Τι σημαίνει ανεκτικότητα; Πόσο ανεκτική μπορεί να είναι μια κοινωνία; Ποιες είναι οι σημερινές μορφές ανεκτικότητας και μέσα από ποιους κοινωνικούς και πολιτικούς σχηματισμούς εκφράζονται; Μπορούμε άραγε να ανεχόμαστε ακόμη και το μη ανεκτό και σε ποιο επίπεδο; Το ατομικό ή το θεσμικό; Τα παραπάνω είναι μόνο μερικά από τα ερωτήματα που θέτει το βιβλίο «Περί ανεκτικότητας» του Μάικλ Ουόλζερ, καθηγητή στο Institute for Advanced Study του Πανεπιστημίου του Πρίνστον.


Ο Ουόλζερ ανήκει στους διανοουμένους και στους πολιτικούς θεωρητικούς της λεγομένης φιλελεύθερης Αριστεράς στις ΗΠΑ, αντίστοιχης, θα λέγαμε, της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας των ημερών μας, αλλά σε πολλά πολύ πιο ριζοσπαστικής. Επομένως ο αναγνώστης θα πρέπει να έχει κατά νου πως το κεντρικό παράδειγμα στο βιβλίο του Ουόλζερ αποτελούν οι Ηνωμένες Πολιτείες, όχι μόνο γιατί είναι η κατ’ εξοχήν υβριδική κοινωνία, αλλά και επειδή, ως τέτοια, προσφέρει τις πλέον ακραίες εκφάνσεις ανεκτικότητας από τη μια και καταστολής από την άλλη.


Μια κοινωνία υβριδική ­ και άρα πολυεθνική, πολυπολιτισμική και «οριζόντια» όπως οι ΗΠΑ ­ είναι επόμενο να περιορίζει το βάθος του ιστορικού πεδίου και να ανοίγει ταυτοχρόνως τον ορίζοντά του. Αν μάλιστα σκεφθεί κανείς πως ο ατομισμός αποτελεί το κυρίαρχο ιδεολόγημά της και πως σήμερα διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά της αυτοκρατορικής συμπεριφοράς, αντιλαμβάνεται και τη συχνά ακατανόητη μετατόπιση των εννοιολογικών ορίων κάποιων λέξεων τη σημασία των οποίων ως χθες θεωρούσαμε περίπου αυτονόητη, όπως: έθνος, κράτος, ομάδα, κοινότητα, διαφορά, κριτική και αξία. Για τον ορισμό και τον τρόπο πρόσληψης των παραπάνω εννοιών διεξάγεται τελευταία ένας «πόλεμος» ανάμεσα στους διανοουμένους της Δύσης, που σε γενικές γραμμές ορίζεται από τη σύγκρουση δύο προτύπων: εκείνου της οργανικής κοινωνίας και παιδείας, όπως και του πολιτισμού που με μία λέξη αποκαλούμε νεωτερικότητα, και εκείνου της πολυπολιτισμικής, υβριδικής και οριζόντιας κοινωνίας της «ισοτιμίας» ή του πνευματικού σχετικισμού, όπου το ζήτημα της σημασίας και της αξίας καθίσταται θέμα διαφοράς φωτισμού ή μετατόπισης της οπτικής γωνίας. Για το αν ο διάλογος ή η σύγκρουση φέρουν κάποιο αποτέλεσμα, δεν μπορεί να είναι κανείς βέβαιος. Το σίγουρο πάντως είναι ότι, προς το παρόν τουλάχιστον, στον διάλογο παρεισφρέει ο αναχρονισμός μέσω ποικίλων εκφράσεων φανατισμού και βίας, που καθιστούν τα όποια ερμηνευτικά δεδικασμένα απλές υποσημειώσεις σε ένα κείμενο χωρίς όρια και δίχως άξονα.



Η συζήτηση για τα ζητήματα αυτά έχει αρχίσει και στη χώρα μας, αφού η Ελλάδα την τελευταία εικοσαετία έπαψε να είναι χώρα που στέλνει μετανάστες στο εξωτερικό και μεταβλήθηκε σε τόπο υποδοχής μεταναστών. Αυτό σημαίνει πως ερευνώντας την κατάσταση που διαμορφώνεται στην ελληνική κοινωνία θα πάψουμε να ορφαλοσκοπούμε, γιατί παρατηρώντας τον εαυτό μας θα βλέπουμε, αναγκαστικά, κάποια ίχνη του έτερου ή του άλλου ­ και αυτός ο άλλος θα είναι διαφορετικός. Υποθέτει κανείς εύλογα πως κάτι τέτοιο θα μας προσφέρει τη δυνατότητα να αντιληφθούμε ουσιαστικότερα τις προ-εθνικές ελληνικές κοινωνίες, και ίσως λόγω παράδοσης η αίσθηση της ιστορικότητας, που ατονεί στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο, εδώ να ενισχυθεί προς όφελος της δημοκρατίας.


Γι’ αυτό βιβλία σαν του Ουόλζερ είναι από πολλές πλευρές χρήσιμα. Θέτουν ερωτήματα που σύντομα θα μας απασχολήσουν και μάλιστα έντονα. Λ.χ. πώς το ηρακλείτειο δόγμα που αποτελεί αξίωμα της σημερινής Ευρώπης «ενότητα μέσω της διαφοράς» μπορεί να έχει αξία και ισχύ, όταν βλέπουμε την Ευρώπη να υιοθετεί έναν από πολλές πλευρές επικίνδυνο κορπορατισμό και τα λεγόμενα θεσμικά όργανά της να είναι ισχυρότερα από τους εκλεγμένους εκπροσώπους της; Ή, για να το γενικεύσουμε: τι συμβαίνει όταν η τεχνολογία μετατρέπεται στο νέο πεδίο εφαρμογής του κοινωνικού δαρβινισμού και οι αρχές του Διαφωτισμού δεν αναπροσαρμόζονται αλλά χρησιμοποιούνται ως προσχήματα, όταν δεν διασύρονται;


Η ανεκτικότητα προϋποθέτει την ανάδειξη της τοπικής κοινωνίας σε πολιτισμικό και κοινωνικό κύτταρο. Αλλά σήμερα η τοπική κοινωνία ηττάται παντού και μάλιστα τα ιδεολογικά όπλα που χρησιμοποιούνται εναντίον της υποκριτικά παρουσιάζονται ως συστατικά του περιεχομένου της. Γι’ αυτό άλλωστε πολύ συχνά η τοπική κοινωνία δεν αποτελεί πολιτισμική μονάδα, αλλά εμφανίζεται ως τμήμα του μεταβιομηχανικού φολκλόρ.


Οι αντιφάσεις αυτές παρουσιάζονται ανάγλυφες στο βιβλίο του Ουόλζερ, για τούτο και ο συγγραφέας υποστηρίζει πως «δεν μπορούμε να είμαστε σταθεροί υπερασπιστές της πολυπολιτισμικότητας ή του ατομισμού· δεν μπορούμε ποτέ να είμαστε απλώς κοινοτιστές ή φιλελεύθεροι ή νεωτερικοί ή μετανεωτερικοί, αλλά πρέπει να είμαστε τώρα το ένα, μετά το άλλο, όπως απαιτεί η ισορροπία».


Στα παραπάνω θα μπορούσε κανείς να συμφωνήσει, αφού προκρίνουν ένα ιδεώδες πρότυπο συνύπαρξης και δράσης. Ωστόσο το είδος, το βάθος και η μορφή των παραδόσεων φωτίζουν με διαφορετικό τρόπο αυτές τις έννοιες και, το κρισιμότερο, δημιουργούν διαφορετικά αξιολογικά πεδία. Γιατί οι κοινωνίες που προϋπήρξαν μπορεί μεν να έχουν χαθεί, αλλά κάτι έχουν αφήσει πίσω τους. Συχνά εκείνα που φαινομενικά εξαφανίστηκαν επανέρχονται και αλλάζουν κάποιες φορές με δραματικό τρόπο το παρόν, αποδεικνύοντάς μας πως στην πραγματικότητα ένα πολύ μεγάλο μέρος του πολιτισμού και της ιστορίας υποφώσκει. Τότε η μεταφυσική του δόγματος παίρνει την εικόνα του πραγματικού κόσμου, η αίρεση γίνεται θεσμός και το παρόν όμηρος του παρελθόντος.


Θα πρέπει να σημειώσουμε ακόμη πως τα όρια ανάμεσα στην ετερότητα και στη διαφορά είναι ασαφή. Η λέξη «ετερόδοξος», π.χ., δεν είναι μόνο κοσμική αλλά και θρησκευτική έννοια. Αφού χωρίς διαφορά δεν είναι δυνατόν να υπάρξει ανεκτικότητα και αφού η ανεκτικότητα είναι έκφραση της ισχύος (ένα δικαίωμα που παραχωρείται), το ζήτημα καταλήγει στην προσπάθεια για την αποδυνάμωση της θεσμοποιημένης ισχύος ή στην πολυδιάσπαση της δύναμης, προκειμένου να επέλθει η ισορροπία. Τότε όμως αναπτύσσονται φυγόκεντρες τάσεις, ενίοτε με καταστροφικά αποτελέσματα.


Ετσι αναρωτιέται κανείς γενικότερα: ποια κατάκτηση είναι σημαντικότερη, τα δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη ή το δικαίωμα να είναι κανείς διαφορετικός; Ούτως ή άλλως, τα πρώτα περιέχουν και το δεύτερο. Σε μια άλλη αναγωγή τα ατομικά δικαιώματα είναι δικαιώματα και της ομάδας και της κοινότητας και στην πραγματικότητα εγγύηση της δημιουργίας και της ύπαρξής τους.


Οι προβληματισμοί περί ανεκτικότητας, διαφορετικότητας κτλ. αγγίζουν ένα σημαντικό τμήμα της ελληνικής παράδοσης, όπου ο πολίτης είναι η μείζων αξία, ο ξένος πρόσωπο ιερό και το ατομικό συμφέρον υποταγμένο στο συμφέρον της πόλης. Τόσο αυτονόητα, απλά και κοινότοπα. Εννοείται πως στη μεταβιομηχανική κοινωνία τής σήμερον τα δεδομένα της συζήτησης υπαγορεύονται εκ των έξω και αν πρόκειται ­ όπως και είναι αναγκαίο ­ να διεξαχθεί η συζήτηση, πρέπει κανείς να τα δεχθεί, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν θα τα κρίνει. Λ.χ. η λέξη «έθνος» έχει διαφορετικό νόημα στη χώρα μας από ό,τι στην υπόλοιπη Δύση, όπως επίσης και άλλοι κρίσιμοι όροι που χρησιμοποιούνται κατά κόρον σήμερα διεθνώς. Η «διαφορά» αυτή δεν έχει προβληθεί όπως και όσο θα έπρεπε τόσο εντός όσο και εκτός Ελλάδος. Ισως οι κοινότητες των οικονομικών μεταναστών που δημιουργούνται σιγά σιγά στα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας να βοηθήσουν στην ανάπτυξη ενός προβληματισμού ο οποίος ταυτόχρονα θα βοηθούσε και στην καλλιέργεια της αυτογνωσίας μας. Η Ελλάδα θα μπορούσε να είναι η λιγότερο μεταμοντέρνα και η πιο ανεκτική ταυτοχρόνως κοινωνία της Δύσης. Το παράδειγμα επιπλέον των ελληνικών κοινοτήτων θα είχε τη δύναμη να πει πολλά ­ και σε πολλούς ­ διαψεύδοντας επί παραδείγματι τον αφορισμό του Ουόλζερ πως «μόνο η εθνική πλειοψηφία δρα ως κοινότητα». Για τους λαούς της διασποράς, όπως οι Ελληνες και οι Εβραίοι, αυτό ασφαλώς και δεν ισχύει.


Το βιβλίο του Ουόλζερ είναι χρήσιμο, διαφωτιστικό και ερεθιστικό στα θέματα που θίγει και τα ερωτήματα που θέτει, προβληματικό συχνά στις λύσεις που προκρίνει και στις ερμηνείες που προτείνει, αλλά το ζήτημα της ανεκτικότητας είναι τεράστιο και κατά κάποιον τρόπο αυτό όπου συγκλίνουν οι σημερινές μορφές κοινωνικής αδικίας και καταπίεσης. Οντας βιβλίο «αμερικανικό» ενδέχεται να ξενίζει κάποτε τον μη επαρκώς πληροφορημένο για τα τεκταινόμενα στις ΗΠΑ αναγνώστη. Η αμερικανική εμπειρία, όσο κρίσιμη κι αν είναι, δεν αποτελεί υποχρεωτικά βάση εφαρμογών και θα έλεγε κανείς πως σε πολλά ζητήματα δεν θα πρέπει να είναι και βάση συμπερασμάτων. Γι’ αυτό και ο επιμελητής Νίκος Κοτζιάς ορθώς φρόντισε να εφοδιάσει το βιβλίο του Ουόλζερ με ένα αναλυτικό εισαγωγικό δοκίμιο, όπου όχι μόνο δίνονται συμπληρωματικές πληροφορίες και αναλύονται οι γενικότερες θεωρητικές συντεταγμένες της σκέψης του Ουόλζερ αλλά και ένας πλούτος στοιχείων από την ευρωπαϊκή εμπειρία ως αντίβαρο ή ανάπτυγμα των θέσεων του συγγραφέα.


Ο κ. Αναστάσης Βιστωνίτης είναι συγγραφέας.