Είναι παγκόσμιο – και εν πολλοίς φυσικό – το φαινόμενο οι γονείς να ανησυχούν για το μέλλον των παιδιών τους. Δέκα χρόνια μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers και το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης, έρευνα αποκαλύπτει την παγκοσμιότητα ενός ακόμη φαινομένου, που θα πίστευε κανείς ότι εντοπίζεται μόνο σε χώρες με εξαιρετικές υστερήσεις, που ακόμα πασχίζουν δηλαδή να ξεπεράσουν την κρίση, όπως είναι η Ελλάδα: είναι η πεποίθηση των γονέων ότι οι οικονομικές συνθήκες κάτω από τις οποίες θα ζήσουν τα παιδιά τους θα είναι χειρότερες από αυτές που έζησαν οι ίδιοι.
Σε σύγκριση με το 2008, η εμπιστοσύνη για το οικονομικό μέλλον των πολιτών έχει βελτιωθεί σε γενικές γραμμές. Αυτό δείχνει η έρευνα που διενήργησε σε 27 χώρες το ινστιτούτο Pew Research Center. Σχεδόν το 78% των Γερμανών, για παράδειγμα, εκτιμά ότι σήμερα το οικονομικό περιβάλλον είναι μάλλον καλύτερο από όσο ήταν προ δεκαετίας, ενώ το 2009 μόνο το 50% πίστευε κάτι τέτοιο. Ενας στους δύο Γερμανούς πίστευε, δηλαδή, ότι το 2009 η ζωή του ήταν καλύτερη συγκριτικά με το 1999. Αλλά πόσο (και πόσοι) βίωσαν την κρίση στη Γερμανία;
Στις ΗΠΑ, που δεν ήταν λίγοι όσοι έχασαν τα σπίτια τους μετά το σκάσιμο της φούσκας των ακινήτων, όσοι πιστεύουν ότι το οικονομικό περιβάλλον έχει βελτιωθεί συγκριτικά με το 2009 (την επόμενη χρονιά από το ξέσπασμα της κρίσης δηλαδή), φθάνουν το 65% (το 2009 το ποσοστό ήταν μόλις 17%). Στη Γαλλία, ωστόσο, που δεν πέρασε κρίση της αγοράς ακινήτων αλλά τα χαμηλά και μεσαία εισοδηματικά στρώματα είδαν τα εισοδήματά τους να παγώνουν και την αγοραστική τους δύναμη να εξασθενεί, μόνο το 43% θεωρεί ότι το οικονομικό περιβάλλον έχει βελτιωθεί σε σύγκριση με το 2009 – τότε το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 14%.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, σύμφωνα με την έρευνα του Pew Research Center, οι κάτοικοι των αναπτυγμένων οικονομικά χωρών θεωρούν ότι από το 2002 και εντεύθεν η οικονομική κατάσταση ουδέποτε υπήρξε τόσο ευνοϊκή όσο είναι σήμερα.

Το υπέροχο 1999

Υπάρχουν βέβαια και χώρες, όπως η Ελλάδα, που η αισιοδοξία ως αίσθημα και ως στάση ζωής μοιάζει να έχει ξεχαστεί. Ιδιαίτερα όταν οι ερωτώμενοι κληθούν να συγκρίνουν τη σημερινή γκρίζα καθημερινότητά τους με τη ζωή που ζούσαν προ 20ετίας, το μακρινό 1999. Πρόκειται, άλλωστε για τη χρονιά της τρέλας του Χρηματιστηρίου, τότε που όλοι νόμιζαν ότι ήταν πλούσιοι, ενώ στην πραγματικότητα πλούτισαν μόνο όσοι πούλησαν εγκαίρως και δεν ξαναγύρισαν ποτέ πίσω – όσοι δηλαδή άλλαξαν «άθλημα».
Οσο για το 2009, ήταν έτος κομβικό για τον υπόλοιπο κόσμο αλλά όχι για την Ελλάδα. Ουδείς Ελλην είχε αντιληφθεί τότε ότι «κάτι» δεν πήγαινε καλά, όλοι πίστευαν ότι η κρίση ήταν μια υπόθεση αμερικανική, ένα κόλπο των επιτηδείων για να μαζέψουν τα λεφτά από το τραπέζι. Το αντικειμενικά (καθότι εκλογικά καταμετρημένο) σύνθημα της χρονιάς εκείνης στην Ελλάδα ήταν, άλλωστε, το «λεφτά υπάρχουν»!
Εν πάση περιπτώσει, το 87% των Ελλήνων σήμερα θεωρεί ότι η ζωή ήταν πιο εύκολη το 1999 από όσο είναι σήμερα. Πιο εύκολη από οικονομική άποψη βέβαια, διότι τότε δεν υπήρχε Instagram, ούτε καν Facebook… Πολύ κοντά στους Ελληνες στη συγκεκριμένη ερώτηση βρίσκονται οι Τυνήσιοι, που σε ποσοστό 75% συμφωνούν ότι το 1999 η οικονομική τους κατάσταση και οι προοπτικές ήταν σαφώς καλύτερες από σήμερα.
Οι ερευνητές του Pew Research Center επισημαίνουν, πάντως, ότι το αίσθημα ότι το παρελθόν ήταν πολύ καλύτερο από το παρόν δεν ανταποκρίνεται πάντα στην πραγματικότητα. Στη Βραζιλία, για παράδειγμα, η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών έχει αυξηθεί κατά 26% συγκριτικά με το 1998. Παρά ταύτα, σχεδόν το ήμισυ του πληθυσμού εκτιμά ότι η ζωή τους έχει χειροτερέψει από οικονομικής απόψεως.

Αλίμονο στους νέους

Οσο για το μέλλον που θα κληροδοτήσουν στα παιδιά τους οι σημερινοί γονείς, αυτό προμηνύεται μαύρο κι άραχλο. Αυτό καταγράφεται, ως πεποίθηση των μεγαλυτέρων, σε 18 από τις 27 χώρες που κάλυψε η έρευνα του Pew Research Center. Περίπου το 80% των Γάλλων, το 76% των Ιαπώνων και το 72% των Ισπανών δηλώνουν σφόδρα ανήσυχοι για το μέλλον των τέκνων τους – το ποσοστό στην Ελλάδα είναι μικρότερο, ίσως επειδή οι Ελληνες έχουν στο μυαλό τους και την εναλλακτική της μετανάστευσης.
Το παράδοξο είναι, σημειώνουν οι ερευνητές, το ότι η αισιοδοξία δεν πλεονάζει ούτε στις αναπτυσσόμενες χώρες. Σε αυτές δηλαδή όπου το σημείο εκκίνησης των νέων που προσδοκούν μια καλύτερη ζωή είναι πολύ πιο πίσω από το σημείο εκκίνησης των νέων στις ανεπτυγμένες χώρες. Ετσι, αν στις ανεπτυγμένες χώρες μόνο ένας στους τρεις κατοίκους πιστεύει ότι τα παιδιά τους θα ζήσουν μια καλύτερη ζωή, στις αναπτυσσόμενες χώρες το ποσοστό αυτό δεν ξεπερνά το 42%.
Το περίφημο «αμερικανικό όνειρο» ή οι ευκαιρίες του καπιταλισμού δεν πείθουν πλέον ούτε τον αναπτυσσόμενο κόσμο. Και αν προσεγγίσει κανείς ιστορικά το ζήτημα, θα διαπιστώσει ότι οι απαισιόδοξοι δεν κάνουν λάθος, παρατηρούν οι συντάκτες της έρευνας. Διότι «αν και σε πολλές χώρες, κυρίως αναπτυσσόμενες, το επίπεδο ζωής των τελευταίων γενεών έχει βελτιωθεί συγκριτικά με το παρελθόν, μια ποιοτική ανάλυση των δεδομένων δείχνει ότι η βελτίωση αυτή είναι σχετική».
Στις ανεπτυγμένες χώρες ο κανόνας είναι οι επόμενες γενιές να τα βγάζουν δυσκολότερα πέρα. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, που είναι η κατ’ εξοχήν χώρα των ευκαιριών, το ποσοστό των παιδιών που θα απολαύσουν ένα βιοτικό επίπεδο υψηλότερο από εκείνο των γονέων τους, από το 90% που ήταν για όσους γεννήθηκαν το 1940, έχει συρρικνωθεί στο 50% για όσους γεννήθηκαν το 1984.