Επειτα από έρευνα που διήρκεσε περίπου έξι μήνες το «καρτέλ του γάλακτος» που αποκαλύφθηκε με «το σκάνδαλο των κουμπάρων» οδηγείται στο «εδώλιο» της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Στις 22 Μαρτίου, σύμφωνα με τα προγραμματισθέντα, η υπόθεση εισάγεται στην ολομέλεια. Ορισμένοι πιστεύουν ότι δεν αποκλείεται «να μας βρει το καλοκαίρι» ώσπου να εκδοθεί η απόφαση. Η υπόθεση αποκαλύφθηκε πέρυσι έπειτα από καταγγελίες κτηνοτρόφων, σύμφωνα με τις οποίες οι γαλακτοβιομηχανίες μείωσαν τις τιμές αγοράς της πρώτης ύλης. Η έρευνα που ακολούθησε αποκάλυψε ότι αυτό επεκτάθηκε και στη διαμόρφωση των λιανικών τιμών, όπου διαπιστώθηκε σύμπραξη μεταξύ των γαλακτοβιομηχανιών και των αλυσίδων σουπερμάρκετ, και για αυτόν τον λόγο παραπέμπονται και πέντε αλυσίδες μαζί με έναν προμηθευτικό οργανισμό. Οι 17 εταιρείες που παραπέμπονται στην ολομέλεια της Επιτροπής Ανταγωνισμού είναι οι εξής: Δέλτα ΑΕ, Φάγε ΑΕ, Μεβγάλ ΑΕ, Ολυμπος ΑΕ, Nestle ΑΕ, ΕΛΟΜΑΣ, Carrefour – Μαρινόπουλος ΑΕ, Σκλαβενίτης ΑΕΕ, Αφοί Βερόπουλοι ΑΕΒΕ, Ατλάντικ ΑΕ, ΑΒ Βασιλόπουλος ΑΕ, Κρι Κρι ΑΕ, Σεργάλ ΑΕ, Νεογάλ ΑΕ, Ροδόπη ΑΕ, Μασούτης ΑΕ και ο κλαδικός Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών Γάλακτος (ΣΕΒΓΑΠ). Οι επόμενες εβδομάδες αναμένονται ενδιαφέρουσες…


Τα «κακά μαντάτα» για τους αγελαδοτρόφους άρχισαν τις πρώτες ημέρες του Οκτωβρίου του 2005, με την έναρξη της νέας γαλακτοκομικής περιόδου. Αιφνιδίως οι γαλακτοβιομηχανίες άρχισαν να μειώνουν τις τιμές για τους παραγωγούς. Η αναστάτωση που επικράτησε μεταξύ των κτηνοτρόφων ήταν εύλογη, κυρίως στις περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας.


Ετσι στις 16 Ιανουαρίου 2006 ο Κτηνοτροφικός Σύλλογος Κοζάνης και Περιχώρων «Ο Βουρινός» αποστέλλει μία εναγώνια επιστολή προς τον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης κ. Ευ. Μπασιάκο, τον υφυπουργό κ. Αλ. Κοντό, τον υφυπουργό Ανάπτυξης κ. Ι. Παπαθανασίου και τον τότε υπουργό Μακεδονίας – Θράκης κ. Ν. Τσιαρτσώνη.


* Η επιστολή των κτηνοτρόφων


Στην επιστολή μεταξύ των άλλων οι κτηνοτρόφοι έλεγαν: «Θέλουμε να εκφράσουμε τη δυσαρέσκειά μας και την αγανάκτηση των 1.302 αγελαδοτρόφων της Δυτικής Μακεδονίας. Οι παραπάνω αγελαδοτρόφοι έδιναν το γάλα τους στις γαλακτοβιομηχανίες Δέλτα και Φάγε. Οι παραπάνω εταιρείες προχώρησαν μονομερώς, χωρίς καμία ενημέρωση στους παραγωγούς, στη μείωση της τιμής του γάλακτος κατά τρία λεπτά. Δεν κατανοούμε τη μείωση στις τιμές των παραγωγών όταν οι τιμές στα σουπερμάρκετ ανεβαίνουν συνεχώς (…)».


Και όπως δήλωσαν οι ίδιοι στους υπαλλήλους της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού, λίγους μήνες αργότερα, «είναι γνωστό στην περιοχή ότι αν κάποιος παραγωγός αποφασίσει να διακόψει τη συνεργασία του με κάποια εταιρεία, δεν μπορεί να βρει άλλη εταιρεία για να πουλήσει το γάλα του. Αυτό συμβαίνει γιατί υπάρχει σχετική συμφωνία μεταξύ των μεγάλων εταιρειών (Φάγε – Nestle – Μεβγάλ). Οι εταιρείες χρησιμοποιούν τον υπερβολικό δανεισμό προκειμένου να κρατούν εξαρτημένους τους παραγωγούς και να τους εκμεταλλεύονται, καθορίζοντας από μόνες τους τις τιμές με πρόφαση την ποιότητα».


Φαίνεται όμως πως αυτή η επιστολή έπιασε τόπο. Ο βουλευτής του ΠαΣοΚ κ. Αν. Αγγελής στις 26 Ιανουαρίου 2006, με βάση αυτή την επιστολή, κατέθεσε σχετική ερώτηση στη Βουλή. Φυσικά χωρίς αποτέλεσμα τότε. Ωστόσο η επιστολή των κτηνοτρόφων διαβιβάστηκε εν συνεχεία στην Επιτροπή Ανταγωνισμού. Και στις 6 Ιουνίου άρχισε η έρευνα.


Στους υπαλλήλους της Επιτροπής οι ίδιοι οι εκπρόσωποι των αγελαδοτρόφων του «Βουρινού» είπαν ακόμη πως «το αγελαδινό γάλα που παράγεται και συλλέγεται στην περιοχή κατανέμεται μεταξύ των γαλακτοβιομηχανιών: Δέλτα 34,6%, Nestlé 16,47% και Φάγε 33,7%», «βασικό κριτήριο επιλογής ενός παραγωγού από τις γαλακτοβιομηχανίες είναι η ποσότητα και η ποιότητα του γάλακτος που παράγει ο παραγωγός. Ωστόσο στην πράξη οι εταιρείες έχουν χωρίσει τις περιοχές: παίρνουν γάλα από συγκεκριμένες περιοχές (χωριά). Για παράδειγμα εκεί από όπου παίρνει γάλα η Φάγε, δεν δραστηριοποιείται η Δέλτα κ.ο.κ.», « δεν υπάρχει βασική τιμή αγοράς από τον παραγωγό, αλλά διαμορφώνεται κυρίως βάσει της ποσότητας. Η χιλιομετρική απόσταση από τον σταθμό συγκέντρωσης παίζει ρόλο. Στο αγελαδινό γάλα υπάρχουν διακυμάνσεις στην τιμή, η οποία ωστόσο καθορίζεται από τις γαλακτοβιομηχανίες «οι οποίες είναι πάρα πολύ ισχυρές οικονομικά σε σχέση με τους παραγωγούς». Το πρόβλημα πηγάζει από το ότι έχουν παραμείνει μόνο τρεις – τέσσερις εταιρείες που συλλέγουν γάλα (Φάγε, Δέλτα, Nestlé και Μεβγάλ)». Η σημαντικότερη όμως επισήμανση είναι πως «δεν υπάρχουν συμβάσεις στο αγελαδινό γάλα»!


Προς τούτο μάλιστα, όπως αναφέρεται στην εισήγηση της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού, στην κατάθεση στις 10 Οκτωβρίου 2006 των εκπροσώπων του Συλλόγου Αγελαδοτρόφων Κεντρικής Μακεδονίας (τα μέλη του οποίου παράγουν περίπου το 50% του συνόλου του νωπού γάλακτος στην ελληνική επικράτεια) «σημειώνεται ότι «πριν από δύο χρόνια υπήρχαν σημαντικές διαφοροποιήσεις, γιατί κάθε βιομηχανία ήθελε να πάρει τους καλύτερους παραγωγούς. Από το 2004 περίπου οι εταιρείες τα βρήκαν μεταξύ τους και μείωσαν τις τιμές. Αρχικά οι εταιρείες χρησιμοποίησαν την πριμοδότηση ως δικαιολογία και μείωσαν τις τιμές και στη συνέχεια άρχισαν να χρησιμοποιούν την ποιότητα ως πρόφαση. Στο τέλος δεν προέβαλλαν καμία δικαιολογία για τη μείωση». Και προσθέτουν πως «(…) Ξεκίνησε η Φάγε (περίπου τον Οκτώβριο του 2004) λόγω κακοδιαχείρισης των στελεχών της (…) Από το τέλος Δεκεμβρίου 2005 μείωσαν όλοι μαζί την τιμή. Οι βιομηχανίες γνωρίζουν τη μέση τιμή της άλλης, οπότε προσπαθούν να έχουν όλες την ίδια μέση τιμή (…)»».


* Η συνάντηση της Λάρισας


Ολα όμως άρχισαν από την περίφημη συνάντηση της Λάρισας. Στο σχετικό έγγραφο με τα πρακτικά της συνάντησης, που βρέθηκε στα γραφεία της Μεβγάλ ΑΕ (αποστολέας κ. Αλ. Συρρής, δ/ντής Σταθμών Συλλογής Γάλακτος της Δέλτα, προς τον κ. Αθ. Λαπόρδα, δ/ντή Ζώνης Γάλακτος της Μεβγάλ), με ημερομηνία 4 Ιουνίου 2004 και τίτλο «Συνάντηση εκπροσώπων των γαλακτοβιομηχανιών στη Λάρισα την 31η Μαΐου 2004», αναφέρονται μεταξύ άλλων:


«Τη Δευτέρα 31 Μαΐου 2004 και ώρα 11.00-14.30, στη Λάρισα, στο ξενοδοχείο Divani, πραγματοποιήθηκε συνάντηση εκπροσώπων των γαλακτοβιομηχανιών Δέλτα, Μεβγάλ, Nestlé, Ολυμπος και Φάγε. Αντικείμενο της συνάντησης ήταν η επικοινωνία και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των υπευθύνων των παραπάνω εταιρειών σχετικά με τις εξελίξεις στον τομέα της πρωτογενούς παραγωγής γάλακτος στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, στο πλαίσιο της ΚΑΠ και εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων (…)».


Σύμφωνα με όσα συζητήθηκαν οι βασικοί άξονες της στρατηγικής για το επόμενο διάστημα θα πρέπει να είναι οι παρακάτω:


«Α) Να θωρακιστεί η ποιότητα με την εφαρμογή κοινής πολιτικής από όλους τους μεταποιητές και την αποφυγή μετακινήσεων των παραγωγών που γίνονται σε περιπτώσεις που οι τελευταίοι δυσαρεστούνται λόγω της εντατικοποίησης των ποιοτικών ελέγχων.


Β) Να γίνει προσπάθεια για (μία ακόμη) ενημέρωση των παραγωγών σχετικά με τα θέματα ποιότητας, τις υποχρεώσεις και τους τρόπους βελτίωσης της ασφάλειας και της ποιότητας του γάλακτος. Η ενημέρωση να γίνει και με τη μορφή φυλλαδίου, ενδεχομένως με τη συμμετοχή του ΕΛΟΓ ή της Εθνικής Επιτροπής Γάλακτος. Το φυλλάδιο αυτό θα διανεμηθεί σε όλους με ευθύνη των γαλακτοβιομηχανιών.


Γ) Με δεδομένη την αύξηση της ποσόστωσης να γίνουν οι κατάλληλες ενέργειες για τη διατήρηση του καλού κλίματος, προκειμένου να μη διακοπεί η αυξητική τάση στην παραγωγή του γάλακτος.


Δ) Να περιοριστούν οι αγοραπωλησίες πλεονασματικού γάλακτος, ιδίως από μικρούς μεταποιητές, οι οποίοι δεν μπορούν να εξασφαλίσουν τις ποιοτικές προδιαγραφές και την ιχνηλασιμότητα σύμφωνα με το σύστημα HACCP.


Ε) Εν όψει της επιδότησης της ποσόστωσης των παραγωγών, που αρχίζει το 2004 και θα εξακολουθήσει ως το 2013 (τουλάχιστον) και της αναμενόμενης μείωσης των τιμών σε όλες τις χώρες της ΕΕ, να γίνει προσπάθεια συγκράτησης των τιμών στη χώρα μας και αντιστροφής των ανοδικών τάσεων, προκειμένου να μην περιοριστεί η ανταγωνιστικότητα του ελληνικού γάλακτος.


Στ) Τέλος εκφράστηκε η άποψη ότι θα ήταν καλό να συσταθεί μία τακτική ομάδα, η οποία θα αποτελείται (κυρίως) από τους υπευθύνους συλλογής γάλακτος. Η ομάδα θα συνέρχεται σε καθορισμένα χρονικά διαστήματα για να παρακολουθεί τις εξελίξεις στον πρωτογενή τομέα του γάλακτος και να προγραμματίζει τις κοινές ενέργειες που αποσκοπούν στη διασφάλιση της ποιότητας και της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού γάλακτος».


Σε αυτή τη συνάντηση οδηγήθηκαν οι γαλακτοβιομηχανίες ύστερα από οξύ ανταγωνισμό μεταξύ τους στη ζώνη γάλακτος, όπου η μία πλειοδοτούσε έναντι της άλλης για να αποσπάσει κτηνοτρόφους και κατά συνέπεια μεγαλύτερες ποσότητες γάλακτος.


* Τα συμπεράσματα του πορίσματος


Στην εισήγηση τονίζεται χαρακτηριστικά ότι «μεταξύ των ετών 2003-2006 διαπιστώνεται ύπαρξη συμπλέγματος συνεννοήσεων με ενιαίο ανταγωνιστικό σκοπό, στην οποία καταφαίνεται ο ηγετικός ρόλος και η συμμετοχή στο σύνολο των παραβάσεων των εταιρειών Δέλτα και Μεβγάλ, γεγονός το οποίο λαμβάνεται υπόψη ως επιβαρυντικός παράγοντας του βασικού ποσού του προστίμου για κάθε μία από τις επιμέρους παραβάσεις στις οποίες αυτές ενέχονται. Οι εταιρείες Δέλτα και Μεβγάλ αποτελούν τον κύριο κορμό του συνόλου των συμπράξεων, δημιουργώντας ένα κοινό μέτωπο που απέβλεπε στη σύναψη και εφαρμογή του συνόλου των συμπράξεων. Η συνεννόηση αυτή επεδίωκε έναν ενιαίο αντιανταγωνιστικό στόχο, να παρεμποδίσει κάθε ανταγωνισμό στον τομέα των τιμών με την επίτευξη συμφωνίας ή εναρμονισμένων πρακτικών επί των περισσοτέρων παραμέτρων ανταγωνισμού στην αγορά γάλακτος.


Γενικότερα η έρευνα της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού κατέληξε ότι στις επιμέρους αγορές υφίστανται οι ακόλουθες στρεβλώσεις του δικαίου του ανταγωνισμού:


* οριζόντια σύμπραξη ορισμένων γαλακτοβιομηχανιών με αντικείμενο τον καθορισμό των τιμών αγοράς και της κατανομής των πηγών προμήθειας στην αγορά νωπού γάλακτος,


* οριζόντιες συμπράξεις μεταξύ ορισμένων γαλακτοβιομηχανιών αναφορικά με την τιμολογιακή-εκπτωτική τους πολιτική,


* κάθετες συμπράξεις καθορισμού τιμών μεταπώλησης και απαγόρευσης παθητικών πωλήσεων μεταξύ ορισμένων γαλακτοβιομηχανιών και των διανομέων τους,


* κάθετες συμπράξεις καθορισμού τιμών μεταπώλησης μεταξύ ορισμένων γαλακτοβιομηχανιών και αλυσίδων σουπερμάρκετ.


* Η περίπτωση των Σερρών


Μεταξύ των πολλών σημειωμάτων που ανευρεύθησαν στα γραφεία των εταιρειών, ορισμένα από αυτά αναφέρονται στις σχέσεις και στον ανταγωνισμό μεταξύ των γαλακτοβιομηχανιών στην αγορά των Σερρών.


Οι μικρές τοπικές γαλακτοβιομηχανίες της Βόρειας Ελλάδας για να μπορέσουν να «σταθούν» στα ψυγεία των σουπερμάρκετ αναγκάζονται να πωλούν το παστεριωμένο γάλα σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές. Οι μεγάλες εταιρείες, οι οποίες θίγονται από αυτή την εμπορική πολιτική των μικρών, προχωρούν σε «αντίποινα» ρίχνοντας τις τιμές των δικών τους προϊόντων στις ιδιαίτερες τοπικές αγορές των μικρών. Η Σέρρες αποτελούν μια τέτοια περίπτωση.


Ειδικότερα σε επιστολή με ημερομηνία 5.1.2006 που ανευρέθη στην εταιρεία Δέλτα κατά τη διάρκεια του αυτεπάγγελτου ελέγχου υπήρξε: «Συνάντηση Δέλτα, Μεβγάλ, Κρι-Κρι, Σεργάλ», και αναφέρεται: «(…) σε συνάντηση που έγινε σήμερα 5.1.2006 στις Σέρρες συζητήθηκαν τα παρακάτω:


1. Από τη Δευτέρα 9.1.2006 οι Σεργάλ και Κρι-Κρι επαναφέρουν το φρέσκο γάλα με ημερομηνία προηγούμενης ημέρας.


2. Από τη Δευτέρα 9.1.2006 συμφωνήθηκε να μη γίνεται στην αγορά των Σερρών καμία προωθητική ενέργεια στο φρέσκο γάλα και συγκεκριμένα: α) έκπτωση με sticker, β) έκπτωση με κουπόνι στο ράφι, γ) on pack προϊόντος, δ) κουποδιανομή με προωθήτρια, ε) συμμετοχή φρέσκου γάλακτος σε φυλλάδια s/m, στ) επιδότηση τιμής στα s/m, και ζ) διαγωνισμοί καταναλωτών στο φρέσκο γάλα».


Μάλιστα ο εμπορικός διευθυντής της Δέλτα σε σχετική διευκρινιστική ερώτηση των υπαλλήλων της Επιτροπής κατέθεσε: «Η συγκεκριμένη συνάντηση αφορούσε συζήτηση μεταξύ των εμπλεκομένων μερών να σταματήσουν οι προωθητικές ενέργειες στον Νομό Σερρών, γιατί δεν υπήρχε όφελος για τους εμπλεκομένους (…)».


Επίσης σε ηλεκτρονική επιστολή, με ημερομηνία 18.5. 2005, «από τον κ. Κων/νο Βλαχοκυριάκο προς τον κ. Μ. Βελώνη (την οποία ο τελευταίος προώθησε στους κκ. Γ. Καλύβα και Κ. Σεφερλή και στην κ. Τ. Εξαρχου, υπάλληλο του Τμήματος Marketing της Δέλτα) με θέμα «Ενέργειες σε Σέρρες 5/2006. doc»» αναφέρεται: «Η πορεία του φρέσκου γάλακτος στις Σέρρες – Δράμα είναι εξαιρετικά κακή (-24,5% σε βάρος προοδευτικά, που μεταφράζεται σε -113 τόνους). Το αποτέλεσμα της συνάντησης με Κρι-Κρι, Σεργάλ, Μεβγάλ στις 5.1.2006 για συμφωνία μη ενεργειών δεν έφερε το αναμενόμενο αποτέλεσμα και θα πρέπει να κάνουμε ενέργειες ώστε να αναστρέψουμε την κατάσταση. Προτείνω τα παρακάτω: (…)».


Αρκετά αποκαλυπτικό είναι το εσωτερικό σημείωμα της Μεβγάλ, που απευθύνει ο κ. Ι. Ξηρογιαννόπουλος προς τον κ. Π. Παπαδάκη και αφορά τον «πόλεμο της γιαούρτης» και τον κίνδυνο που αντιπροσώπευε η είσοδος της Friesland στην αγορά, μεταξύ άλλων αναφέρονται τα εξής: «(…) Προτάσεις αντίδρασης: 1. Ηδη έχει σχεδιασθεί σε συμφωνία με Φάγε και Δέλτα για προσφορά 2+1 σε όλα τα λευκά με έναρξη 23/8 στη Β. Ελλάδα από Σέρρες έως Εβρο για 3 εβδομάδες. Στόχος το ξεκαθάρισμα μικρών και αναμονή αντίδρασης Friesland. Η ενέργεια θα μετρηθεί. 2. Από 6/9 και σε συμφωνία με τους πιο πάνω πανελλαδικό λανσάρισμα 2+1 στην αγελάδα, πλήρες, και 0% (σαν Μεβγάλ μας συμφέρει καθώς ό,τι ενέργεια έχουμε κάνει στην αγελάδα μέχρι σήμερα μας αφήνει πάντα κάτι θετικό στο τέλος) για 3 εβδομάδες. Η ενέργεια και η αντίδραση επίσης θα μετρηθούν. Εάν τα πιο πάνω δεν αποδώσουν και δεν ηρεμήσει η Friesland, τότε σίγουρα οι ενέργειες θα κλιμακωθούν και στα στραγγιστά (…)».


Η ευθύνη των σουπερμάρκετ





Σύμφωνα με την εισήγηση της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού οι πέντε αλυσίδες σουπερμάρκετ και ο προμηθευτικός οργανισμός ΕΛΟΜΑΣ παραπέμπονται διότι αποδέχθηκαν τις οριζόμενες από τις γαλακτοβιομηχανίες λιανικές τιμές πώλησης του παστεριωμένου γάλακτος. Και σύμφωνα με την έρευνα των αρμοδίων υπαλλήλων της Επιτροπής προέκυψε «συμφωνία» καθορισμού μεταπώλησης του γάλακτος. Οι αλυσίδες υποστήριξαν ότι αν δεν δέχονταν τις οριζόμενες από τις γαλακτοβιομηχανίες λιανικές τιμές, τότε θα αντιμετώπιζαν κίνδυνο για τον ομαλό εφοδιασμό τους σε παστεριωμένο γάλα. Οπως αναφέρεται σε σχετικό σημείωμα που βρέθηκε στο αρχείο γαλακτοβιομηχανίας και περιλαμβάνεται στην εισήγηση: «[…] Η τιμή κτήσης + ΦΠΑ στο 1 lt 3,5% λιπαρά είναι 1,14 ú και είναι η τιμή που θα έπρεπε να πωλούν οι αλυσίδες […] Εμείς από τη μεριά μας έχουμε επέμβει πολλές φορές και στη Θεσσαλονίκη και διορθώσαμε τις τιμές σαν leader που είμαστε στην αγορά […]». Ωστόσο, από την έρευνα προέκυψε ότι η διαπραγματευτική θέση των αλυσίδων έναντι των γαλακτοβιομηχανιών είναι ισχυρή και ως εκ τούτου αν οι ίδιες επιθυμούσαν θα μπορούσαν να αλλάξουν τους όρους της συμφωνίας. Και διαπιστώνεται ότι υπάρχει συμφωνία καθορισμού ελάχιστων τιμών μεταπώλησης, δηλαδή στη λιανική πώληση, μεταξύ των γαλακτοβιομηχανιών και των αλυσίδων σουπερμάρκετ.