Kαλοκαιριάσαµε, που λέει ο λόγος. Να δούµε τώρα τι µας περιµένει µέσα σ’ αυτό το καλοκαίρι. Μήπως αγαναχτήσει κι ο καλός καιρός, οπότε προσοχή στις πέτρες, που πέφτουν κατακέφαλα. Στο µεταξύ, ένα ελαφρότερο παιχνίδι µε τις λέξεις δεν µας βλάφτει· έτσι κι αλλιώς από µεγάλα λόγια, ακόµη και προπύλαια, µπουχτίσαµε. Οι άγιοι πάντες αποφαίνονται πως φτάσαµε στο χείλος του γκρεµού· µένει να δούµε αν κάποιος θα πέσει µέσα, δίνοντας το καλό παράδειγµα. Σαδισµός; Οχι ακριβώς.

Επιµένοντας πάντως, προς το παρόν, σε πιο απλές και µάλλον σκόρπιες λέξεις, προτείνω δύο, φαινοµενικά άσχετες µεταξύ τους: καλός (που έχει το καλό να το παίζει και τριγενές επίθετο και ουδέτερο ουσιαστικό)· και διάβασµα (για να µην πάµε κι εντελώς αδιάβαστοι στον άλλο κόσµο). Καλό διάβασµα λοιπόν, όσο κρατάει το καλοκαίρι, κι ύστερα βλέπουµε. Τώρα εξάλλου που το σκέφτοµαι, η µόνη εποχή που περιέχει µέσα της τον καιρό είναι το καλοκαίρι. Κι είναι γνωστό ότι το διάβασµα θέλει καιρό, για να φτουρήσει. Οταν δεν φτάνει η µέρα, υπάρχει ευτυχώς η νύχτα – για τους νυκτόβιους αναγνώστες µιλώ.

Ετσι κι αλλιώς αισθάνοµαι οφειλέτης στο εµπρόθετο ρήµα διαβάζω, που πολύ το τίµησε ο Αλεξανδρινός ως αφορµή της ποίησής του. Το λήµµα αυτό δοξάζεται στον «κανόνα» του, αν µετρώ καλά, µε έντεκα παραποµπές. Παράδειγµα ο διάσηµος «Καισαρίων». Αντιγράφω: Εν µέρει για να εξακριβώσω µια εποχή / εν µέρει και την ώρα να περάσω, / την νύχτα χθες πήρα µια συλλογή / επιγραφών των Πτολεµαίων να διαβάσω.

Αψογος οδηγός ο Καβάφης κι εδώ: να διαβάσω στον τέταρτο στίχο · την ώρα να περάσω στον δεύτερο· την νύχτα στον τρίτο. Μ’ ένα σµπάρο δυο τρυγόνια: το ρήµα και τα γλωσσικά του σύνεργα. Αυτό λένε τουλάχιστον τα Λεξικά. Ετυµολογώντας το διαβάζω από το διαβιβάζω ερµηνεύουν: διαπερνώ, περνώ από τη µια άκρη στην άλλη. Που πάει να πει: διάβασµα ίσον διάβαση, πέρασµα δηλαδή από την προηγούµενη φράση στην επόµενη.

Οµολόγησα ήδη την οφειλή µου στο ξύπνιο αυτό ουσιαστικό, γιατί εδώ και χρόνια χρησιµοποιώ αντ’ αυτού τον όρο ανάγνωση· σπρώχνοντας στην άκρη το διάβασµα, από όπου βγαίνουν και τα πληθυντικά διαβάσµατα του σηµερινού τίτλου, που είναι καιρός να τα εξηγήσω. Να πω µόνο προηγουµένως πού βρίσκω σήµερα τη διαφορά ανάµεσα στα δυο αυτά συνώνυµα: η ανάγνωση είναι κυρίως κάθετη διάγνωση ενός κειµένου, συχνά επίπονη, κάποτε ελαφρώς (ή και βαρέως) σχολαστική· αντίθετα το διάβα σµα είναι συνήθως οριζόντια διάβαση, πιο άνετη και ευάρεστη, τείνοντας στην απόλαυση που έλεγε και ο Ρολάν Μπαρτ.

Μ’ αυτούς τους όρους συστήνω εκθύµως πέντε σηµαντικά (τα δύο κορυφαία) κείµενα, µε τη σειρά που διαβάστηκαν (ή ξαναδιαβάστηκαν). Νύχτα κυρίως, όταν τα βασανιστικά γραψίµατα της µέρας έφταναν στην εξάντληση. Τα τρία πρώτα είναι ελληνικά· δικά µας· τα άλλα δύο ξένα και µεταφρασµένα. Πεζά τα τέσσερα, ποιητικό το πέµπτο, σηµαδεύουν κάπου εκατόν εξήντα χρόνια λογοτεχνίας, αρχίζοντας από το 1853 και φτάνοντας στις µέρες του 2011. Καταλογίζονται και τα πέντε εφεξής µόνο µε τα απαραίτητα βιβλιογραφικά στοιχεία τους, αναβάλλοντας την όποια αξιολόγησή τους για την παράλλη ίσως Κυριακή. Το πρώτο είναι του Νίκου Καββαδία, τιτλοφορείται Γράµµατα στην αδελφή του Τζένια και στην Ελγκα, περιέχει 87 συναρπαστικές επιστολές (σήµατα άρτιας βιωµατικής λογοτεχνίας) και κυκλοφορεί από τον περασµένο Φεβρουάριο στις εκδόσεις ΑΓΡΑ.

Τα άλλα δύο, δίχως πρόθεση, βγήκαν συγγενικά από πολλές απόψεις. Οι συγγραφείς τους είναι βόρειοι: η µία από τη Θεσσαλονίκη· από την Κοµοτηνή ο άλλος. Και οι δύο διαπρέπουν στο αυτόνοµο διήγηµα· συνήθως σύντοµο, στακάτο µε τέλος απρόβλεπτα πικρό. Η Μαρία Κουγιουµτζή, στην ωριµότητά της, επιχειρεί εδώ τη δεύτερη πεζογραφική δοκιµή της µε τίτλο ερωτηµατικό: Γιατί κάνει τόσο κρύο στο δωµάτιό σου;



συντάσσοντας και συνδυάζοντας τριάντα τέσσερα «ψύχραιµα» διηγήµατα (εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ, 2011). Ο Κώστας Καβανόζης (στα σαράντα του, φιλόλογος καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση)

γράφει εδώ το τρίτο και καλύτερο βιβλίο του µε τίτλο φεγγαρίσιο: Ολο το φως απ’ τα φεγγάρια, φωτίζοντας εννέα «σκοτεινά» διηγήµατα (εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ, 2011).

Πάµε στα δύο φιλόξενα κείµενα: νουβέλα ασυναγώνιστη το ένα· σύνθεση οριακής ποίησης το άλλο. Το πρώτο λέγεται Μπάρτλµπυ, ο γραφέας· µια ιστορία της Ουώλλ Στρητ, και ανήκει στον θαλασσόλυκο Herman Melville. Το δεύτερο µεταφέρει επάξια στη γλώσσα µας τις διάσηµες Ελεγείες του Ντουίνο του Ράινερ Μαρία Ρίλκε. Ο Μέλβιλ µεταφράστηκε καίρια από την Αθηνά ∆ηµητριάδου (Εκδόσεις ΑΓΡΑ, 2011). Ο µεταφραστικός άθλος, µε τις δέκα αποκαλυπτικές Ελεγείες του Ρίλκε, οφείλεται στην ασκητική ποιητική θητεία της Μαρίας Τοπάλη (εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ, 2011). Περισσότερα επ’ αυτού σε δεκαπέντε µέρες.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ