«Απέναντι» στο υπουργείο Δικαιοσύνης και τους χειρισμούς του ως προς το σχέδιο νόμου για τον θεσμό της διαμεσολάβησης τίθεται ο δικηγορικός κόσμος της χώρας. Η Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων συνεδρίασε εκτάκτως την Κυριακή προκειμενου να τοποθετηθεί επί του νομοσχεδίου, το οποίο προωθείται στην Βουλή με τη διαδικασία του κατεπείγοντος,

και ζητησε την απόσυρση η τροποποίηση του, στηλιτεύοντας τόσο τον χρόνο διαβούλευσης ως παραβιάζοντα τον νόμο περι καλής νομοθέτησης, οσο και βασικά χαρακτηριστικά του.

Οι δικηγόροι, ξεκαθαριζοντας καταρχήν οτι τάσσονται υπέρ των εναλλακτικών μορφών επίλυσης διαφορών, ασκούν κριτική για το «αδικαιολόγητα εκτεταμένο εύρος διαφορών» που υποχρεωτικά οδηγούνται στη διαμεσολάβηση αλλα και το «αυξημενο κόστος» της διαδικασίας αυτής.

«Για τους λόγους αυτούς, (το νομοθέτημα) παραβιάζει το ενωσιακό δίκαιο και δημιουργεί ζητήματα συνταγματικότητας, καθώς θέτει δυσανάλογο εμπόδιο για την πρόσβαση στον φυσικό δικαστή και την παροχή δικαστικής προστασίας», τονίζουν μεταξυ άλλων.

Αναλυτικά, η ανακοίνωση εχει ως εξής:

«Ο χρόνος διαβούλευσης των τριών εργασίμων ημερών που δόθηκε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, εν μέσω δικαστικών διακοπών, δεν εξασφαλίζει ουσιαστική διαβούλευση και παραβιάζει τον ν. 4046/2012 περί καλής νομοθέτησης.

Προκαλεί κατάπληξη η εισαγωγή του νομοσχεδίου με την διαδικασία του κατεπείγοντος, παρότι δεν προκύπτει από τα μέχρι σήμερα διαθέσιμα στην Ολομέλεια έγγραφα στοιχεία ότι, πρόκειται για προαπαιτούμενο των θεσμών στο πλαίσιο της παρούσας αξιολόγησης.

Το δικηγορικό σώμα τάσσεται σταθερά υπέρ των εναλλακτικών μορφών επίλυσης διαφορών (ΕΕΔ), όπως η διαμεσολάβηση, η δικαστική μεσολάβηση και η διαιτησία, που μπορούν να συμβάλουν στην ταχεία και αποτελεσματική επίλυση των διαφορών.

Αποτελεί θεμελιακό χαρακτηριστικό του θεσμού της διαμεσολάβησης η εκούσια υπαγωγή των μερών σε αυτόν.

Το δικηγορικό σώμα τάσσεται σταθερά κατά της υποχρεωτικής διαμεσολάβησης, όπως εισάγεται με το προκείμενο νομοσχέδιο.

Εισάγεται σε αδικαιολόγητα εκτεταμένο εύρος διαφορών και μάλιστα προβλέπει αυξημένο κόστος για τους πολίτες. Για τους λόγους αυτούς παραβιάζει το ενωσιακό δίκαιο (βλ. απόφαση του ΔΕΕ της 14ης Ιουνίου 2017) και δημιουργεί ζητήματα συνταγματικότητας, καθώς θέτει δυσανάλογο εμπόδιο για την πρόσβαση στον φυσικό δικαστή και την παροχή δικαστικής προστασίας (Συντ. 8 & 20, ΕΣΔΑ 6).

Η νομοθετική επιλογή της υποχρεωτικότητας αποκλίνει ουσιωδώς από όλα σχεδόν τα ευρωπαϊκά νομοθετικά πρότυπα, όπου η διαμεσολάβηση δεν είναι υποχρεωτική. Όπου υφίσταται υποχρεωτικότητα, αυτή αφορά αποκλειστικά στην ενημέρωση των μερών με ελάχιστο κόστος.

Είναι προφανές ότι οι θεσμοί ΕΕΔ προϋποθέτουν την ενεργό στήριξη του συνόλου της νομικής κοινότητας και της κοινωνίας.

Κατόπιν αυτών, θεωρούμε επιβεβλημένη την απόσυρση του νομοσχεδίου με τη σημερινή του μορφή, άλλως την ουσιαστική του τροποποίηση».