Δεν ξέρω αν προηγήθηκε η επίσημη κριτική ή το word of mouth ή αν τα δύο κανάλια συμπορεύτηκαν ερήμην τους. Πάντως, από ό,τι φαίνεται, όλοι μιλάνε για το «Γκιακ» (εκδ. Αντίποδες). Μάλιστα, τα διηγήματα του Δημοσθένη Παπαμάρκου που διαδραματίζονται στον απόηχο της μικρασιατικής εκστρατείας και καταστροφής σε μια γλώσσα «προφορική», αλλά ζωντανή, αυτή των Αρβανιτών της Λοκρίδας, βρίσκονται ήδη στην πέμπτη τους χιλιάδα. Ο 32χρονος συγγραφέας που μεγάλωσε στη Μαλεσίνα ζωντάνεψε τους περήφανους και τραχείς Αρβανίτες του παρελθόντος και πρόσφερε στο κοινό μια απογειωτική αναγνωστική εμπειρία με πολλές αναταράξεις.

Η επιστροφή στο παρελθόν μέσα από τη συγγραφή έχει να κάνει και με την ανάγκη να ανατρέξεις στο χθες για να καταλάβεις το σήμερα; «Στο “Γκιακ” την επιστροφή στο παρελθόν την επέβαλε η ανάγκη να βρω ένα πλαίσιο αφηγηματικό μέσα στο οποίο θα μπορούσαν να λειτουργήσουν με μια σχετική φυσικότητα οι συγκεκριμένοι χαρακτήρες. Ολοι τους βρίσκονται στο μεταίχμιο μιας αλλαγής, μιας μεταμόρφωσης, οπότε ήθελα και η εποχή να αντανακλά αυτή τη συνθήκη. Τα χρόνια της μικρασιατικής εκστρατείας και καταστροφής είναι μια εποχή που η Ελλάδα βρίσκεται στο μεταίχμιο και ουσιαστικά εκεί γίνεται η μεγάλη μεταμόρφωση που οδηγεί στο σύγχρονο νεοελληνικό κράτος. Τα τελευταία απομεινάρια της προνεωτερικότητας αρχίζουν και φθίνουν, πεθαίνει η Μεγάλη Ιδέα, έχουμε την εισροή ενός νέου πληθυσμιακού στοιχείου το οποίο φέρει έναν εντελώς διαφορετικό πολιτισμό από αυτόν του κυρίως ελλαδικού κορμού. “Η επιστροφή στο παρελθόν” δεν έχει να κάνει τόσο με αναδίφηση του παρελθόντος όσο με μια αναψηλάφηση της ταυτότητας».

Πάντως, η κριτική που ασκήθηκε στο βιβλίο έγκειται στο ότι ένας συγγραφέας σήμερα έχει άφθονο υλικό να αντλήσει από την πραγματικότητα γύρω του, οπότε δεν υπάρχει λόγος να κοιτάξει τόσο πίσω. «Αυτοί που ασκούν αυτού του είδους την κριτική στην ουσία προτάσσουν τα δικά τους κριτήρια, σύμφωνα με τα οποία ένα σύγχρονο βιβλίο πρέπει να εμπνέεται από τη σύγχρονη εποχή και να μιλάει για αυτήν με ρητό τρόπο. Ενα έργο ανήκει πάντα στη συγχρονία του ανεξάρτητα από το αν αναφέρεται σε μια εποχή που πηγαίνει χίλια χρόνια πίσω. Η ματιά και τα φίλτρα του συγγραφέα είναι σύγχρονα και είναι τα δικά του. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, θεωρώ ότι μέσα από αυτόν τον διαφορετικό κόσμο ο οποίος είναι εκ πρώτης όψεως ο κόσμος μιας άλλης εποχής, γίνεται η προσέγγιση σύγχρονων θεμάτων και προβληματισμών. Το setting είναι απλώς ένα σχήμα μέσα από το οποίο μπορείς να μιλήσεις για το οτιδήποτε και ίσα ίσα ορισμένες φορές η απόσταση που παίρνεις από τα πράγματα και αυτή η αίσθηση της ανοικείωσης που δημιουργείται από την απόσταση σε βοηθάει να μιλήσεις πιο ξεκάθαρα για δομές, πράγματα και καταστάσεις που συμβαίνουν τώρα».

Είναι λίγο παράδοξο, πάντως, ότι ξεκίνησες από το μυθιστόρημα και συνέχισες με το διήγημα. Οι περισσότεροι συγγραφείς ακολουθούν την αντίστροφη διαδρομή. «Είναι ζήτημα τι είδους ιστορία θέλεις να πεις. Η επιλογή του μέσου επιβάλλεται από τον σκοπό. Θεώρησα ότι η μεγάλη ιστορία που ήθελα να αφηγηθώ εξυπηρετούνταν καλύτερα από μια σειρά μικρότερων ιστοριών που συνδέονται η μία με την άλλη παρά από ένα μυθιστόρημα ανάλογης έκτασης».

Η μεγάλη επιτυχία του «Γκιακ» σε αιφνιδίασε; «Θα πω ψέματα αν ισχυριστώ το αντίθετο. Σίγουρα είσαι σε θέση τελειώνοντας ένα βιβλίο να πεις αν είναι καλό ή αν θα αρέσει. Εχεις και έναν κύκλο ανθρώπων που το έχουν διαβάσει και λένε μια γνώμη. Ημουν ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα και θεωρούσα ότι έγραψα κάτι καλό, αλλά αυτό δεν με προετοίμαζε για μια επιτυχία και μια τέτοια πορεία».

Είναι αλήθεια ότι τα σχέδιά σου περιλαμβάνουν ένα κόμικ με την ιστορία του Ερωτόκριτου σε εικονογράφηση Γιώργου Γούση;
«Ναι, στην ομάδα είναι και ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Γιάννης Ράγκος και ο Παναγιώτης Πανταζής που θα κάνει το colouring. Ο εκδοτικός οίκος Polaris μάς ζήτησε να κάνουμε κάτι κλασικό από τη νεοελληνική λογοτεχνία. Προτείναμε τον “Ερωτόκριτο” γιατί είναι ένα από τα πρώτα κείμενα της δημώδους γλώσσας, πολύ γνωστό αλλά ταυτόχρονα και τόσο άγνωστο. Η πιο χαρακτηριστική παρανόηση που κάνει πολύς κόσμος είναι ότι η ιστορία διαδραματίζεται στην Κρήτη την περίοδο του Μεσαίωνα, ενώ στην ουσία η πλοκή συμβαίνει στην αρχαία Αθήνα. Είναι ένα έργο το οποίο είναι τελείως “non place, non time”, με κάποιον τρόπο ένα ελληνικό fantasy τύπου “Game of Thrones”. Προσωπικά είναι από τα αγαπημένα μου λόγω γλώσσας».

Να που μετά τη ρουμελιώτικη ντοπιολαλιά του «Γκιακ» επανέρχεται η αγάπη για τις παροπλισμένες διαλέκτους… «Μου αρέσει αυτό το παιχνίδι, το να αναμετράσαι κάθε φορά με ένα διαφορετικό γλωσσικό ύφος, γι’ αυτό μπήκα και στη διαδικασία με το κόμικ, γιατί πρόκειται για έναν πολύ διαφορετικό τρόπο αφήγησης. Η γλώσσα πρέπει να προσαρμοστεί σε κάτι διαφορετικό, να λειτουργεί αρμονικά με την εικόνα. Είναι και διαφορετικός ο τρόπος με τον οποίο σκέπτεσαι τη δομή, σε αντίθεση με τη συγγραφή εδώ ρόλο παίζει τι δεν θα πεις και τι δεν θα δείξεις».

Εχεις ξεκινήσει το επόμενο βιβλίο σου; «Υπάρχει ιδέα για ένα μυθιστόρημα, αλλά είναι σε πολύ πρώιμο στάδιο, υπάρχει το διδακτορικό μου που εκκρεμεί (σ.σ.: είναι υποψήφιος διδάκτορας Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης), και χρειάζεται και μια απόσταση από το “Γκιακ”…».

Ο Δημοσθένης Παπαμάρκος γεννήθηκε στη Μαλεσίνα Λοκρίδας το 1983. Το «Γκιακ» είναι το τέταρτο βιβλίο του. Εχει εκδώσει δύο μυθιστορήματα φαντασίας, τα «Η αδελφότητα του πυριτίου» (Αρμός, 1998), «Ο τέταρτος ιππότης»(Κέδρος, 2001) και τη συλλογή διηγημάτων «Μετα-Ποίηση» (Κέδρος, 2012), με την οποία προσέγγισε τον ρεαλισμό, διάσπαρτο με υπερφυσικά στοιχεία όπως συναντώνται στη λαϊκή παράδοση, όπως περίπου συνέχισε και με το «Γκιακ».