Του ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΚΑΣΙΜΑΤΗ skasimatis@tovima.gr Κάποτε η Μεγάλη Βρετανία ήταν ο μεγαλύτερος εξαγωγέας του κόσμου. Ως λίκνο της βιομηχανικής επανάστασης, υπήρξε για ολόκληρο τον 19ο αιώνα κήρυκας του ελεύθερου εμπορίου, αποκτώντας διά της ισχύος της οικονομίας και των όπλων μια παγκόσμια αποικιακή αυτοκρατορία. Μετά την απο-αποικιοποίηση μετατράπηκε σε εξαγωγέα πολιτισμικής πρωτοπορίας: το Swinging London, οι mods, το μίνι της Μέρι Κουάντ, οι Beatles, οι Rolling Stones, οι Who, ο Ντέιβιντ Μπάουι ήταν ορόσημα της δυτικής κουλτούρας των 60s. Ως και τη δεκαετία του ’90 το Ηνωμένο Βασίλειο μπορούσε να καυχιέται για την επίδραση του «Trainspotting», του «Χάρι Πότερ» και της Britpop. Η αισιοδοξία όμως τελείωσε με το Brexit και η εσωστρέφεια που προκάλεσε η διετής εκκρεμότητά του έστρεψε τη βρετανική διανόηση στην επανεξέταση της προηγούμενης τριακονταετίας. Για πολλούς, η αναψηλάφηση αποκαλύπτει οδυνηρές αλήθειες. Η Μεγάλη Βρετανία, γράφει ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Ολιβερ Μπάλοου στο βιβλίο του με τίτλο «Βulter to the World, εκδ. Profile Books: How Britain Helps the World’s Worst People Launder Money, Commit Crimes and Get Away with Anything», που κυκλοφόρησε στις 10 Μαρτίου, είναι εδώ και κάποιες δεκαετίες εισαγωγέας: αμφιλεγόμενων επενδύσεων, ρωσικών κεφαλαίων, μαύρου χρήματος. Δεν πρόκειται για τυχαία συσσώρευση πλούτου. Η χώρα τον δέχεται πρόθυμα, θεσμικά και ασμένως. Σε τέτοιον βαθμό, σημειώνει ο Πάτρικ Ράντεν Κιφ στο τελευταίο τεύχος του «New Yorker», ώστε στις 5 Μαρτίου, όταν κατά την έναρξη του αγώνα Τσέλσι – Μπέρνλι οι παίκτες των δύο ομάδων σταμάτησαν για ένα λεπτό ως ένδειξη αλληλεγγύης στην Ουκρανία, οι οπαδοί της Τσέλσι προτίμησαν να επευφημήσουν τον πρόεδρό τους φωνάζοντας «Α-μπρά-μο-βιτς, Α-μπρά-μο-βιτς!». Κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας… Η ανάδυση του «Λόντονγκραντ» Κατά τον Μπάλοου, η περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου είναι υποσύνολο αυτού που σε προηγούμενη έρευνά του είχε αποκαλέσει «moneyland»: του ωραίου πλυντηρίου που κατοικοεδρεύει στις λιγότερο φωτισμένες γωνίες του σύγχρονου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Εχει όμως τα δικά της, διακριτά χαρακτηριστικά. Σε αντίθεση με τον διατελέσαντα υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Ντιν Ατσεσον, ο οποίος παρατηρούσε δηκτικά το 1962 ότι «η Μεγάλη Βρετανία έχασε μια αυτοκρατορία και δεν έχει βρει ακόμη έναν ρόλο», ο Μπάλοου θεωρεί ότι υποδύεται με εξαιρετική επιτυχία τον «παγκόσμιο υπηρέτη»: «Αφότου η Αμερική μάς διαδέχθηκε ως παγκόσμια υπερδύναμη, χρειαστήκαμε ένα νέο επιχειρηματικό πρότυπο και βρήκαμε αυτό». Ποιες είναι οι αρμοδιότητες του μπάτλερ στη νέα τάξη πραγμάτων; «Αν κάποιος πλούσιος, Κινέζος, Ρώσος ή όποιος άλλος, χρειάζεται κάτι να κάνει, να κρύψει ή να αγοράσει, αναλαμβάνει να καθαρίσει η Βρετανία». Οι συστάσεις της είναι αδιαμφισβήτητες: παράδοση και τεχνογνωσία. Ως προς την παράδοση, η αυτοκρατορία λειτούργησε επί δύο αιώνες με σκοπό το κέρδος. Ως προς την τεχνογνωσία, ο χρηματιστικός παράγοντας διέπρεψε στις «οικονομικές καινοτομίες» ήδη από τα μέσα του 20ού αιώνα. Ο δανεισμός δολαρίων για την εξαγορά στερλινών (τα λεγόμενα «ευρωδολάρια») ήταν επινόηση της Midland Bank το 1955. Η έννοια του φορολογικού παραδείσου ξεκίνησε από τις Βρετανικές Παρθένους Νήσους το 1977, όταν ευρηματικοί δικηγόροι εκμεταλλεύθηκαν τις «συνθήκες διπλής φορολόγησης» που ρυθμίζουν το καθεστώς φορολογίας οργανισμών οι οποίοι δραστηριοποιούνται σε παραπάνω από μία χώρες προκειμένου να δημιουργήσουν τις «διεθνείς επιχειρηματικές εταιρείες»: είκοσι χρόνια αργότερα, 50.000 νέες εταιρείες-κελύφη τον χρόνο έσπευδαν να καταγραφούν στις δέλτους της νησιωτικής βρετανικής κτήσης. Με παρόμοιο τρόπο, το Γιβραλτάρ πλούτισε μέσα σε μία εικοσιπενταετία χάρη στον ζήλο επινοητικών μπουκμέικερ που έπεισαν τις Αρχές του να μειώσουν τον φόρο για τα τηλεφωνικά στοιχήματα των ομογενών: τα τελευταία χρόνια, µεγάλα πρακτορεία µετακόµισαν εκεί τις online εργασίες τους και πλέον τα διαδικτυακά στοιχήµατα ανέρχονται σε 16 δισεκατοµµύρια ευρώ τον χρόνο. Στο περιθώριο της εκρηκτικής ανάπτυξης του Σίτι στα χρόνια της παγκοσμιοποίησης, η ροή του χρήματος στη Βρετανία υπήρξε απρόσκοπτη. Και στις δύο όχθες του Ατλαντικού η απορρύθμιση διασφάλισε την απογείωση του χρηματοπιστωτικού τομέα – με τη διαφορά, σύμφωνα με τον Μπάλοου, ότι στην πρωτεύουσα του Ηνωμένου Βασιλείου δεν έδρευε το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης που «αρέσκεται να επιβάλλει πρόστιμα με εννέα μηδενικά». Ετσι, το Λονδίνο έγινε «Λόντονγκραντ»: ο Πάτρικ Ράντεν Κιφ επισημαίνει στο άρθρο του στον «New Yorker» ότι «ρώσοι κατηγορούμενοι για διαφθορά ή για δεσμούς με το Κρεμλίνο έχουν αγοράσει ακίνητη περιουσία αξίας τουλάχιστον 1,5 δισεκατομμυρίου στερλινών στη Μεγάλη Βρετανία». Εμβληματική είναι η περίπτωση του Ρομάν Αμπράμοβιτς. Ο χαμογελαστός ολιγάρχης απέκτησε την Τσέλσι το 2003 καταβάλλοντας 178 εκατομμύρια ευρώ, αγόρασε ένα μέγαρο αξίας 107 εκατομμυρίων ευρώ στο Κένσινγκτον και διατήρησε την έξωθεν καλή μαρτυρία ως τις κυρώσεις μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, όταν η πολιτική τάξη της χώρας θυμήθηκε αίφνης ότι τα κεφάλαιά του ήταν προϊόν σκιωδών συναλλαγών. Η μνήμη όμως επανήλθε έπειτα από 11 χρόνια. Το 2011, ο έτερος εξόριστος από τον παράδεισο του Βλαντίμιρ Πούτιν ολιγάρχης, ο Μπόρις Μπερεζόφσκι, είχε μηνύσει τον Αμπράμοβιτς στα βρετανικά δικαστήρια ζητώντας 3,5 δισεκατομμύρια ευρώ αποζημίωση για κέρδη που ο τελευταίος δεν του κατέβαλε με βάση τη συμφωνία τους για την εξαγορά της πετρελαϊκής εταιρείας Sibneft το 1995. Ο Αμπράμοβιτς υποστήριξε με τη σειρά του ότι η απόκτηση της επιχείρησης εκ μέρους του έγινε σε στημένη δημοπρασία με τη βοήθεια του Μπερεζόφσκι, συμφωνία όμως δεν υπήρχε: ο ίδιος πλήρωνε στον Μπερεζόφσκι τη λεγόμενη «krysha», μετρητά για προστασία που ανέρχονταν σε μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια. Ο όμορφος, ηθικός κόσμος των ολιγαρχών ήταν γνωστός πολύ πριν από τις κυρώσεις. Το χρήμα, όμως, δεν έχει ήθος. Χάρη στην έλλειψη αυτής της ιδιότητας, η Γκουλνάρα Καρίμοβα, κόρη του πρώην προέδρου του Ουζμπεκιστάν Ισλάμ Καρίμοφ, χρησιμοποίησε μια εταιρεία στο Γιβραλτάρ προκειμένου να εισπράξει από μια εταιρεία στις Βρετανικές Παρθένους Νήσους 114 εκατομμύρια δολάρια προερχόμενα από δωροδοκίες. Την απουσία του κρίσιμου αυτού παράγοντα εκμεταλλεύθηκε και η Νταρίγκα Ναζαρμπάγεβα, κόρη του πρώην προέδρου του Καζακστάν Νουρσουλτάν Ναζαρμπάγεφ, για να προσλάβει μια πανίσχυρη βρετανική δικηγορική εταιρεία προκειμένου να ισχυριστεί ότι τέσσερις οικίες στο Λονδίνο δεν ανήκαν στον πρώην σύζυγό της Ραχάτ Αλίεφ, πρώην σημαίνοντα παράγοντα του καθεστώτος και έπειτα κατηγορούμενο στη Βιέννη για φόνο, αλλά στην ίδια και στον γιο τους Νουραλί. Ανάμεσα σε ένα εντυπωσιακό πλήθος ιστοριών λαθρεμπορίου, εκβιασμών, κλεπτοκρατών και κεφαλαίων που κάνουν τον γύρο του κόσμου μέχρι το χρώμα τους να καταστεί το λευκότερο λευκό, ο δημοσιογράφος των «Financial Times» Τομ Μπέρτζις παραθέτει στο βιβλίο του με τίτλο «Kleptopia» (εκδ. Harper) την υπόθεση της καζαχικής εταιρείας εκμετάλλευσης φυσικών πόρων ENRC, ιδιοκτησίας της «τριάδας» των Σάσα Μάσκεβιτς, Πατόκ Τσοντίεφ και Αλιγιάν Ιμπραγκίμοβ, εξέχοντος κυργίζιου, ουζμπέκου και ουιγούρου ολιγάρχη αντίστοιχα, η οποία εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο το 2006, παρά το ότι οι βελγικές αρχές ερευνούσαν επιλήψιμες δραστηριότητές τους στις Βρυξέλλες. Μια διακριτική συμφωνία με το Σίτι όριζε ότι, αν και οι τρεις επιχειρηματίες διέθεταν περισσότερο από το 50% των μετοχών, απλώς δεν θα συμμετείχαν στο διοικητικό συμβούλιο. H ENRC μάλιστα συμπεριλήφθηκε στον υψηλού κύρους δείκτη FTSE-100 – και εκπαραθυρώθηκε από αυτόν το 2013, όταν κατηγορήθηκε για εκτεταμένη διαφθορά σε διάφορα εγχειρήματά της στην Αφρική. Πιο χαρακτηριστική ίσως είναι η περίπτωση της RosUkrEnergo, μιας επιχείρησης που λειτουργεί ως μεσάζοντας μεταξύ του ρωσικού γίγαντα Gazprom και της Ουκρανίας, διαχειριζόμενη το τμήμα της ροής που περνά από το ουκρανικό έδαφος. Σύμφωνα με τον Μπάλοου, για τη δημιουργία της παρενέβη ο ίδιος ο Βλαντίμιρ Πούτιν, διασφαλίζοντας ότι το ήμισυ της ιδιοκτησίας της θα ανήκε στην Gazprom. Το άλλο μισό ανήκει στον ουκρανό ολιγάρχη Ντμίτρο Φίρτας, ο οποίος υποστήριξε τον δυτικόφιλο Βίκτορ Γιούσενκο το 2006, χρηματοδότησε τον φιλορώσο Βίκτορ Γιανουκόβιτς το 2010 και του έμειναν και κάποιες οικονομίες – απόδειξη η αγορά κατοικίας στο Λονδίνο αντί 71 εκατομμυρίων ευρώ. Το σπίτι βρίσκεται δίπλα σχεδόν στον εγκαταλελειμμένο σταθμό μετρό του Μπρόμπτον, τον οποίο διεκδικούσε από το 2009 ένα σχήμα επιχειρηματιών για να τον μετατρέψει σε χώρο ιστορικού θεάματος προσφέροντας για τον σκοπό αυτόν 30 εκατομμύρια στερλίνες. Στην υπόθεση παρενέβη ο τότε δήμαρχος του Λονδίνου Μπόρις Τζόνσον επικροτώντας την ιδέα. Η πώληση πράγματι έγινε στις αρχές του 2014, ήταν όμως ο Φίρτας αυτός που απέκτησε τον σταθμό αντί 63 εκατομμυρίων στερλινών. Αποδείχθηκε ότι ο ίδιος δεν είχε επιχειρηματικό πλάνο εκμετάλλευσης, πραγματοποίησε την αγορά για να μην ενοχληθεί η ιδιωτική του ζωή από τις εργασίες αναδιαμόρφωσης του σταθμού. Το δίδαγμα, κατά τον Μπάλοου, είναι ότι αντί το βρετανικό κράτος να προκρίνει μια χαμηλότερη αλλά τεκμηριωμένη επενδυτική πρόταση, προτίμησε να ενδώσει σε υψηλότερα αλλά ύποπτης προέλευσης κεφάλαια. Το κουτί της Πανδώρας Γράφοντας στο «Atlantic» της 8ης Δεκεμβρίου 2021 για τη ροή του βρώμικου χρήματος στις Ηνωμένες Πολιτείες και στο Ηνωμένο Βασίλειο, η αμερικανίδα ιστορικός Αν Απλμπαουμ επικαλούνταν στοιχεία από τα «Pandora Papers» που αποκάλυπταν ότι εύποροι Νιγηριανοί κατέχουν χωρίς να κατονομάζονται ακίνητα αξίας 400 εκατομμυρίων ευρώ στη Μεγάλη Βρετανία, ενώ ο βασιλιάς Αμπντάλα Β’ της Ιορδανίας χρησιμοποιεί εταιρείες-βιτρίνες για να αγοράζει κατοικίες στο Λονδίνο και στο Ασκοτ. Τυπικά, δεν πρόκειται για παράνομες συναλλαγές. Πρόκειται όμως για διαδικασίες οι οποίες δίνουν το μέτρο της αδιαφάνειας που η χώρα ευνοεί. Το ότι σε άλλες περιπτώσεις παρόμοιες εξαγορές καλύπτουν εγκληματικές δραστηριότητες είναι βέβαιο. Ο Μπάλοου υπολογίζει ότι κάθε χρόνο ξεπλένονται στη Μεγάλη Βρετανία κάπου 270 δισεκατομμύρια ευρώ που εκπροσωπούν ευθέως απάτες και κέρδη του οργανωμένου εγκλήματος. Είναι το Ηνωμένο Βασίλειο το μόνο θησαυροφυλάκιο μαύρου χρήματος; Οχι. Μια ματιά τόσο στα «Pandora Papers» όπως και στα «Panama Papers», που είχαν προηγηθεί, αρκεί για να πιστοποιήσει ότι οι διαδρομές των διαβλητών συναλλαγών έχουν ως προορισμό τόσο τις ΗΠΑ όσο και την Ευρωπαϊκή Ενωση. Και η δυτική αδιαφορία έναντι της προέλευσης του ρευστού χρονολογείται ήδη από την εποχή που ο αυτοκράτορας Βεσπασιανός φορολόγησε τη συλλογή των ούρων από τα δημόσια αποχωρητήρια της Ρώμης που πωλούνταν σε βυρσοδεψεία και λευκαντήρια τηβέννων με τον αφορισμό «pecunia non olet» («το χρήμα δεν έχει μυρωδιά»). Για τον Ολιβερ Μπάλοου, η βρετανική περίπτωση διαφέρει στον βαθμό που συνιστά αφενός τίμημα μιας απορρύθμισης η οποία γιγάντωσε το Λονδίνο ως χρηματοπιστωτικό κέντρο του κόσμου με ισχνούς ελεγκτικούς μηχανισμούς, αφετέρου αποτέλεσμα της καλλιέργειας μιας νοοτροπίας «αμοραλιστή πληρωμένου παθητικού συνεργού, εξαγορασμένου μπράβου» για σκιώδεις επενδυτές και ολιγάρχες της πρώην ΕΣΣΔ. Το 1959, εποχή που η Μεγάλη Βρετανία εξήγαγε τον Τζέιμς Μποντ ως υπέρκομψο προασπιστή του ελεύθερου κόσμου από τον κομμουνισμό, ο Ιαν Φλέμινγκ έβαζε τους Σοβιετικούς στον «Χρυσοδάκτυλο» να απεργάζονται ένα σχέδιο για την καταβαράθρωση της στερλίνας. Αν έγραφε το μυθιστόρημά του σήμερα, ρώσοι κεφαλαιούχοι θα δοξολογούσαν το βρετανικό νόμισμα και ο Μποντ ίσως υποχρεωνόταν από τους ανωτέρους του να τους καλωσορίσει.