν αμφιβολίες ή δισταγμοί. Ολα βρίσκονται στην υπηρεσία του ίδιου σκοπού και αυτομάτως καθίστανται όλα απλά: η απολυτότητα του έρωτα τα κάνει αυτονόητα.
Στην προσπάθειά της να αναπαραγάγει την αίσθηση αποστασιοποίησης και ειρωνείας η σκηνοθέτις στοχεύει χαμηλά και χτυπάει περιμετρικά. Οι ηθοποιοί- λίγο μαριονέτες, λίγο αφηγητές, λίγο ερμηνευτές- καθοδηγούνται έτσι ώστε να αποφύγουν την ταύτιση με τους ήρωές τους και να αφηγηθούν αυτή την αλλόκοτη ιστορία με διάθεση μηχανική, ανέκφραστη. Και ενώ αυτό ως πρόθεση συνάδει προς το πνεύμα του κειμένου, αποδεικνύεται στη συγκεκριμένη εκδοχή ανεπαρκές: απουσιάζει η κινητήρια δύναμη, ο οίστρος που θα δώσει συνοχή στα επεισόδια. Γράφει ο μεταφραστής της νουβέλας στην αγγλική έκδοση Ρόμπερτ Τσάντλερ συγκρίνοντας τη Λαίδη Μάκβεθ του Λέσκοφ με αυτήν του Σοστακόβιτς και του Σαίξπηρ: «Και οι τρεις συγγραφείς επικαλούνται αυτό που θα μπορούσαμε να περιγράψουμε ως ολοκληρωτικό καθεστώς της ψυχής:οι ηρωίδες και των τριών έργων καθυποτάσσουν κάθε σκέψη και κάθε συναίσθημα σε μία και μοναδική δύναμη.Αυτό ενεργοποιεί μια διαδικασία κακού,η ορμή του οποίου είναι ασταμάτητη».
Αυτή ακριβώς η «διαδικασία κακού» με την ασταμάτητη ορμή είναι που δεν εντοπίζεται πουθενά στην παράσταση. Το να πούμε την ιστορία με ελάχιστα μέσα δεν μας οδηγεί απαραίτητα στην απλότητα: χωρίς βαθύτερη κατανόηση καταλήγουμε να εκτιθέμεθα με απλοϊκότητα. Το αποτέλεσμα, ένα «παραμυθάκι» μια επιπόλαιη σκηνική αναπαράσταση του κειμένου, «στολισμένη» με κινησιολογικά ευρήματα που γεμίζουν με το ζόρι τον χρόνο, όχι όμως και την απουσία προβληματισμού. Η Μαρία Κεχαγιόγλου είναι η μοναδική παρουσία που ακτινοβολεί από ανάγκη για κάτι ουσιαστικότερο. Οι δυνατότητές της μένουν ανεκμετάλλευτες για όσους τη γνωρίζουν ως ηθοποιό και φανερώνονται σπασμωδικά σε όσους δεν τη γνωρίζουν τα τελευταία πέντε λεπτά, στη σκηνή του ποταμόπλοιου.