Κατά την προεκλογική περίοδο έγινε φανερό ότι το σημείο ενδιαφέροντος των πολιτικοοικονομικών συζητήσεων ήταν το αυξημένο ποσοστό ανεργίας. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης χρησιμοποίησαν το υψηλό ποσοστό ανεργίας ως επιχείρημα για να δείξουν την, κατά τη γνώμη τους, αποτυχία της κυβέρνησης στον οικονομικό τομέα. Η κυβέρνηση υποστήριξε ότι μετά τις μεγάλες επιτυχίες της στον οικονομικό τομέα και την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ, έρχεται η ώρα του κράτους πρόνοιας που θα στρέψει την προσοχή του και τις δυνάμεις του προς τη μείωση της ανεργίας, την αύξηση των χαμηλών εισοδημάτων κλπ.


Είναι αλήθεια ότι το δράμα της καπιταλιστικής κοινωνίας παίζεται στην αγορά εργασίας. Καπιταλισμός χωρίς ανεργία είναι ακατανόητο, όπως περίπου ο σαιξπηρικός Αμλετ χωρίς τον πρίγκιπα της Δανιμαρκίας.


Ακόμη και αν η αυριανή κυβέρνηση επιτύχει να μειώσει σημαντικά το ποσοστό ανεργίας τα επόμενα χρόνια, αυτό θα είναι προσωρινό και ύστερα από λίγο η ανεργία θα κάνει και πάλι την εμφάνισή της.


Η ατελής ροή πληροφοριών στην αγορά εργασίας, οι αλλαγές στη διάθρωση της οικονομίας, οι αλλαγές στην τεχνολογία της παραγωγής, η μετανάστευση, η πτώση του ρυθμού αύξησης του εγχωρίου προϊόντος είναι οι βασικοί παράγοντες που εμποδίζουν την επίτευξη μόνιμης κατάστασης πλήρους απασχόλησης. Ακριβώς γι’ αυτούς τους λόγους είναι πάντοτε αναγκαία η παρέμβαση του κράτους για να διευκολύνει την επίτευξη εκείνων των όρων που επιτρέπουν τη μείωση της ανεργίας. Ο βασικός παράγοντας που μειώνει την ανεργία είναι η αύξηση του προϊόντος.


Ο αμερικανός καθηγητής Arthur Okun πριν από πολλά χρόνια (το 1962) διετύπωσε τη σχέση μεταξύ μεταβολής του ΑΕΠ και μεταβολής της ανεργίας που έκτοτε αναφέρεται ως νόμος του Okun. Σύμφωνα με τον νόμο του Okun, που είναι μια εμπειρική σχέση, για κάθε αύξηση δύο ποσοστιαίων μονάδων στο ΑΕΠ το ποσοστό ανεργίας μειώνεται κατά μία μονάδα. Η σχέση αυτή ίσχυε για την αμερικανική οικονομία. Για την ελληνική οικονομία, που παρουσιάζει μεγαλύτερες δυσκαμψίες και μικρότερη κινητικότητα στην αγορά εργασίας, είναι πιθανό η μείωση της ανεργίας κατά μία ποσοστιαία μονάδα να απαιτεί 2,5 ή 3 ποσοστιαίες μονάδες αύξησης του ΑΕΠ.


Αυτό σημαίνει ότι η μείωση της ανεργίας θα απαιτήσει σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης και χρόνο. Αν, για παράδειγμα, το ΑΕΠ αυξηθεί κατά 5% στη διάρκεια του 2000 η ανεργία θα μειωθεί περίπου στο 10% (αν σήμερα είναι 11,8%). Κατά συνέπεια η μείωση της ανεργίας σε ένα ανεκτό ποσοστό, π.χ. 6%, θα απαιτήσει τρία τουλάχιστον χρόνια. Αν ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ είναι μικρότερος, θα απαιτηθεί ακόμη μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Αυτά φυσικά εφόσον δεν συμβούν άλλα σημαντικά γεγονότα που θα χειροτερεύσουν ή θα βελτιώσουν την κατάσταση.


Οι πρόχειροι αυτοί υπολογισμοί δείχνουν ότι η κυβέρνηση, που θα προέλθει από τις εκλογές που διεξάγονται σήμερα, έχει μπροστά της ένα σημαντικό και δύσκολο έργο, δηλαδή να οδηγήσει την οικονομία σε έναν ρυθμό ανάπτυξης που η Ελλάδα δεν έχει γνωρίσει τα τελευταία 30 χρόνια.


Υπάρχουν πολλές αμφιβολίες για το αν ρυθμοί ανάπτυξης του ΑΕΠ του 5% είναι εφικτοί στα πλαίσια της ελληνικής οικονομίας. Αλλά ποτέ δεν μπορεί κανείς να προβλέψει το μέλλον με ακρίβεια, ούτε πρέπει να αποκλείουμε το επιθυμητό.


Ο κ. Θ. Π. Λιανός είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.