Ακόμη και οι πιο δύσπιστοι παρατηρητές της πολιτικής στην Ελλάδα συμφωνούν ότι το πολιτικό σύστημα βρίσκεται στην κρισιμότερη καμπή του από το 1974. Είναι σχεδόν αδύνατο να φανταστεί κανείς πως μετά τις επόμενες εκλογές τα δύο μεγάλα κόμματα θα συνεχίσουν να λειτουργούν σαν να μην έχει συμβεί τίποτα. Οι επιπτώσεις αυτής της συστημικής αναδιάταξης ίσως να μην είναι ακόμα ορατές στη Νέα Δημοκρατία, αλλά αυτό οφείλεται εν μέρει στην πλήρη κατάρρευση του άλλου πυλώνα του δικομματισμού.

Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι το ΠαΣοΚ, τουλάχιστον όπως το γνωρίζαμε, έχει κλείσει τον κύκλο του. Οι συνεχείς διαδικαστικές παλινωδίες και εξώφθαλμες προσωπικές στρατηγικές, η αποσύνθεση της κομματικής βάσης και η έλλειψη οποιουδήποτε στρατηγικού μηνύματος ή οράματος με, έστω, ίχνη ξεκάθαρου ιδεολογικού προσανατολισμού, έχουν οδηγήσει σε πρωτοφανή αποσυσπείρωση και κοινωνική αμφισβήτηση. Η κατάρρευση του ΠαΣοΚ έχει πλήξει σοβαρά την πολιτική και κοινωνική ηγεμονία του Κέντρου στην Ελλάδα, δημιουργώντας ένα κενό ιδεολογικής κατεύθυνσης στην δημόσια σφαίρα το οποίο προς το παρόν το γεμίζουν οι λαϊκιστές των άκρων, ένθεν και ένθεν.

Τα αίτια που οδήγησαν στην πτώση του ΠαΣοΚ είναι πολλά και σίγουρα δεν μπορούν να εξεταστούν στο πλαίσιο αυτού του άρθρου. Ωστόσο, ας μου επιτραπεί να ισχυριστώ ότι ο χώρος του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς στην Ελλάδα δεν πρόκειται να ανακάμψει – πόσω μάλλον δε να ανακτήσει τον χαρακτήρα πολιτικής ηγεμονίας – εάν δεν καταλάβει τι ακριβώς συνέβη τα τελευταία δέκα χρόνια. Η αξιολόγηση και κατανόηση του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος, και ειδικότερα του πώς αυτό εγκαταλείφθηκε και αποδομήθηκε, είναι απαραίτητη συνθήκη για την επανασυγκρότηση του Κέντρου ως του κυρίαρχου φορέα πολιτικής σκέψης και κοινωνικής εκπροσώπησης.

Κατά την οκταετία του κ. Γ. Παπανδρέου (και ειδικά την κρίσιμη περίοδο των τριών πρώτων ετών μετά την διαδοχή του 2004) έγινε ορατή η ερήμωση του εκσυγχρονισμού, τόσο στην παραγωγή ιδεών και πολιτικών στην αντιπολίτευση, όσο και στην απουσία υπεράσπισης θεσμών και επιτυχιών του κυβερνητικού έργου του ΠαΣοΚ (με αποκορύφωμα την διαγραφή του κ. Σημίτη εξαιτίας της διαφωνίας του με ένα δημοψήφισμα το οποίο, ούτως ή άλλως, δεν έγινε ποτέ).

Έτσι, αντί να θεμελιωθεί περαιτέρω η ισχύς της Κεντροαριστεράς και ο προοδευτικός εκσυγχρονισμός της Ελληνικής κοινωνίας, δημιουργήθηκε ένα καταστροφικό «ιστορικό κενό» που τον αποδόμησε ολοκληρωτικά – και μαζί του απαξίωσε και την ίδια την έννοια του πολιτικού Κέντρου.

Ίσως το σημαντικότερο λάθος του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος, τουλάχιστον σε επίπεδο στρατηγικής, ήταν η μη δημιουργία μηχανισμών αναστοχασμού ή κριτικού απολογισμού των επιτυχιών και των αποτυχιών του, ειδικά στο επίπεδο της κοινωνικής απήχησης και πολιτικής κινητοποίησης. Οι κατά καιρούς εμπαθείς και ανορθολογικές επιθέσεις (διότι δεν επρόκειτο περί εμπεριστατωμένων κριτικών) από την λαϊκιστική Αριστερά, την «λαϊκή Δεξιά» και το «βαθύ ΠαΣοΚ» νομιμοποίησαν τον ιστορικά και επιστημονικά άκυρο συμψηφισμό της οκταετίας Σημίτη με την πενταετία Καραμανλή. Η επίθεση αυτή ανάγκασε όσους είχαν έστω και στοιχειώδη αντίληψη της πραγματικότητας είτε να αποσυρθούν από τον δημόσιο διάλογο ούτως ώστε να μην εμπλακούν σε μία ασύμμετρη, κακόβουλη και άδικη σύγκρουση που θα νομιμοποιούσε τον συμψηφισμό, είτε να υπερασπιστούν το εκσυγχρονιστικό project στο σύνολο του, χωρίς να έχουν τη δυνατότητα και τα μέσα ώστε να προβούν σε μία ήρεμη και ουσιαστική αποτίμηση (αν και, χωρίς αμφιβολία, η μουδιασμένη και παθητική αντίδραση πολλών εκ των υποστηρικτών του εκσυγχρονισμού αντικατοπτρίζει είτε την ευκαιριακή σχέση τους μαζί του, είτε μία συγκαταβατική αντιμετώπιση της κριτικής).

Η πολλαπλώς λανθασμένη κίνηση του «δακτυλιδιού της διαδοχής» ίσως εξέφρασε μία – εν μέρει δικαιολογημένη – έλλειψη πίστης στην κομματική και κυρίως κοινωνική απήχηση του εκσυγχρονισμού εκείνη τη δεδομένη στιγμή. Είναι αλήθεια ότι ο εκσυγχρονισμός ξεκίνησε ως μία πρωτοβουλία μίας δυναμικής μειοψηφίας η οποία, λόγω κατάλληλου οράματος, αποτελεσματικής διακυβέρνησης, ανταπόκρισης σε συγκεκριμένα κοινωνικά αιτήματα και ικανότητας συγκερασμού διαφορετικών φωνών και συνιστωσών, κατάφερε να συσπειρώσει μία κρίσιμη κομματική, εκλογική και κοινωνική μάζα.

Η μη μετατροπή αυτού του πολιτικού εγχειρήματος σε απο-προσωποποιημένο κομματικό και κοινωνικό μηχανισμό είχε σαν αποτέλεσμα τον συμβιβασμό σε μία σειρά κρίσιμων θεμάτων (π.χ. ασφαλιστικό) και εν τέλει την αδυναμία αναπαραγωγής και ανάπτυξης του εκσυγχρονισμού ως βιώσιμης ηγεμονικής ιδεολογίας. Με άλλα λόγια το βασικό μου επιχείρημα είναι ότι, κατά την οκταετία 1996-2003, το ΠαΣοΚ λειτούργησε ως το «κέλυφος» ή «σκάφος» του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος, εξαιτίας του οποίου και επιβίωσε σε ένα βαθμό μετά το 1996 (ας μην ξεχνάμε ότι τον Ιανουάριο του 1996, ο κ. Σημίτης ανέλαβε ένα ΠαΣοΚ κοινωνικά απαξιωμένο και πολιτικά μετέωρο ανάμεσα στα ανακοινωθέντα του Ωνασείου και τις χαρτορίχτρες). Με την αποχώρηση του κ. Σημίτη και την υποχώρηση του εκσυγχρονισμού, το ΠαΣοΚ ως αντιπολίτευση απέτυχε να αναδείξει εγκαίρως και αποτελεσματικά τα καίρια λάθη της οικονομικής πολιτικής του κ. Καραμανλή, ενώ ο επιφανειακός θρίαμβος των εκλογών του 2009 δεν οφειλόταν και σε καμία περίπτωση δεν δημιούργησε μια ουσιαστική πολιτική ηγεμονία.

Συνεπώς, το ΠαΣοΚ του σήμερα θυμίζει σε κάποιον βαθμό το ΠαΣοΚ του Δεκεμβρίου του 1995, με κενό εξουσίας, εσωτερικούς διχασμούς και προσωπικές στρατηγικές. Ωστόσο το κομματικό, πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον του 2012 δεν θυμίζει σε τίποτε άλλο αυτό του 1995. Η πολυδιάσπαση του πολιτικού φάσματος και το έλλειμμα ουσιαστικής πολιτικής συζήτησης έχει επιτείνει το κυνήγι της προσωπικής προβολής και την αμοιβαία καχυποψία, ακόμη και ανάμεσα σε πολιτικούς που ταυτίζονται ιδεολογικά, με αποτέλεσμα το να μην υπάρχουν καν ιδεολογικά διακριτές πτέρυγες, ομάδες ή φορείς εντός και εκτός κομμάτων.

Η επιστροφή του Κέντρου – ως βασικού πυλώνα του πολιτικού συστήματος και της πολιτικής κουλτούρας – μπορεί να επέλθει μόνο μέσα από μία οργανωμένη και συστηματική διαδικασία κατανόησης του παρελθόντος και ανάδειξης υγιών κοινωνικών δυνάμεων. Η επίτευξη προγραμματικών συγκλίσεων θα είναι κρίσιμος παράγοντας για την «επόμενη μέρα» του ευρύτερου φιλελεύθερου και δημοκρατικού χώρου. Ωστόσο, εξίσου κρίσιμη θα είναι και η εξουσιοδότηση μιας ισχυρής ηγεσίας με καθαρό όραμα και συγκεκριμένο σχέδιο για την ανοικοδόμηση τόσο του ευρύτερου πολιτικού χώρου, όσο και της Ελλάδας. Εκ των πραγμάτων, η θεσμική και ουσιαστική παρουσία του κ. Παπαδήμου και η έως τώρα διαφαινόμενη αδυναμία αυτοσυσπείρωσης των ηγετικών στελεχών του Κέντρου (εντός και εκτός ΠαΣοΚ) καθιστούν τον ρόλο του Πρωθυπουργού πιθανώς καταλυτικό.

*Ο κ. Ρ. Γεροδήμος είναι Επίκουρος Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Bournemouth και ιδρυτής του Τομέα Ελληνικής Πολιτικής Επιστήμης (Greek Politics Specialist Group) της Βρετανικής Εταιρίας Πολιτικών Σπουδών.
Email: rgerodimos@bournemouth.ac.uk