Το απόγευμα εκείνο της 3ης Ιουνίου 1995 ο Ρικάρντο Μούτι, μουσικός διευθυντής, τότε, της Σκάλας του Μιλάνου, βρισκόταν στη σκηνή και «περνούσε» την «Τραβιάτα» στο πιάνο αγνοώντας ότι κάπου παραπέρα η ορχήστρα του θεάτρου κήρυττε αιφνιδίως απεργία τινάζοντας στον αέρα, την τελευταία στιγμή, την πολυαναμενόμενη πρεμιέρα που επρόκειτο να δοθεί το ίδιο βράδυ.
Λίγες ώρες αργότερα, και παρά τη σχετική ενημέρωση, το κοινό είχε κατακλύσει το θέατρο απαιτώντας να ξεκινήσει η παράσταση.
Ο μαέστρος παρακολουθούσε τις έντονες αντιδράσεις του κόσμου από το κλειστό κύκλωμα στο καμαρίνι του νιώθοντας ταπεινωμένος και ανίσχυρος. Ηθελε να βγει να μιλήσει στους θεατές, αφού μάλιστα πίστευε ότι το να τιμωρείς αυτούς δεν είναι ο σωστός τρόπος διαμαρτυρίας. Εμφανίστηκε λοιπόν στη σκηνή και δείχνοντας την άδεια τάφρο της ορχήστρας είπε: «Ενας μαέστρος χωρίς ορχήστρα είναι μουγγός». Ο Μούτι διέκοψε τη φράση του στη μέση ασυναίσθητα, αναμένοντας τις –συνήθεις στα ιταλικά λυρικά θέατρα –θορυβώδεις διαμαρτυρίες του κόσμου. Ωστόσο ουδείς αντέδρασε: νεκρική σιγή απλωνόταν στην πλατεία και στα θεωρεία. Κι εκεί που όλοι περίμεναν να συνεχίσει λέγοντας «και τώρα πηγαίνετε στο σπίτι σας», ο μαέστρος τους ξάφνιασε. «Αν θέλετε», τους είπε, «θα παίξω μόνος μου τη μουσική στο πιάνο».
Το κοινό δέχθηκε την πρόταση με παρατεταμένα χειροκροτήματα και λίγη ώρα αργότερα, αφού το πιάνο μεταφέρθηκε εν μέσω διαφόρων κωμικοτραγικών συμβάντων, η αυλαία άνοιγε με τους χορευτές του μπαλέτου γύρω του να δημιουργούν μια ατμόσφαιρα παρισινού σαλονιού του 19ου αιώνα.
Μόνον αφότου άρχισε η παράσταση ο Μούτι αντιλήφθηκε τη δυσκολία του εγχειρήματος. Ωστόσο η βραδιά συνεχίστηκε και –με την επέμβαση, ίσως, του πνεύματος του Βέρντι –όλα πήγαν καλά. Το φινάλε δόθηκε μέσα σε κλίμα διονυσιακού θριάμβου, με το κοινό να παραληρεί χειροκροτώντας και φωνάζοντας ρυθμικά το όνομα του μαέστρου. Λίγο αργότερα η είδηση έκανε τον γύρο του κόσμου.
«Δεν είναι ακόμα γνωστός σε βάθος»
Το παραπάνω περιστατικό είναι ένα μόνο από όσα περιγράφει με τρόπο κινηματογραφικό ο Ρικάρντο Μούτι στο νέο του βιβλίο με τίτλο «Verdi, l’ Italiano» (Βέρντι, ο Ιταλός), που μόλις κυκλοφόρησε εν όψει της επετείου των 200 χρόνων από τη γέννηση του συνθέτη, το 2013. Το βιβλίο αυτό, σε επιμέλεια του δημοσιογράφου-συγγραφέα Αρμάντο Τόρνο, αποτελεί το προοίμιο: ο μεγαλύτερος εν ζωή βερντιανός μαέστρος κηρύσσει την επίσημη έναρξη του εορτασμού στην Ιταλία με μία διάλεξη στο Πανεπιστήμιο Sapienza της Ρώμης και με την πολυαναμενόμενη νέα παραγωγή του «Σιμόν Μποκανέγκρα» στην Οπερα της ιταλικής πρωτεύουσας, όπου ο ίδιος διατηρεί τη θέση του ισόβιου επίτιμου διευθυντή.
Προκαλεί ίσως έκπληξη το γεγονός ότι, παρά την αγάπη και την εις βάθος ενασχόλησή του με τον Βέρντι, ο Μούτι διευθύνει για πρώτη φορά τη συγκεκριμένη όπερα. Ο ίδιος εξηγεί τον λόγο στο βιβλίο του: «Ηταν πολύ δύσκολο να βρω τραγουδιστές του επιπέδου που απαιτεί η γραφή του συνθέτη. Ωστόσο, αποφάσισα να προσαρμοστώ καθώς συνειδητοποίησα ότι ήταν ανώφελο να περιμένω άλλο».
Το βιβλίο του Ρικάρντο Μούτι –που ακολουθεί την άκρως επιτυχημένη αυτοβιογραφία του «Prima la musica, poi le parole» (Πρώτα η μουσική, μετά οι λέξεις), τίτλος εμπνευσμένος από τη μονόπρακτη όπερα του Α. Σαλιέρι, η οποία κυκλοφόρησε το 2010 –λειτουργεί σε πολλά επίπεδα: απευθύνεται εξίσου στον ιταλό και στον «ξένο» αναγνώστη, στον μυημένο και στον αμύητο.
«Ο Βέρντι είναι ο μουσικός της Ζωής και σίγουρα υπήρξε ο μουσικός της δικής μου ζωής» γράφει ο μαέστρος. «Είναι ένας συνθέτης απολύτως ικανός να απογυμνώσει και να μιλήσει για τα πάθη και τον πόνο μας, για τις ευχές και τα ελαττώματά μας κι αυτός είναι ένας από τους λόγους της παγκοσμιότητάς του: θα είναι για πάντα επίκαιρος. Οσο ο άνθρωπος έχει τα ίδια χαρακτηριστικά και δεν μοιάζει με φιγούρα του «Σταρ Τρεκ», κάθε γενιά θα ανακαλύπτει στη μουσική του Βέρντι μία κουβέντα παρηγοριάς».
Ο Μούτι θυμίζει τις φράσεις του Γκαμπριέλε Ντ’ Ανούντσιο στην «Ηλέκτρα», μετά τον θάνατο του Βέρντι: «Εδωσε φωνή στην ελπίδα και στο πένθος/ Εκλαψε και αγάπησε για όλους». Οσο για το πώς θα μπορούσε να τιμηθεί με τον καλύτερο τρόπο ο συνθέτης 200 χρόνια μετά τη γέννησή του, ο μαέστρος υποστηρίζει πως δεν αρκεί η εκ νέου παρουσίαση των έργων του. Αυτό που πραγματικά χρειάζεται είναι η περαιτέρω εμβάθυνση στη μελέτη του. «Αντιθέτως απ’ ό,τι μπορεί να πιστεύει κάποιος, ο πιο αγαπημένος συνθέτης όπερας απέχει ακόμα από το να είναι γνωστός εις βάθος. Το έργο του Βέρντι μένει ακόμα να εκτιμηθεί στις διαστάσεις του. Με αυτή την έννοια, είναι ο συνθέτης του μέλλοντος», γράφει.

Νήπιο στην «Αΐντα», ήρωας στον «Ναμπούκο»
Στο βιβλίο του ο Ρικάρντο Μούτι εξηγεί, μεταξύ άλλων, το πώς και το γιατί ο Βέρντι έμελλε να γίνει ο συνθέτης της δικής του ζωής: η «Αΐντα» ήταν η πρώτη όπερα στην οποία τον πήγαν οι γονείς του σε ηλικία τριών ετών, στο ιστορικό θέατρο Πετρουτσέλι του Μπάρι, ο «Οθέλλος» ήταν η πρώτη όπερα που θυμάται να έχει παρακολουθήσει –περίπου δέκα χρόνια αργότερα -, ενώ με τον Βέρντι άρχισε και η καριέρα του, αφού οι «Masnadieri» ήταν η πρώτη όπερα την οποία διηύθυνε ως μουσικός διευθυντής του Μουσικού Φλωρεντινού Μαΐου το 1969. Το περίφημο πρώτο «μπις» του «Va’ pensiero» στη Σκάλα του Μιλάνου το 1986 –ο «Ναμπούκο» σηματοδότησε την έναρξη της θητείας του ως μουσικού διευθυντή εκεί, θέση στην οποία παρέμεινε ως το 2005 -, που προκάλεσε ενθουσιασμό στο κοινό αλλά και πολλές συζητήσεις στον Τύπο για αρκετό καιρό αργότερα, όπως και το πασίγνωστο, πλέον, «μπις» του ίδιου χορωδιακού στην Οπερα της Ρώμης τον Μάρτιο του 2011 που απετέλεσε έναν σύγχρονο θούριο κατά των περικοπών τής τότε ιταλικής κυβέρνησης στα κονδύλια για τον Πολιτισμό (το σχετικό βίντεο στο YouTube γνώρισε μεγάλη δημοτικότητα και στη χώρα μας) περιγράφονται με τρόπο γοητευτικό.

πότε & πού:
Το βιβλίο του Ρικάρντο Μούτι «Verdi, L’ Italiano» κυκλοφορεί στα ιταλικά από τις εκδόσεις Rizzoli. Η διάλεξη του μαέστρου με θέμα τον «Σιμόν Μποκανέγκρα» στο Πανεπιστήμιο Sapienza της Ρώμης θα δοθεί στις 26/11, ενώ η πρεμιέρα του ίδιου έργου στην Οπερα της Ρώμης (www.operaroma.it) θα δοθεί στις 27/11. Θα ακολουθήσουν παραστάσεις στις 29/11 και 1, 4, 6, 9 και 11/12. Τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Αντριαν Νομπλ και τον ρόλο του τίτλου ερμηνεύουν σε διπλή διανομή οι βαρύτονοι Γκ. Πετεάν και Ντ. Σολάρι.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ