Ασμίκ Γκριγκοριάν: «Το σπίτι μου είναι εκεί όπου βρίσκομαι κάθε φορά»

Μία από τις σημαντικότερες λυρικές τραγουδίστριες της εποχής μας μιλάει στο ΒΗΜΑgazino, λίγο πριν από το ντεμπούτο της στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, για τη διπλή ιδιότητα της καλλιτέχνιδος και της μητέρας.

Το όνομά της στα αρμένικα σημαίνει «γιασεμί»: Ασμίκ. Και της ταιριάζει απόλυτα: όπως το γιασεμί συνταιριάζει στο ίδιο άνθος την παγερή καθαρότητα του λευκού με το μεθυστικό λουλουδένιο άρωμα, έτσι και εκείνη πάνω στη σκηνή συνδυάζει την αρχοντική, τη δωρική λιτότητα με την κοριτσίστικη αισθαντικότητα. Ομορφη και γοητευτική, η Ασμίκ Γκριγκοριάν είναι μια παρουσία που άμα τη εμφανίσει σε αιφνιδιάζει με την καθαρότητα και την ευθύτητά της και ταυτόχρονα σε συγκινεί και σε παρασύρει στα βάθη των συναισθημάτων με την ειλικρίνεια και την εσωτερική φλόγα του τραγουδιού της. Δεν είναι τυχαίο πόσο περιζήτητη έχει γίνει από τα μεγάλα θέατρα, τα οποία ανεβάζουν ακόμη και παραγωγές ειδικά για εκείνη.

φωτο: Lina Jushke

«Με πύρινη ένταση τόσο φωνητικά όσο και υποκριτικά, η Ασμίκ Γκριγκοριάν άφησε άναυδο το κοινό, κερδίζοντας το ενθουσιώδες χειροκρότημά του. Ηταν μια αξέχαστη βραδιά» γράφει με αφορμή την πρόσφατη εμφάνισή της στην Οπερα της Βαστίλης με το «Τρίπτυχο» του Πουτσίνι ο κριτικός της Bachtrack, της έγκυρης διαδικτυακής σελίδας για την κλασική μουσική. «Μαγνητική και συναρπαστική, η Γκριγκοριάν συγκαταλέγεται στις μεγαλύτερες τραγωδούς, προσφέροντας μια ερμηνεία σπάνιας φωνητικής και υποκριτικής δύναμης» υπογραμμίζει ο κριτικός του περιοδικού «The Diapason», ενώ το γερμανικό «Der Tagesspiegel» τη χαρακτηρίζει «μία από τις πιο συναρπαστικές τραγουδίστριες των ημερών μας».

Εύλογα, η επικείμενη εμφάνιση της Ασμίκ Γκριγκοριάν στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών αναδεικνύεται σε κορυφαίο μουσικό γεγονός. Η 44χρονη αρμενικής καταγωγής λιθουανή υψίφωνος θα κάνει το ελληνικό ντεμπούτο της στις 17 Οκτωβρίου με ένα ρεσιτάλ αφιερωμένο στο ρωσικό τραγούδι. Εχοντας στο πλευρό της τον εξαιρετικό ρωσολιθουανό πιανίστα Λούκας Γκένιουσας θα ερμηνεύσει μερικά από τα ομορφότερα λίντερ του Τσαϊκόφσκι και του Ραχμάνινοφ – με ελληνικούς υπότιτλους για την καλύτερη κατανόησή τους. Πρόκειται για εμφάνιση που περιμένει με χαρά και η ίδια, όπως αποκαλύπτει στην αποκλειστική συνέντευξη που παραχώρησε στο ΒΗΜΑgazino: «Επιτέλους τα καταφέραμε!» λέει. «Εδώ και χρόνια προσπαθούσαμε να το κανονίσουμε και δεν λειτουργούσε. Αισθάνομαι πραγματικά μεγάλη ανυπομονησία! Είμαι όμως και λίγο λυπημένη που δεν θα μπορέσω να μείνω έστω λίγες μέρες παραπάνω, γιατί η Αθήνα είναι τόσο όμορφη! Δυστυχώς θα έρθω, θα τραγουδήσω και θα πρέπει να φύγω τρέχοντας για μια άλλη συναυλία. Η… υπέροχη ζωή του τραγουδιστή» προσθέτει γελώντας.

Εχετε βρεθεί άλλη φορά στην Αθήνα;

«Φυσικά! Στην Αθήνα είχε γίνει ο δεύτερος γάμος μου. Επίσης στην Ελλάδα είχα βαφτίσει την κόρη μου, όχι στην Αθήνα, αλλά σε ένα νησί που βρίσκεται αρκετά κοντά, στην Κέα. Εχω πολύ όμορφες αναμνήσεις, γι’ αυτό επιστρέφω με τόση χαρά».

Και αυτή τη φορά φέρνετε μαζί σας δύο σπουδαίους ρώσους συνθέτες, τον Τσαϊκόφσκι και τον Ραχμάνινοφ, τον οποίο έχετε ηχογραφήσει κιόλας στο πολυβραβευμένο άλμπουμ «Dissonance» το 2022. Τι είναι αυτό που κυρίως σας αρέσει στη μουσική τους και που σας κάνει να επιστρέφετε ξανά σε εκείνους, δεδομένου ότι συχνά τραγουδάτε και όπερες του Τσαϊκόφσκι;

«Η ομορφιά της μουσικής τους, ο μαγικός κόσμος που χτίζουν, το βαθύ συναίσθημα. Απολαμβάνω ιδιαίτερα τα τραγούδια τους, που μπορεί να ακούγονται απλά αλλά δεν είναι καθόλου εύκολα. Κυρίως εκείνα του Ραχμάνινοφ. Είναι σαν να τραγουδάς μίνι όπερες. Ερμηνεύεις τη μία μικρή όπερα μετά την άλλη, μπαίνεις σε έναν κόσμο, σε έναν άλλον και αμέσως μετά βρίσκεσαι σε έναν καινούργιο κόσμο. Και πρέπει να παρασύρεις μαζί σου το κοινό, δεν είναι εύκολο. Παραμένουν την ίδια στιγμή τραγούδια που επιτάσσουν απλότητα, λιτότητα, ειλικρίνεια, ήχο καθαρό και ποιοτικό από την αρχή ως το τέλος».

Λένε ότι τα ρεσιτάλ – κυρίως τα ρεσιτάλ για πιάνο στα οποία η φωνή είναι πιο εκτεθειμένη καθώς στερείται τη «στήριξη» που της παρέχει η ορχήστρα – μπορεί να είναι πολύ πιο δύσκολα από μια παράσταση. Αν έπρεπε να διαλέξετε ανάμεσα σε ρεσιτάλ και παράσταση ποιο από τα δύο θα προτιμούσατε;

«Μου αρέσουν αμφότερα. Είναι διαφορετικές εμπειρίες, αλλά ταυτόχρονα έχουν την ίδια κοινή βάση: πάντα καλείσαι να πεις μια ιστορία. Η δυσκολία των ρεσιτάλ είναι ότι οι ιστορίες είναι πολλές, εναλλάσσονται, οι ρόλοι είναι διαφορετικοί, επομένως σε κάθε τραγούδι οφείλεις να μεταμορφωθείς σε κάτι άλλο. Η όπερα έχει άλλες δυσκολίες και απαιτήσεις έτσι όπως συνδυάζει τη μουσική, το τραγούδι, με τη θεατρική πράξη».

Τελευταίως παρουσιάζετε και το «A Diva is Born», ένα «διαφορετικό» ρεσιτάλ, με απρόσμενα τραγούδια. Μεταξύ άλλων, ερμηνεύετε το «Moon over Bourbon Street» του Στινγκ και τα «Always remember us this way» και «Shallow» της Lady Gaga. Αυτό πώς προέκυψε, ήταν δική σας ιδέα;

«Για να είμαι ειλικρινής, δεν είναι εντελώς δική μου ιδέα. Προέκυψε από τη συνεργασία μου με τον πιανίστα Χιουνγκ-Κι Τζου, ο οποίος με συνοδεύει στο πρόγραμμα. Τι είναι τώρα αυτό; Πρόκειται για κάτι σαν χιουμοριστικό δρώμενο που με αφορά προσωπικά, καθώς αναφέρεται στη δική μου ιστορία. Το δημιουργήσαμε από κοινού, το παρουσιάσαμε ήδη στο Σάλτσμπουργκ το περασμένο καλοκαίρι και συνεχίζουμε να δουλεύουμε πάνω του. Τον Δεκέμβριο θα το παρουσιάσουμε και στην Κρατική Οπερα της Βιέννης».

φωτο: Timofei Kolesnikov

Ασχολούσασταν πάντα και με τη σύγχρονη μουσική;

«Oχι, η σύγχρονη μουσική ήρθε αργά στη ζωή μου. Δεν τραγουδούσα ποτέ ποπ, ίσως κάποια μιούζικαλ, αλλά ως εκεί. Η ιδέα, όπως σας είπα, προέκυψε τυχαία από τη γνωριμία μου με τον Χιουνγκ-Κι σε μια συναυλία στην Αγία Πετρούπολη, το 2013, όπου συμμετείχα την τελευταία στιγμή αντικαθιστώντας έναν συνάδελφο που είχε αρρωστήσει. Εκεί πρωτοτραγούδησα το “Moon over Bourbon Street”. Ο Χιουνγκ-Κι μού είπε πως δεν είχε ξανακούσει σοπράνο να τραγουδά έτσι τη σύγχρονη μουσική και του υποσχέθηκα να κάνουμε κάτι μαζί.

Πέρασαν δέκα χρόνια και τελικά έφτασα να εξερευνώ τη φωνητική τεχνική των ποπ τραγουδιστών και έμαθα κάποια τραγούδια, τα οποία αποφασίσαμε να εντάξουμε στο πρόγραμμα των κοινών εμφανίσεών μας. Λόγω της Lady Gaga και της ταινίας “Ενα αστέρι γεννιέται” (“A star is born”) όπου πρωταγωνιστούσε, ονομάσαμε το ρεσιτάλ μας “A Diva is Born”. Είναι όπως σας είπα ένα πολύ προσωπικό πρόγραμμα, περισσότερο σόου παρά ρεσιτάλ. Ξεκινήσαμε να κάνουμε κάτι κωμικό, αλλά τελικά οι άνθρωποι που έρχονται συγκινούνται και κλαίνε… Οπότε δεν το λες και “κωμωδία” (σ.σ.: γελάει)».

Χρησιμοποιείτε διαφορετική τεχνική από την τεχνική της όπερας για να πείτε τα ποπ τραγούδια;

«Είναι άλλη η τεχνική, άλλο το στυλ, αλλά απολαμβάνω τη διαδικασία να ανακαλύπτω νέους τρόπους έκφρασης. Ελπίζω η Lady Gaga να μην έχει πρόβλημα με αυτό» (σ.σ.: γελάει).

Στην όπερα έχετε ερμηνεύσει ρόλους υψηλών απαιτήσεων, από τη «Νόρμα» του Μπελίνι, τη Λαίδη Μάκβεθ στον «Μάκβεθ» του Βέρντι και την «Τουραντότ» του Πουτσίνι, ως τη «Σαλώμη» του Ρ. Στράους. Ποιος είναι μέχρι στιγμή ο δυσκολότερος;

«Δύσκολο να πω, γιατί κάθε φορά που αναλαμβάνω έναν ρόλο μού φαίνεται ο πιο δύσκολος. Αν όμως το δω πιο ψύχραιμα και προσεκτικά, θα έλεγα η “Νόρμα”. Είναι τεράστιες οι δυσκολίες που έχει να αντιμετωπίσει η ερμηνεύτρια. Την τραγούδησα για πρώτη φορά τον περασμένο Φεβρουάριο στη Βιέννη, στη σκηνοθεσία του Βασίλι Μπαρχάτοφ, και θα ήθελα στο μέλλον να μου δοθεί η ευκαιρία να την εξελίξω».

Σας αρσουν τα δύσκολα, έχετε τη φήμη της ατρόμητης τραγουδίστριας, που δεν φοβάται και τις πιο τολμηρές προκλήσεις…

«Τι είναι αλήθεια εύκολο; Ολα δύσκολα είναι όταν τα δεις με σοβαρότητα και προσπαθήσεις να δώσεις τον καλύτερο εαυτό σου».

Εχετε τεράστιο και εντυπωσιακό ρεπερτόριο, με δεκάδες ρόλους. Υπάρχουν και ρόλοι που ακόμα δεν έχουν έρθει στον δρόμο σας και που τους ονειρεύεστε;

«Δεν ονειρευόμουν ποτέ συγκεκριμένους ρόλους στην όπερα. Πλέον ό,τι ρόλοι έρχονται είναι ρόλοι που πάντα ήθελα να τραγουδήσω, και όσοι συνεργάτες βρίσκονται στον δρόμο μου είναι επίσης οι συνεργάτες που πάντα ήθελα να έχω. Ετσι λειτουργούν τα πράγματα για μένα».

Σκέφτεστε να κάνετε κι άλλους μπελκάντο ρόλους μετά τη «Νόρμα»;

«Θα ήθελα να δουλέψω περισσότερο πάνω στη “Νόρμα”, να την αναδείξω στον καλύτερο ρόλο του ρεπερτορίου μου. Δεν έχω σκεφτεί ιδιαίτερα άλλες μπελκάντο όπερες που θα ήθελα να κάνω, και ξέρετε γιατί; Τραγουδώ πολύ ρόλους που ήδη έχω στο ρεπερτόριό μου και την ίδια στιγμή μαθαίνω ρόλους για πρεμιέρες που τις είχαμε προγραμματίσει εδώ και χρόνια. Είναι τόσο γεμάτο το πρόγραμμά μου που δεν μπορώ να προσθέσω κάτι επιπλέον, δεν διαθέτω χρόνο να το μάθω.

Εχω μεταξύ άλλων δεχθεί πολλές προτάσεις για να κάνω τη “Μήδεια” του Κερουμπίνι, αλλά η έλλειψη χρόνου δεν μου επιτρέπει να ασχοληθώ μαζί της. Ισως πολλά χρόνια μετά, αν είμαι ακόμα σε θέση να την κάνω (σ.σ.: γελάει) και αν θέλω να μάθω κάτι εντελώς καινούργιο, να αναλάβω το εγχείρημα. Γιατί είναι υπέροχο έργο».

Λέτε εύκολα «όχι» σε ένα θέατρο ή σε έναν ατζέντη όταν σας προτείνουν έναν ρόλο που δεν θέλετε να αναλάβετε;

«Αν θεωρώ πως ένας ρόλος δεν μου ταιριάζει, δεν το φοβάμαι το “όχι”. Πιστεύω όμως ότι ο καλλιτέχνης πρέπει και να τολμά – αλλιώς, μένει πάντα στη ζώνη ασφαλείας του και δεν εξελίσσεται. Προσωπικά τώρα, σε αυτή τη φάση της καριέρας μου, έχω τη δυνατότητα να επιλέγω, είμαι εγώ εκείνη που θα συζητήσει με τα θέατρα τι θέλει να κάνει.

Ομως εξακολουθώ να πιστεύω ότι οι καλλιτέχνες πρέπει να λένε με ειλικρίνεια “όχι”, να λένε “αυτό δεν είναι για μένα”, αλλά ταυτόχρονα να μη φοβούνται να παίρνουν ρίσκα».

Τι γίνεται αν σε μια παραγωγή διαφωνείτε με τον σκηνοθέτη;

«Το θέατρο είναι ομαδική δουλειά. Αν δεν νιώσω μέσα μου αυτό που μου ζητεί ο σκηνοθέτης, του το λέω, το συζητώ μαζί του, του εξηγώ “δεν το νιώθω έτσι”, ακούω τη δική του εξήγηση και του παρουσιάζω τη δική μου οπτική. Και τότε ή ο σκηνοθέτης με βοηθάει να μπω σε αυτό το συναίσθημα ή, αν εξακολουθώ να μην το νιώθω, τότε το αλλάζουμε, προσπαθούμε να κάνουμε κάτι άλλο. Ούτε ο σκηνοθέτης ούτε εγώ θέλουμε να λέμε ψέματα πάνω στη σκηνή ή να κάνουμε κάτι που νιώθουμε ότι δεν μας ταιριάζει.

Πρόκειται πραγματικά για συνθετική δουλειά, όπου είναι σημαντικό να εμπιστευόμαστε ο ένας τον άλλον. Κανείς δεν θέλει να γίνεται κάτι μη πειστικό στη σκηνή. Η εμπιστοσύνη και η καλή συνεργασία είναι το παν».

Θυμάστε τη στιγμή που αποφασίσατε να γίνετε τραγουδίστρια;

«Δεν υπήρξε συγκεκριμένη στιγμή. Οταν ήμουν 4 ετών ονειρευόμουν πράγματι να γίνω τραγουδίστρια. Οταν ήμουν 8, μάλλον όχι. Στα 13 μου, σίγουρα όχι. Μετά πάλι το ήθελα. Στην πραγματικότητα, μόνο όταν τραγούδησα πρώτη φορά σε επαγγελματική παραγωγή όπερας, το 2004 στη Νορβηγία, οπότε έκανα την Ντόνα Αννα στον “Ντον Τζοβάνι” του Μότσαρτ, ένιωσα ότι ήταν η στιγμή να δοκιμάσω αυτό το μονοπάτι».

Γεννηθήκατε όμως σε μουσική οικογένεια, ο πατέρας σας ήταν ο τενόρος Γκεγκχάμ Γκριγκοριάν και μητέρα σας η υψίφωνος Ιρένα Μιλκεβιτσιούτε, δύο τραγουδιστές με αξιόλογες σταδιοδρομίες. Πόσο σας επηρέασε αυτό;

«Πάρα πολύ, ήταν καθοριστικό».

Σας ενθάρρυναν οι γονείς σας να ακολουθήσετε αυτόν τον δρόμο;

«Και ναι και όχι. Ο πατέρας μου έλεγε ότι θα γίνω τραγουδίστρια της όπερας και ότι θα είμαι νούμερο ένα (σ.σ.: γελάει), το ήθελε πραγματικά. Η μητέρα μου, λόγω της δικής της εμπειρίας – ξέρετε, γυναίκα, μητέρα και τραγουδίστρια μαζί – είχε βιώσει πολύ μεγαλύτερες δυσκολίες και με προειδοποιούσε, παρότι ήθελε και εκείνη να λάβω μουσική παιδεία. Με έγραψε μάλιστα σε μουσικό σχολείο στα 5 μου χρόνια. Ομως πάντα μου έλεγε “Ασμίκ, είναι ένα πολύ δύσκολο επάγγελμα”».

Ποιοι ήταν οι καλλιτεχνικοί σας μέντορες;

«Δεν είχα ποτέ είδωλα. Οι γονείς μου ήταν μεγάλο πρότυπο ως προς την τεχνική τους, τον τρόπο που τραγουδούσαν, τον τρόπο που αντιμετώπιζαν τη δουλειά τους, ήθελα να φτάσω αυτό το επίπεδο. Και οι δύο ήταν δάσκαλοί μου και επηρέασαν αναπόφευκτα την εξέλιξή μου, το γούστο μου, τα πάντα. Σε άλλους τραγουδιστές θαύμαζα επιλεκτικά διάφορα στοιχεία, όπως την προσέγγισή τους σε συγκεκριμένους ρόλους.

Θα έλεγα ότι η επιρροή για να γίνω αυτό που έγινα – ή που ακόμα γίνομαι – έρχεται πάντα από μέσα μου, από τη δική μου εσωτερική μάχη, από τους δικούς μου δαίμονες και αγγέλους, αν με καταλαβαίνετε. Δεν έρχεται ποτέ απ’ έξω ή από άλλους καλλιτέχνες».

Είστε μητέρα δύο παιδιών. Πόσο εύκολο είναι να δημιουργήσεις τη δική σου οικογένεια όταν κάνεις διεθνή καριέρα;

«Ειδικά τώρα που βρίσκομαι στο υψηλότερο, θα έλεγα, σημείο της καριέρας μου, πρέπει κάθε φορά να ξεπερνώ τον εαυτό μου, να τον πιέζω να δώσει κάτι περισσότερο. Στην πραγματικότητα, όμως, υπάρχουν κρίσιμες παράμετροι που δεν αφορούν άλλους παρά εμένα. Oπως το αν κοιμήθηκα το προηγούμενο βράδυ ή αν είχα προβλήματα ή αν δεν είχα χώρο για να ξεκουραστώ και να συγκεντρωθώ. Κανένας δεν τα ρωτάει αυτά. Και δεν μου επιτρέπεται να βγω με δικαιολογίες όπως “συγγνώμη, σήμερα δεν έπιασα το υψηλό ντο επειδή δεν πρόλαβα να διαλογιστώ μία ώρα”. Ολο αυτό λοιπόν γίνεται ακόμα πιο πολύπλοκο όταν έχεις παιδιά. Σίγουρα η μητρότητα είναι ένα από τα πιο απαιτητικά κομμάτια αυτού του επαγγέλματος.

Αλλά το πιο βαρύ, το πιο εξαντλητικό – και νομίζω κάθε μητέρα θα με καταλάβει, είτε είναι τραγουδίστρια είτε όχι – είναι το αίσθημα ενοχής που αναπτύσσεις και που το κουβαλάς όλη σου τη ζωή: η αίσθηση ότι και λόγω των επαγγελματικών σου υποχρεώσεων δεν είσαι αρκετή, ότι δεν είσαι επαρκής για τα παιδιά σου, για την οικογένειά σου. Αυτό δύσκολα το διαχειρίζεσαι. Εγινα μητέρα πολύ νωρίς, την κουβαλάω από τότε αυτή την ενοχή, και νομίζω ότι είναι το πιο εξουθενωτικό κομμάτι της καριέρας μου και της ζωής μου».

Τα παιδιά σας αγαπούν τη μουσική ή έχουν διαφορετικά ενδιαφέροντα;

«Ειδικά με τον γιο μου, είναι αστείο, προσπαθούσα κάπως να τον “προστατεύσω” από τον κόσμο της μουσικής, γι’ αυτό δεν του έδωσα αυστηρή μουσική εκπαίδευση. Αλλά στο τέλος έμαθε μόνος του πιάνο, γράφει υπέροχη μουσική, άρχισε να σπουδάζει λυρικό τραγούδι, έχει και το δικό του συγκρότημα. Μάλλον σκέφτεται σοβαρά την πιθανότητα να γίνει ηθοποιός. Οπότε, ναι, βρέθηκε και αυτός στον χώρο της τέχνης. Η κόρη μου τραγουδάει συνεχώς, κάθε στιγμή της μέρας, δεν σταματάει ποτέ! Αυτό καμιά φορά είναι ενοχλητικό (σ.σ.: γελάει), αλλά, δεν το κρύβω, με κάνει και χαρούμενη».

Τι άλλο, εκτός από τα παιδιά σας και το τραγούδι, σας δίνει χαρά; Πώς χαλαρώνετε έπειτα από περιοδείες ή παραστάσεις όταν επιστρέφετε στο σπίτι;

«Οταν ζεις συνεχώς μακριά, μαθαίνεις να κουβαλάς το σπίτι μέσα σου – ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι ξεγελάς λίγο τον εαυτό σου. Με τα χρόνια το έμαθα κι εγώ. Τώρα νιώθω ότι το σπίτι μου είναι το μέρος όπου βρίσκομαι κάθε φορά. Φυσικά, κάθε άνθρωπος έχει την ανάγκη να ανήκει κάπου. Νομίζω ότι η κατάρα και το δώρο μου είναι ότι προέρχομαι από μια μεικτή οικογένεια.

Μεγάλωσα με γονείς από διαφορετικές χώρες, ο πατέρας μου ήταν Αρμένιος και η μητέρα μου Λιθουανή, άνθρωποι με διαφορετικές κουλτούρες και διαφορετικές νοοτροπίες. Αυτό το αίσθημα του “δεν ξέρω πού ανήκω” το έχω από παιδί. Ισως γι’ αυτό ένιωθα πάντα ότι μου έλειπε το σπίτι, με την παραδοσιακή έννοια του όρου. Δεν έχει να κάνει μόνο με το επάγγελμά μου. Τώρα, όσο μεγαλώνω χαίρομαι που μπορώ να πω: “ΟK, ας πούμε ότι τώρα το σπίτι μου είναι η Βιέννη” – τουλάχιστον για μερικά χρόνια, όσο η κόρη μου θα πηγαίνει σχολείο στη Βιέννη».

Δεν θα θέλατε να υπάρχει πράγματι κάπου ένα μόνιμο, ένα σταθερό σπίτι;

«Κακά τα ψέματα, να γνωρίζεις ότι υπάρχει ένα μέρος όπου μπορείς να επιστρέφεις και να λες “γυρίζω σπίτι”, είναι το μεγαλύτερο δώρο. Την ίδια στιγμή είναι μεγάλο δώρο, ειδικά για εμάς τους καλλιτέχνες που ταξιδεύουμε διαρκώς, και αυτό που σας είπα: η ικανότητα να νιώθεις σπίτι όπου κι αν βρεθείς. Αν επιπλέον καταφέρνεις να έχεις γύρω σου έστω και για λίγο τα αγαπημένα μου πρόσωπα, τότε αυτό δεν είναι απλώς το σπίτι σου, είναι παράδεισος!».

INFO

Χορηγός της εμφάνισης της Ασμίκ Γκριγκοριάν στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών είναι η Τράπεζα Πειραιώς.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version