Εχουν συζητηθεί πολύ το τελευταίο διάστημα τρεις γυναίκες, οι οποίες, στα χρόνια αυτά της μόνιμης αβεβαιότητας, της γεωπολιτικής έντασης και της κοινωνικής κόπωσης, έχουν αναδειχθεί σε θέσεις εκτελεστικής εξουσίας και επηρεάζουν την καθημερινότητα εκατοντάδων εκατομμυρίων πολιτών.
Η Τζόρτζια Μελόνι στην Ιταλία, η Κλαούντια Σέινµπαουµ Πάρντο στο Μεξικό και η Σανάε Τακαΐτσι στην Ιαπωνία καλούνται να βρουν την απάντηση σε ένα δύσκολο ερώτηµα: πώς κυβερνάς με ρεαλισμό σε έναν κόσμο κουρασμένο από αλλεπάλληλες κρίσεις, παίρνοντας δύσκολες αποφάσεις;
Το «μεγάλο ιταλικό πρόβλημα»
Η Μελόνι ανέλαβε την πρωθυπουργία της γείτονος χώρας το 2022, ως επικεφαλής της παράταξης Αδέλφια της Ιταλίας (Fratelli d’Italia – FdI), ενός κόμματος με ρίζες στον νεοφασισμό. Το αφήγημα της εκλογής της προοιωνιζόταν μια Ιταλία που θα ακολουθούσε τη «γραμμή Ορμπαν» (ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, την έχει αποκαλέσει «εν Χριστώ αδελφή»): σύγκρουση με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, εθνικισμός, αυταρχικές τάσεις.
Αντ’ αυτού, το κυβερνητικό της έργο μοιάζει περισσότερο με «συντηρητική κηδεμονία»: λίγες μεγάλες αλλαγές, έμφαση στη σταθερότητα, επιδέξια ισορροπία ανάμεσα σε έναν ετερογενή δεξιό συνασπισμό και ένα απαιτητικό ευρωπαϊκό πλαίσιο.
Στο Μεταναστευτικό, η κυβέρνηση επιδεικνύει σκληρότητα σε επίπεδο ρητορικής και συμβολικών κινήσεων (όπως οι μεταφορές αιτούντων άσυλο στην Αλβανία), ενώ στην πράξη αυξάνει σε μεγάλο βαθμό τις άδειες εργασίας για να καλύψει ελλείψεις στην αγορά – μια επιλογή που επιβεβαιώνει τον οικονομικό πραγματισμό πάνω από τη δογματική καθαρότητα.
Στο ευρωπαϊκό πεδίο, η Μελόνι αποφεύγει τον ανοιχτό ευρωσκεπτικισμό, στηρίζει σταθερά την Ουκρανία και καλλιεργεί σχέσεις με ηγέτες πολύ διαφορετικών προφίλ, από τον Κιρ Στάρμερ έως τον Ντόναλντ Τραμπ (ο οποίος φαίνεται να της έχει αδυναμία), επενδύοντας σε μια εικόνα υπευθυνότητας και διπλωματίας.
Η σχετική πολιτική ηρεμία στην Ιταλία – σπάνια σε μια χώρα με μακρά παράδοση εύθραυστων κυβερνητικών σχημάτων – συνδέεται τόσο με τις εκλογικές ισορροπίες (άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία) όσο και με τη μέθοδο Μελόνι: «Μη δημιουργείς αχρείαστες ταραχές, εκτός αν είναι απολύτως απαραίτητο».
Σταθερά, οι δημοσκοπήσεις τής δίνουν ποσοστά γύρω στο 27%-29%, σπάνια νούμερα για εν ενεργεία κυβέρνηση στην Ευρώπη. Ομως αυτή η στρατηγική έχει όρια. Η ανάπτυξη παραμένει αναιμική, παρά τη χρηματοδοτική «ένεση» του Ταμείου Ανάκαμψης και τις δημοσιονομικές προσαρμογές που καθησυχάζουν αγορές και οίκους αξιολόγησης.
Την ίδια στιγμή, η θεσμική φιλοδοξία για ενίσχυση των εκτελεστικών εξουσιών και η άσκηση επιρροής στην κρατική ραδιοτηλεόραση τροφοδοτούν φόβους για σταδιακή εξομάλυνση πρακτικών που περιορίζουν τον έλεγχο και φιμώνουν την αντιπολίτευση.
Η συμβολή της Μελόνι στη διεθνή εικόνα της Ιταλίας είναι σαφής: προβλέψιμη διακυβέρνηση, με ευρωπαϊκό συντονισμό και εξωτερική πολιτική χωρίς ρήξεις, σε μια εποχή όπου οι μεγάλες χώρες της ΕΕ ταλανίζονται από εσωτερικούς τριγμούς.
Ομως ο πολιτικός πραγματισμός της δεν έχει απαντήσει ακόμη πειστικά στο «μεγάλο ιταλικό πρόβλημα»: τη χρόνια υστέρηση παραγωγικότητας και μισθών, την οικονομία των μικρομεσαίων που πνίγεται από τη γραφειοκρατία και τη δημογραφική κόπωση. Αν η σταθερότητα είναι το ζητούμενο, η Ιταλία το πετυχαίνει. Αν ο στόχος είναι η υπέρβαση της στασιμότητας, υπάρχουν ακόμη πολλές εκκρεμότητες.
Οι ευαίσθητες ισορροπίες στο Μεξικό
Η Κλαούντια Σέινμπαουμ Πάρντο, πρώτη γυναίκα και πρώτη εβραϊκής καταγωγής πρόεδρος του Μεξικού, ενσαρκώνει μια διαφορετική διαδρομή προς την κορυφή: φυσικός και µηχανικός ενέργειας, ακαδηµαϊκός µε συµβολή στις εκθέσεις της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιµατική Αλλαγή – IPCC (φορέα βραβευµένου µε Νοµπέλ Ειρήνης), δήµαρχος της Πόλης του Μεξικού και κατόπιν διάδοχος του Αντρές Μανουέλ Λόπες Οµπραδόρ.
Η τεχνοκρατική επάρκειά της συνοδεύεται από μια υπόσχεση: μετάβαση της οικονομίας από το πετρέλαιο στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, βελτίωση της ασφάλειας, χωρίς ωστόσο επανάληψη της αιματηρής πολεμικής εκστρατείας κατά των καρτέλ.
Η δολοφονία του δημάρχου της Ουρουαπάν, Κάρλος Μάνσο, ήρθε να υπενθυμίσει με τον σκληρότερο τρόπο ότι η πραγματικότητα αντιστέκεται. Η πρόεδρος δεσµεύθηκε για δικαιοσύνη, αλλά απέρριψε την επιστροφή στην κλιμάκωση στρατιωτικής βίας, επιμένοντας ότι ο «πόλεμος κατά των ναρκωτικών» απέτυχε.
Το δίλημμα είναι αμείλικτο: πώς επιτυγχάνεις ασφάλεια χωρίς να καταρρεύσουν κράτος δικαίου και δικαιώματα; Η κοινωνία ζητεί αποτελέσματα σήμερα, αλλά οι δομικές παρεμβάσεις (καταπολέμηση διαφθοράς, ενίσχυση θεσμών, οικονομικές εναλλακτικές στις περιοχές δράσης των καρτέλ) θέλουν χρόνο.
Στο κοινωνικό πεδίο, η Σέινμπαουμ συμβολίζει την πρόοδο, και όχι µόνο επειδή συνέτριψε τη γυάλινη οροφή. Το γεγονός ότι επέλεξε να καταγγείλει πρόσφατη δημόσια σεξουαλική επίθεση εναντίον της – σε μια χώρα όπου καθημερινά δολοφονούνται γυναίκες – άγγιξε μια ευαίσθητη χορδή: όταν ακόμα και η πρόεδρος παρενοχλείται, τι σημαίνει αυτό για τις νέες γυναίκες χωρίς θεσμική ασπίδα;

Η πρόκληση τώρα είναι να συντονίσει τον συμβολισμό με την πράξη: πανεθνική ποινικοποίηση της σεξουαλικής παρενόχλησης, επενδύσεις σε δομές προστασίας, συνεργασία με το ζωηρό ριζοσπαστικό γυναικείο κίνημα της χώρας. Στο διεθνές πεδίο, ο ρόλος του Μεξικού είναι περίπλοκος: γείτονας των ΗΠΑ, κόμβος εφοδιαστικών αλυσίδων, αλλά και πηγή μεταναστευτικών ροών.
Οι τριβές με γειτονικές χώρες της Λατινικής Αμερικής (το Κογκρέσο του Περού την ανακήρυξε πριν από λίγες μέρες «persona non grata», κατηγορώντας τη μεξικανική κυβέρνηση ότι χορήγησε άσυλο στην περουβιανή πρώην πρωθυπουργό Μπέτσι Τσάβες, που αντιμετωπίζει κατηγορίες για απόπειρα πραξικοπήματος το 2022) ρίχνουν λάδι στη φωτιά.
Η 63χρονη πολιτικός οφείλει να ισορροπήσει ανάμεσα στη φιλελεύθερη διεθνιστική της εικόνα και στις αναγκαίες – συχνά δυσάρεστες – διπλωματικές διαπραγματεύσεις που απαιτούν οι περιφερειακές συγκρούσεις.
Το ιαπωνικό δίπολο
Η εκλογή της Σανάε Τακαΐτσι από το Κοινοβούλιο της Ιαπωνίας ως πρώτης γυναίκας πρωθυπουργού στην ιστορία της χώρας συνοδεύθηκε από μια ισχυρή δόση συμβολισμών: συντηρητική πολιτικός, θαυμάστρια της Μάργκαρετ Θάτσερ, λάτρις της heavy metal μουσικής.
Παράλληλα, είναι μια πολιτικός με πολυετή κυβερνητική εμπειρία και περιβόητη εργασιακή πειθαρχία που αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο σε ένα περιβάλλον οικονομικής στασιμότητας, πληθωριστικών πιέσεων, αδύναμου γεν και δημογραφικού μαρασμού.
Οι Ιάπωνες ζητούν δύο πράγματα που σπάνια συνδυάζονται: να διατηρηθεί η κοινωνική ασφάλεια που εγγυάται το κράτος και να επανέλθει η ανάπτυξη χωρίς να εκτροχιαστεί το χρέος. Η Τακαΐτσι μιλά για στοχευμένες δαπάνες, κίνητρα στην παραγωγή, στήριξη των οικογενειών με πολιτικές φροντίδας και παιδικής μέριμνας – κινήσεις που δείχνουν μερική μετατόπιση από τον άκαμπτο συντηρητισμό σε μια πιο ρεαλιστική κοινωνική ατζέντα.
Ταυτόχρονα, η ασφάλεια μπαίνει ψηλά: αυξήσεις αμυντικών δαπανών, αναβάθμιση τεχνολογικών υποδομών, σταθερά επιφυλακτική στάση έναντι της Κίνας, προσδοκίες στενότερου συντονισμού με τις ΗΠΑ.
Η 64χρονη πολιτικός δεν μπορεί να βασιστεί σε κάποια περίοδο χάριτος. Η οικονομική πραγματικότητα πιέζει: χαμηλή παραγωγικότητα, εξάρτηση από εισαγόμενη ενέργεια, κλονισμένη εμπιστοσύνη στους θεσμούς ύστερα από σκάνδαλα. Η μεταρρύθμιση των κεφαλαιαγορών, η απλοποίηση των ρυθµίσεων για τα ΜΜΕ και η προσέλκυση ιδιωτικών αποταµιεύσεων σε παραγωγικές επενδύσεις είναι απαραίτητες για να επιτευχθεί η ανάπτυξη.

Παράλληλα, το πολιτισμικό βάρος ενός πατριαρχικού πολιτικού οικοσυστήματος δεν εξαφανίζεται με μία «πρώτη φορά»: οι θέσεις της για τα δικαιώματα (όπως ο γάμος ομόφυλων ζευγαριών ή τα επώνυμα των γυναικών μετά τον γάμο) γεννούν αμφιθυμία σε νεότερες γενιές γυναικών, που ενώ βλέπουν την ιστορικότητα του γεγονότος της εκλογής της αντιλαµβάνονται και τα όριά της.
Η αξία της Τακαΐτσι, αν επιβεβαιωθεί στην πράξη, θα κριθεί από τη δυνατότητά της να μετουσιώσει τη φαινομενική ιδεολογική ακαμψία της σε πραγματισμό: να επανασυνδέσει την Ιαπωνία με έναν κόσμο που αλλάζει γρήγορα – χωρίς να αποξενώσει τον μεσαίο ψηφοφόρο που ζητεί «τάξη και προοπτική».
Επί ίσοις όροις
Το νήμα που συνδέει τις τρεις ηγέτιδες δεν είναι κάποια ιδεολογική συγγένεια, αλλά η συνειδητή υιοθέτηση του πραγματισμού ως εργαλείου επιβίωσης σε ένα δύσκολο περιβάλλον. Η Μελόνι στρογγυλεύει τις γωνίες του ριζοσπαστικού προφίλ της για να κερδίσει ευρωπαϊκή αξιοπιστία. Η Σέινμπαουμ απορρίπτει την κλιμάκωση της βίας που υπόσχεται γρήγορες λύσεις, προτιμώντας τον πιο αργό δρόμο θεσμικής ενίσχυσης.
Η Τακαΐτσι, παρότι προέρχεται από μια συντηρητική κοσμοθεωρία, αναγκάζεται από τις περιστάσεις να μιλήσει για κοινωνικές πολιτικές. Και όμως, υπάρχει μια απτή, ιστορική αξία στην παρουσία τους. Το πολιτικό κλίμα διεθνώς σκληραίνει, η βία απέναντι σε πολιτικούς αυξάνεται και το μισογυνικό τρολάρισμα έχει γίνει ευκολότερο από ποτέ άλλοτε.
Σε αυτό το πλαίσιο, το να βλέπεις γυναίκες να διαπραγματεύονται µε οµολόγους τους στους G7 και στους G20, να διαχειρίζονται πιο σύνθετες ισορροπίες, να αντιστέκονται στον πειρασμό της επίδειξης σιδηράς πυγμής χωρίς στρατηγική εξόδου αποτελεί από μόνο του μετατόπιση παραδείγματος.
Οταν ένα νέο κορίτσι βλέπει γυναίκες να συνομιλούν επί ίσοις όροις με τον Τραμπ, όταν ακούει ότι μια πρόεδρος είπε «στοπ» στη σεξουαλική παρενόχληση και απαίτησε την απονομή δικαιοσύνης, όταν μαθαίνει ότι μια πρωθυπουργός παίζει ντραμς προκειμένου να αποφορτιστεί από μια δύσκολη μέρα, καταλαβαίνει ότι όλα είναι δυνατά.
