Η επίδραση της κλιματικής κρίσης στη νέα γενιά, την οποία οφείλουμε να προστατεύσουμε

Η αλλαγή του κλίματος έχει βαθιές κοινωνικές και ψυχολογικές προεκτάσεις, πλήττοντας ιδιαίτερα τους μικρότερους σε ηλικία πολίτες του κόσμου.

Η επίδραση της κλιματικής κρίσης στη νέα γενιά, την οποία οφείλουμε να προστατεύσουμε

Η κλιματική κρίση αποτελεί μια αυξανόμενη απειλή για την ευημερία παγκοσμίως. Η σύνδεσή της με ακραία καιρικά φαινόμενα, οι μεταβολές στη θερμοκρασία, η υποβάθμιση των οικοσυστημάτων και η λειψυδρία οδηγούν σε επιδείνωση των κοινωνικών ανισοτήτων, δημιουργώντας ένα τοξικό περιβάλλον για τη σωματική, πνευματική και ψυχική υγεία της νέας γενιάς. Σήμερα, σύμφωνα με πολύ πρόσφατα δεδομένα του διεθνούς έγκριτου περιοδικού «Lancet Planet Health», σχεδόν το 50% των παιδιών στον πλανήτη ζει σε χώρες που θεωρούνται εξαιρετικά ευάλωτες στις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής.

Τα παιδιά που γεννήθηκαν μετά το 2020 θα βιώσουν 2 έως 7 φορές περισσότερες ακραίες καιρικές καταστροφές στη διάρκεια της ζωής τους, σε σχέση με τις γιαγιάδες και τους παππούδες τους. Αυτά τα δεδομένα δεν είναι θεωρητικά: μεταφράζονται σε αυξημένο κίνδυνο για πρόωρους τοκετούς, χαμηλό βάρος γέννησης, ασθένειες από διαβιβαστές όπως τα κουνούπια (για παράδειγμα η ελονοσία ή ο δάγκειος πυρετός), καθώς και επιπλοκές που συνδέονται με τη ρύπανση της ατμόσφαιρας, τις πυρκαγιές και τις πλημμύρες, τη μόλυνση του υδροφόρου ορίζοντα και του εδάφους.

Ενα ιδιαίτερα ανησυχητικό και ελλιπώς μελετημένο πεδίο είναι η ψυχική υγεία των εφήβων. Η έρευνα στο «Lancet Planetary Health» αποκάλυψε ότι από τις 948 μελέτες που εξέτασαν τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην υγεία της νέας γενιάς, μόνο το 19% αφορούσε ψυχικές διαταραχές. Ακόμη λιγότερες ήταν οι μελέτες που αναγνώριζαν την ύπαρξη καθημερινού άγχους, του οικο-άγχους (eco-anxiety) ή συναισθημάτων όπως η λύπη και η απόγνωση, τα οποία έχουν αναφερθεί εκτενώς από τους ίδιους τους εφήβους σε ποιοτικές συνεντεύξεις.

Επιπλέον, υπογραμμίζεται ότι η έκθεση σε διαδοχικές φυσικές καταστροφές, όπως οι πυρκαγιές και οι πλημμύρες, αυξάνει την πιθανότητα εμφάνισης ψυχικών διαταραχών με σωρευτικό τρόπο. Δηλαδή, η δεύτερη έκθεση σε καταστροφή έχει ισχυρότερη αρνητική επίδραση στην ψυχική υγεία από την πρώτη, ειδικά όταν οι καταστροφές έχουν διαδραματιστεί σε χρονικό διάστημα μικρότερο των δύο ετών.

Οι έφηβοι και τα παιδιά που ζουν σε αναπτυσσόμενες χώρες ή σε αγροτικές περιοχές, με προϋπάρχουσες ευαλωτότητες και χαμηλότερο υποστηρικτικό δίκτυο, αντιμετωπίζουν ακόμα σοβαρότερο κίνδυνο. Η αβεβαιότητα για το μέλλον, η καταστροφή σπιτιών και σχολείων, η αναγκαστική μετεγκατάσταση και η οικονομική ανασφάλεια οδηγούν σε αυξημένο μετατραυματικό άγχος, κατάθλιψη και συναισθηματική αστάθεια. Η νέα γενιά βιώνει αρνητικά συναισθήματα όχι μόνο εξαιτίας των γεγονότων, αλλά και από την αναμονή ή πρόβλεψη μελλοντικών κινδύνων, όπως η αύξηση της στάθμης της θάλασσας ή οι παρατεταμένοι καύσωνες. Η συνεχής έκθεση σε περιβαλλοντικά δυστοπικά σενάρια, ειδικά μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έχει ως αποτέλεσμα την ενίσχυση του οικο-άγχους, που σε πολλές περιπτώσεις αγγίζει κλινικά επίπεδα.

Η επίδραση της ψηφιακής πληροφόρησης είναι διττή: από τη μία πλευρά υπάρχει η πρόσβαση σε ενημέρωση, ευαισθητοποίηση, δικτύωση και ακτιβισμό, από την άλλη, όμως, οι νέοι αντιμετωπίζουν υπερβολική έκθεση σε τραυματικό περιεχόμενο, κάποιες φορές και σε παραπληροφόρηση. Χαρακτηριστικά, πολλοί από αυτούς δήλωσαν ότι η πρώτη τους επαφή με την έννοια της κλιματικής κρίσης τούς προκάλεσε έντονο υπαρξιακό άγχος και αίσθηση αδυναμίας.

Το εκπαιδευτικό σύστημα μπορεί να λειτουργήσει προστατευτικά. Ωστόσο, όπως επισημαίνεται από τα ίδια τα παιδιά που συμμετείχαν στην ερευνητική διαδικασία, η εκπαίδευση συχνά περιορίζεται σε θεωρητική γνώση για τους μηχανισμούς της κλιματικής αλλαγής και δεν εστιάζει στις κοινωνικές, ψυχολογικές και πολιτικές της διαστάσεις. Παράλληλα, σπάνια προσφέρεται εκπαίδευση για την κριτική ανάλυση της πληροφορίας ή ενδυνάμωση των μαθητών για ανάληψη δράσης σε τοπικό ή διεθνές επίπεδο.

Παρότι η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού αναγνωρίζει το δικαίωμα συμμετοχής τους στη χάραξη πολιτικών και στις αποφάσεις που τα αφορούν, στην πράξη η συμμετοχή αυτή είναι περιορισμένη. Οι νέοι ζητούν πλαίσια διαλόγου τόσο μεταξύ γενεών όσο και μεταξύ συνομηλίκων, ώστε να ενισχυθεί η αίσθηση του «ανήκειν» και της δράσης.

Η έρευνα αναδεικνύει επίσης τεράστια ερευνητικά κενά: περιορισμένες ποιοτικές μελέτες, ελλείψεις σε δεδομένα από πολλές χώρες, ελάχιστες αξιολογήσεις για τις επιπτώσεις δράσεων προσαρμογής και μετριασμού των επιπτώσεων στην ψυχική σφαίρα των νέων. Ενδεικτικά, λιγότερο από το 5% των ερευνών εξέτασαν τομείς όπως η μετακίνηση πληθυσμών, η κοινωνική συνοχή και η ανθεκτικότητα των παιδιών απέναντι στην κρίση.

Συμπερασματικά, η κλιματική αλλαγή δεν είναι απλώς μια περιβαλλοντική, πολιτική ή τεχνολογική πρόκληση. Είναι μια βαθιά κοινωνική και ψυχολογική κρίση, ιδιαίτερα για τους μικρότερους σε ηλικία συμπολίτες μας, που κουβαλούν το μεγαλύτερο φορτίο των αποφάσεών μας. Η προώθηση μιας πολιτικής ατζέντας που θα τοποθετεί την ψυχική υγεία των νέων στο επίκεντρο έχει καίρια σημασία. Χρειαζόμαστε περισσότερη διεπιστημονική έρευνα, συμμετοχική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και, πάνω απ’ όλα, ενδυνάμωση των ίδιων των παιδιών ως φορέων αλλαγής. Χωρίς αυτά τα βήματα, η οικολογική κρίση θα εξελιχθεί αναπόφευκτα και σε κρίση ψυχικής υγείας της επόμενης γενιάς.

Malak Mohamed et al.: Lancet Planet Health 2025; 9: e337-46.

Lowe SR, Garfin DR: Lancet Public Health. 2025;10(5): e354-e355. DOI: 10.1016/S2468-2667(25)00097-0.

INFO

Η κυρία Θεοδώρα Ψαλτοπούλου είναι Παθολόγος, Καθηγήτρια Θεραπευτικής, Επιδηµιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστηµίου Αθηνών.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version