Ενώ στο διάστημα της τελευταίας 15ετίας εμφανίστηκαν στην ελληνική οικονομική ζωή πλήθος νέες και δυναμικές εν πολλοίς επιχειρήσεις, τα λεγόμενα νέα επιχειρηματικά «τζάκια», υπάρχουν αρκετές βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις που εισέρχονται στον 21ο αιώνα γιορτάζοντας την πρώτη εκατονταετία της ζωής τους. Είναι κάποιες γνωστές και άγνωστες επιχειρήσεις που συνεχίζουν την οικονομική δραστηριότητά τους, οι περισσότερες μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, ενώ στα ίδια αυτά χρόνια κάποιες άλλες περισσότερο γνωστές έπαψαν να υπάρχουν. Στην καταγραφή της ιστορίας τους, η οποία επί της ουσίας αποτελεί ιστορία της ελληνικής οικονομίας, αποβλέπει η έρευνα του «Βήματος της Κυριακής», που ξεκίνησε πέρυσι και συνεχίζεται και το 2001.


«(…) Στις αρχές του 19ου αιώνα η ποιότητα του ελληνικού κρασιού ήταν σχετικά χαμηλή. Η τέχνη της οινοποιίας είναι πολυσύνθετη, απαιτεί δηλαδή κάποια τεχνική υποστήριξη και γνώσεις αρκετά προχωρημένες και σύνθετες, έναν συνδυασμό παράδοσης (πείρας), τεχνικής παιδείας και εξειδίκευσης, πράγματα που δεν αφθονούσαν στην ελληνική ύπαιθρο την επαύριον της Επανάστασης (…). Γιατί το κρασί ήταν φυσικά το κατ’ εξοχήν εμπορεύσιμο προϊόν (κάποτε μάλιστα γινόταν και μέσο πληρωμής, όταν αποτελούσε μέρος της αμοιβής του ημερομίσθιου εργάτη) και κυκλοφορούσε στην τοπική ή περιφερειακή αγορά (στην αγορά της κοντινής πόλης), που δεν είχε ούτε υψηλά εισοδήματα ούτε ειδικές απαιτήσεις» (Χρ. Αγριαντώνη «Η ελληνική οινοβιομηχανία το 19ο αιώνα: από την αναζήτηση της ποιότητας στον σταφιδιτή» στο συλλογικό «Η ιστορία του ελληνικού κρασιού»).


Η περιοχή της Μακεδονίας, πλούσια σε αμπέλια, διεκδικεί «δικαιωματικά» τον δικό της ρόλο, σίγουρα σημαντικό, στην ιστορική εξέλιξη του ελληνικού αμπελώνα και κατ’ ακολουθίαν του ελληνικού κρασιού. Παράλληλα όμως τη δική της θέση έχει κερδίσει στην παράδοση και στην ιστορία του μακεδονικού και γενικότερα του ελληνικού κρασιού η οικογένεια Μπουτάρη έπειτα από τέσσερις γενιές αδιάλειπτης παρουσίας στην «ευωχία» και στις προτιμήσεις της ελληνικής κοινωνίας.


Το πρώτο οινοποιείο της οικογένειας Μπουτάρη δημιουργείται στη Νάουσα το 1879, αν και σύμφωνα με την προφορική παράδοση της οικογένειας η παρουσία της στο κρασί χρονολογείται από το 1865. Η καταγωγή της οικογένειας εντοπίζεται στο Νυμφαίο της Φλώρινας, στη Δυτική Μακεδονία και στη Μοσχόπολη της Ηπείρου. Ο Γιάννης Μπουτάρης ­ ο φερόμενος ως ιδρυτής ­ γεννημένος το 1854 μετεγκαθίσταται από το Νυμφαίο στη Νάουσα. Την εποχή εκείνη «κύρια αντικείμενα της δραστηριότητας της ήταν τα φημισμένα κρασιά της Νάουσας και των γύρω περιοχών αλλά και η ρακή καθώς και το μετάξι, προϊόν δραστηριότητας με την οποία καταπιάνονταν παράλληλα όλοι οι αμπελουργοί».


Από το 1879 ως και περίπου το 1900 ο Μπουτάρης ασχολείται κυρίως με το εμπόριο του κρασιού και οινοποιεί μικρές ποσότητες σταφυλιών, παράγοντας κυρίως ρακή. Από τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα η εταιρεία αρχίζει να αναπτύσσεται με ταχείς ρυθμούς και το 1906 κτίζεται η πρώτη ιδιόκτητη αποθήκη-οινοποιείο στη Νάουσα, ενώ η έδρα της οικογενειακής επιχείρησης μεταφέρεται στη Θεσσαλονίκη. Από τα πρώτα κιόλας βήματα της επιχείρησης η εξαγωγική δραστηριότητα αποτελεί μία από τις βασικές συνιστώσες στην ανάπτυξή της. Το κρασί της μεταφέρεται στη Μασσαλία, στην Αίγυπτο, στην Κωστάντζα, στην Κωνσταντινούπολη και σύμφωνα με το οικογενειακό αρχείο ως και την Ιαπωνία!


* Εμφιάλωση πάντοτε


Ο Γιάννης Μπουτάρης το 1912 χάνει και τα τρία παιδιά του και αποκτά το τέταρτο, τον Στέργιο, το 1913. Αμεσος συνεργάτης του είναι ο αδελφός της γυναίκας του Κ. Νιτσιώτας, ο οποίος διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο στη διατήρηση της συνέχειας, καλύπτοντας έτσι το κενό της δεύτερης γενιάς. Η οινοποιητική εταιρεία ονομάζεται «Ι. Μπουτάρη & Σία – Παλαιοί Οίνοι Νάουσας & Ρακή».


Ενα όμως από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία στην ιστορική εξέλιξη της οινοποιίας Μπουτάρη αποτελεί το γεγονός ότι σχεδόν από τα πρώτα βήματά της ­ περί το 1880 ­ και σε ολόκληρη τη διαδρομή της η παραγωγή της είναι ταυτισμένη με την εμφιάλωση. Σε εποχές μάλιστα που η χύμα διακίνηση του κρασιού αποτελούσε τον κανόνα.


Αναφορικά με τη διακίνηση του κρασιού την προπολεμική περίοδο αξίζει να σημειωθεί ότι διακινούνταν στα αστικά και στα ημιαστικά κέντρα χύμα μέσω των παντοπωλείων. Οπως αναφέρεται σχετικά «μέχρι του 1897 οι οινοπώλαι και οινοπαντοπώλαι αποτέλουν κοινήν επαγγελματικήν ένωσιν υπό τον τύπον εταιρείας και υπό την επωνυμίαν εταιρεία των οινοπαντοπωλών».


Ακολούθως οι οινοπώλες συγκρότησαν ξεχωριστή οργάνωση και περί τα τέλη του 19ου αιώνα «αρχίζει κάποια ανησυχία του κόσμου διά τη νοθείαν των κρασιών. Διάφοροι πρακτικοί οινοπώλαι εχρησιμοποιούν διάφορα μέσα προς θεραπείαν των βεβλαμμένων οίνων, παρά την κρατούσαν σήμερον γνώμην ότι τότε τα βεβλαμμένα κρασιά τα έχυνον. Τα έχυνον όταν γιατροσόφια απετύγχανον. Διάφορα αντισηπτικά ήσαν εις ελευθέραν χρήσιν, στυπτηρίαν, σαμπελικόν οξύ και κινίνην προσέθετον διά να δώσουν πικράν γεύσιν εις τους απομείναντας γλυκείς οίνους» (Οι οινοπώλαι Αθηνών, Αθήναι 1934).


Προς τούτο μάλιστα είχαν συγκροτήσει συνεταιρισμό και διέθεταν ακόμη και οινολογικό εργαστήριο. Στη διάρκεια μάλιστα του Μεσοπολέμου έκαναν μεγάλη προσπάθεια για να κερδίσουν και πάλι την εμπιστοσύνη των Αθηναίων, που είχε χαθεί λόγω της νοθείας.


Είναι όμως την ίδια περίοδο που το κρασί της επιχείρησης Μπουτάρη, εμφιαλωμένο, διακινείται πλέον ­ μετά το 1922 ­ στις περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης αλλά και πολύ μικρές ποσότητες στην περιοχή της Αθήνας. Το 1935 επικεφαλής της εταιρείας αναλαμβάνει ο Στέλιος Μπουτάρης, σε νεαρή ηλικία, μόλις 22 χρόνων. Η επωνυμία της εταιρείας αλλάζει και πάλι. Τώρα πια μετονομάζεται σε «Ιωάννου Μπουτάρη Υιός – Οίνοι – Ποτά».


Ο νεαρός Μπουτάρης φιλόδοξος, ανήσυχος και ενεργητικός, όπως χαρακτηρίζεται σχετικά, επεκτείνει τις δραστηριότητες της επιχείρησης τόσο προς την Αθήνα όσο και προς το εξωτερικό. Το 1939 πεθαίνει ο πατέρας του και δύο χρόνια αργότερα έρχεται η Κατοχή. Οι Γερμανοί κατάσχουν τα κρασιά που βρίσκονταν στις αποθήκες και η εταιρεία ουσιαστικώς υπολειτουργεί. Η περιορισμένη δραστηριότητά της αφορά μόνο μικρές ποσότητες ούζου.


Μετά την Απελευθέρωση η ζωή αρχίζει σιγά σιγά ­ με πολλές δυσκολίες ­ να ξαναβρίσκει τον κανονικό ρυθμό της. Η παραγωγή της εταιρείας Μπουτάρη μοιράζεται σε ούζο και κρασί. Από το μέσον της δεκαετίας του 1950 γίνονται οι πρώτες εξαγωγές στις ΗΠΑ και στον Καναδά και περιορισμένων ποσοτήτων ούζου στη Γερμανία. Και στο τέλος της ίδιας δεκαετίας δημιουργούνται το δεύτερο οινοποιείο στη Νάουσα και κέντρο διακίνησης στη Θεσσαλονίκη. Τότε ο Στέλιος Μπουτάρης διαπιστώνει πως η γερμανική αγορά μπορεί να απορροφήσει μεγάλες ποσότητες ούζου, αλλά οι υψηλοί δασμοί καθιστούν τις εξαγωγές στη Γερμανία απαγορευτικές. Παίρνει έτσι τη μεγάλη απόφαση να δημιουργήσει μαζί με γερμανούς συνεργάτες του ποτοποιία στο Αμβούργο. Η διάρκεια ζωής της νέας επιχείρησης ήταν μόλις 6-7 χρόνια, δηλαδή ώσπου έπεσαν οι δασμοί και ήταν πιο συμφέρουσα η εξαγωγή στη Γερμανία, παρά η παραγωγή.


* Η νίκη του κρασιού


Η δεκαετία του 1950 όμως είναι ίσως η πιο παραγωγική για την επιχείρηση Μπουτάρη. Το κρασί κερδίζει σημαντικό μέρος στις προτιμήσεις των καταναλωτών έναντι του ούζου. Η στρατηγική της εταιρείας αναπροσαρμόζεται. Ο Στέλιος Μπουτάρης κατορθώνει να στήσει πανελλαδικό δίκτυο διανομής κρασιού και να κερδίσει τη φήμη που ακολουθεί την εταιρεία του ως σήμερα. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι αυτή την περίοδο κερδίζει τον τίτλο του προμηθευτή της βασιλικής αυλής και το εξαγωγικό δίκτυό του εκτείνεται σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, εκτός από τις ΗΠΑ.


Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 η φυλλοξήρα απειλεί να καταστρέψει τον αμπελώνα της Νάουσας και τότε παίρνει την απόφαση να στραφεί και στην αμπελοκαλλιέργεια, μαζί πλέον με τους γιους του Γιάννη και Κωνσταντίνο. Η επιλογή αυτή είναι καθοριστική για τη μετέπειτα εξέλιξη της επιχείρησης. Είναι μάλιστα ο πρώτος που παράγει και εμφιαλώνει κρασί με ελληνικές γεωγραφικές ενδείξεις. Παράλληλα δημιουργεί το οινοποιείο στη Θεσσαλονίκη και το 1976 το τέταρτο οινοποιείο στη Στενήμαχο της Νάουσας.


Το 1978 οι επιχειρηματικές δραστηριότητες της οικογένειας στρέφονται και προς την εισαγωγή αλκοολούχων ποτών. Τα δεδομένα στη κατανάλωση έχουν αλλάξει. Η δεκαετία του 1980 είναι καθοριστική για την εξέλιξη της επιχείρησης. Κερδίζει την πρώτη θέση στην αγορά του εμφιαλωμένου κρασιού, το 1987 εισάγεται η εταιρεία στο Χρηματιστήριο και ως το 1991 μέσω της United Distillers Boutari κερδίζει το 30% της αγοράς των αλκοολούχων ποτών. Το 1991 αποκτά την ιστορική οινοποιία Καμπά μέσω της Εθνικής Τράπεζας ­ τον ίδιο χρόνο πεθαίνει ο Στέλιος Μπουτάρης ­ και το 1992 αποχωρώντας από τη United Distillers Boutari δραστηριοποιείται στην αγορά της μπίρας, εξαγοράζοντας τη Henninger από την BSN.


Από εκεί και μετά αρχίζουν τα προβλήματα. Στο διάστημα 1992-95 η συνολική κατανάλωση κρασιού μειώνεται κατά 30%-35%, αλλάζει ο ΦΠΑ, η αγορά της μπίρας αποδεικνύεται εξαιρετικά δύσκολη και τα χρέη για την ανάπτυξη του Καμπά τρέχουν. Στο διάστημα 1995-98 η επιχείρηση Μπουτάρη βρίσκεται σε σοβαρή κρίση, η οποία κινδυνεύει να τινάξει στον αέρα προσπάθειες πολλών δεκαετιών. Από τον Μάιο του 1997 αλλάζει η στρατηγική στον τομέα των κρασιών, η εταιρεία αποκτά αμπελώνες και οινοποιεία σε αρκετές περιοχές της Ελλάδας, δημιουργείται η Ζυθοποιία Βορείου Ελλάδος αλλά και οι δρόμοι των δύο αδελφών, Γιάννη και Κωνσταντίνου, χωρίζουν. Η επιχείρηση με τα δικά της brands παραμένει στον κ. Κ. Μπουτάρη. Με απανωτές αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου και ρυθμίσεις με τις τράπεζες η κατάσταση αλλάζει. Εφέτος μάλιστα ο όμιλος θα παρουσιάσει πωλήσεις ύψους 21 δισ. δρχ. και η διοίκησή του ευελπιστεί πως το 2001 θα έχει και σημαντική κερδοφορία.


Περισσότερα από 120 χρόνια από την πρώτη εμφάνιση της οικογένειας στο κρασί, και το όνομα Μπουτάρη ­ γυρίζοντας τρεις αιώνες ­ συνεχίζει να ταξιδεύει στον κόσμο της ευωχίας, με τη σημερινή γενιά, την τέταρτη κατά σειρά, να προσπαθεί να κερδίσει το στοίχημα του αγνώστου 21ου αιώνα.