Το 2002, όταν κυκλοφόρησε το The Lovely Bones της τότε 40χρονης Άλις Σέμπολντ, ο εκδοτικός οίκοςLittle, Brown and Company έπεσε από τα σύννεφα: Ένα βιβλίο προγραμματισμένο να πουλήσει λίγες χιλιάδες αντίτυπα παρέμεινε για περισσότερο από ένα χρόνο στη λίστα των bestseller των New York Times, προβληματίζοντας ιδιαίτερα τους βιβλιοκριτικούς τωνObserver,Guardianκαι New York Times, ενώ κάποιοι έσπευσαν να το συγκρίνουν με το κλασικό πλέον To Kill a Mockingbird της Χάρπερ Λι. Τι συνέβαινε με το The Lovely Bones;

Η πρωτοπρόσωπη μετά θάνατον αφήγηση της 14χρονης Σούζι είναι σίγουρα ένας από τους λόγους για το θόρυβο αυτό. Επιστρέφοντας από το σχολείο ένα βράδυ του Δεκεμβρίου, η Σούζι βιάζεται άγρια, δολοφονείται και τεμαχίζεται από ένα γείτονα υπεράνω κάθε υποψίας. Το διαμελισμένο σώμα της κρύβεται εκεί όπου κανείς δε θα μπορέσει ποτέ να το βρει.

Οι λεπτομερείς περιγραφές του περιστατικού από το ίδιο το θύμα, ένα ανήλικο κορίτσι, το οποίο είναι και το μόνο που γνωρίζει την αλήθεια, οι προσπάθειες να συμφιλιωθεί πρώτα η ίδια με το χαμό της κι εν συνεχεία να βοηθήσει τους δικούς της να τον ξεπεράσουν, οι περιγραφές του Παραδείσου, στον οποίο και καταλήγει – το The Lovely Bones είναι πράγματι ένα ιδιαίτερο βιβλίο.

Η αλήθεια είναι ότι λίγοι συγγραφείς εκτός της Σέμπολντ θα πραγματεύονταν την ανατριχιαστική θεματική του βιασμού και της στυγερής δολοφονίας μίας έφηβης με τόσο γλυκό τρόπο – ναι, γλυκό: Η μικρή Σούζι κλείνει τους λογαριασμούς με τα αδέρφια και τις φίλες της, παλεύει να συμφιλιώσει τους αποξενωμένους γονείς της, να εκφράσει για μία και μοναδική φορά τον έρωτα για τον όμορφο συμμαθητή της.Η αλήθεια, επίσης, είναι ότι ακόμη λιγότεροισυγγραφείς εκτός της Σέμπολντ θα καταπιάνονταν με το θέμα του Παραδείσου, θα περιέγραφαν με λεπτομέρεια μία άθεη ουτοπία, θα τολμούσαν να τον αντιπαραθέσουν με την επίγεια, εγκληματική κόλαση.

Το The Lovely Bones κυκλοφόρησεστα ελληνικά το 2010 από τις εκδόσεις Λιβάνη, σε μετάφραση Σοφίας Μαριάτου. Αν και συγγενικός με τον πρωτότυπο, ο ελληνικός τίτλος, Τα Παραδεισένια Οστά, δεν με έπεισε. Αναρωτιέμαι, μάλιστα, πώς απέδωσε η μεταφράστρια το όμορφο απόσπασμα από το οποίο προέρχεται ο τίτλος της Σέμπολντ:

«These were the lovely bones that had grown around my absence: the connections—sometimes tenuous, sometimes made at great cost, but often magnificent—that happened after I was gone. And I began to see things in a way that let me hold the world without me in it. The events my death brought were merely the bones of a body that would become whole at some unpredictable time in the future. The price of what I came to see as this miraculous lifeless body had been my life».

Η ομώνυμηταινία η οποία προέκυψε από το βιβλίο, τη σκηνοθεσία της οποίας υπογράφει οΠίτερ Τζάκσον (σκηνοθέτης μίας από τις γνωστότερες κινηματογραφικές μεταφορές, αυτής του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών) και στην οποία πρωταγωνιστεί η νεαρήΣαοϊρσε Ρόναν (πρωταγωνίστρια στην κινηματογραφική μεταφορά της Εξιλέωσης), δεν απέσπασε θετικές κριτικές. Πιο γλυκανάλατο από το βιβλίο, με παλ ψυχεδελικές απεικονίσεις του Παραδείσου (που προσωπικά μου θύμισαν μία από τις χειρότερες ταινίες που είδα ποτέ), το The Lovely Bones είναι μία ακόμη περίπτωση από τις πολλές εκείνες όπου δικαιωμένοςαναφωνείς «Το βιβλίο ήταν πολύ καλύτερο από την ταινία!».

Για του λόγου το αληθές:

Υ.Γ.: Μπορεί η ταινία να μην είναι καλή, το βιβλίο διφορούμενο, αλλά το soundtrack της ταινίας έχει μερικά αδιαμφισβήτητα ωραία κομμάτια. Όπως αυτό εδώ: