Οι επιθέσεις εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλέξη Τσίπρα, υπερβολικές κι άδικες ή δίκαιες και επιβεβλημένες, νομίζω πως έχουν πενιχρά αποτελέσματα. Ο νεαρός αρχηγός, έχει αέρα στα πανιά του, δύσκολα αντιμετωπίζονται ο παραλογισμός και η αλαζονεία του, η κομπορρημοσύνη και η παλινωδία του, ή, ακόμα η τόλμη και η ορμή του, η φρεσκάδα και η ελπίδα του. Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας έχουν πολλούς και διαφορετικούς μεταξύ τους, προγόνους.

Δεν είναι μόνο ο παλιός ανδρεοπαπανδρεϊσμός, δεν είναι μόνο η μεγάλη κι ανίκητη παράδοση του λαϊκισμού, δεν είναι μόνο η επένδυση σε ελπίδες, (φρούδες ίσως, αλλά ελπίδες), δεν οφείλεται μόνο στην ψευδαίσθηση ότι όλα είναι ένας μεγάλος εφιάλτης και το πρωί θα μας βρει πάλι αγκαλιασμένους με το ταίρι μας, απόλυτα προστατευμένους στην οικογενειακή θαλπωρή.

Πριν, λοιπόν, καταδικάσουμε ή αποδεχθούμε το φαινόμενο Τσίπρα, είναι ανάγκη να εξετάσουμε λίγο την σημερινή συγκυρία. Γιατί, μόλις τις τελευταίες μέρες της προηγούμενης προεκλογικής περιόδου, ο ΣΥΡΙΖΑ εκτοξεύτηκε, στο δυσθεώρητο, για την ιστορική του διαδρομή 17%; Οφείλεται στο πρόγραμμά του, στις προτάσεις του για την έξοδο από την ασφυξία; Πιστεύει κανείς, πως τα φληναφήματα, περί επανακρατικοποίησης της Ολυμπιακής και των 1300 ευρώ, κατώτατου μισθού, έπεισαν τον κόσμο να πάει προς τον σωτήρα Αλέξη;

Νομίζω πως μια τέτοια προσέγγιση, είναι μάλλον σχηματική. Ας αναλογιστούμε πως όλοι, την προηγούμενη περίοδο, δεν συζητήσαμε και δεν στοχαστήκαμε για τα πραγματικά αίτια της καταστροφικής πορείας. Και κυρίως, η απόλυτη αποτυχία των Μνημονίων, που κατέστρεψαν επιλεκτικά, κυνικά και βάρβαρα, συγκεκριμένα στρώματα της κοινωνίας, κι άφησαν πάλι στο απυρόβλητο, τα παράσιτα της φοροδιαφυγής, έχει δημιουργήσει βαθειά τραύματα στο κοινωνικό σώμα.

Είναι ίσως για πρώτη φορά, που η πολιτική επιλογή, έχει τόσο απολιτικό χαρακτήρα. Δεν είναι μόνο η ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και η εμφάνιση, από τα Δεξιά, ενός μάλλον κωμικού σχηματισμού, υπό τον μέγα ηγέτη Καμμένο και ενός αποτρόπαιου φαινόμενου, της σαλεμένης Χρυσής Αυγής. Όλοι αυτοί δεν μιλάνε λαϊκίστικα, αλλά κινούνται στην περιοχή της παλαβομάρας και στον παλιό, ελληνικής κοπής, κουτσαβακισμό, που νομίζαμε πως έχει εκλείψει από την εποχή του (παππού) Πάγκαλου.

Σήμερα, λίγες μέρες, πριν την νέα εκλογική αναμέτρηση, όλη η συζήτηση εξαντλείται, αν ο Τσίπρας είναι ο νέος Ανδρέας ή ο ευρωπαίος Τσε, που θα ανατρέψει το σημερινό ελληνικό και ευρωπαϊκό στάτους, αν είναι γκαφατζής, τζάμπα μάγκας, απειλή για την ανθρωπότητα ή ελπίδα για τους κολασμένους της γης.

Κάπως έτσι και πονηρά, αποσιωπούνται τα πραγματικά αίτια της καταστροφικής πορείας, η αναπηρία του πολιτικού συστήματος να δημιουργήσει μια νέα πολιτικοποίηση, αντίθετη με την νεοελληνική ψευδολογία. Ευθύνη γι’ αυτό έχουν οι δύο αρχηγοί, των άλλοτε μεγάλων κομμάτων. Είναι μάλλον γελοία η εικόνα του ενός, που θεωρεί το κόμμα του νικητή και τροπαιοφόρο με 19%, και συντηρείται, για την ώρα, στην ηγεσία, εξαιτίας της προεκλογικής συγκυρίας. Κι είναι επίσης αστεία, η περίπτωση του έτερου, που διατυπώνει προτάσεις επαναδιαπραγμάτευσης, όταν ήταν αυτός, που πριν λίγους μήνες διαπραγματεύτηκε τις καταστροφικές επιλογές του νέου Μνημονίου.

Παριστάνουν πως δεν καταλαβαίνουν, πως η τιμωρία της 6ης Μαΐου αφορά κυρίως την δική τους πολιτική νοοτροπία και γραπώνονται από τις αντιφάσεις του νέου σωτήρα, για να προβληθούν ως δυνάμεις της σταθερότητας και εγγυητές της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας. Και δεν έχουν έναν κόκκο αυτοκριτικής, για την δική τους ευθύνη. Κυρίως αυτό!

Υπάρχει όμως ένα «αλλά». Βρίσκουν και τα κάνουν όλοι τους. Μπροστά σε τέτοιες απειλές, όσοι έχουν στοιχειώδες μυαλό, αδυνατούν να βρουν τρόπους συνεργασίας και συνεννόησης και όλα εξαντλούνται και καταναλώνονται, σε μια, χωρίς προηγούμενο, αρθρογραφία, που θέτει τα ζητήματα, αλλά δεν προωθεί την πολιτική τους επίλυση. Ίσως αυτή να είναι η σημαντικότερη αδυναμία της έρμης χώρας μας. Τα γραπτά είναι κλεισμένα στις μποτίλιες και οι μποτίλιες ταξιδεύουν μόνες, στο πέλαγο.