«Η έννοια της ταυτότητας υπήρχε από πάντα, από τότε που οι άνθρωποι άρχισαν να δημιουργούν οικόσημα για να τα τοποθετούν έξω από τα σπίτια τους. Γιατί είναι σημαντικό αυτό; Επειδή τα σύμβολα συμπυκνώνουν αξιακά συστήματα. Ολοι υποστηρίζουν μια ομάδα ιδεών ή ανθρώπων και υπακούουν σε αυτά τα σύμβολα, κάτι που είναι εξαιρετικά παλιό και διαχρονικό. Το σύμβολο λειτουργεί ως μια μορφή μη λεκτικής επικοινωνίας, επικοινωνία χωρίς λέξεις, φθόγγους ή γράμματα. Είναι ένας τρόπος να μεταφέρονται έννοιες και αξίες πέρα από τον λόγο».
Ο Δημήτρης Κολιαδήμας, ιδρυτής της Semiotik Design Agency, πιστεύει στη δύναμη της οπτικής ταυτότητας και στην αρχέγονη σχέση του ανθρώπου με τα σύμβολα. Από αυτήν ακριβώς την αφετηρία ξεκινά και η δική του δημιουργική διαδρομή: από την πεποίθηση ότι η γραφιστική δεν είναι απλώς επικοινωνία εικόνων, αλλά η ερμηνεία και οργάνωση αξιών, συναισθημάτων και νοημάτων στον σύγχρονο πολιτισμό.
Είναι μια θέση που ευτυχώς έχει απήχηση. Ας πούμε ότι η Semiotik Design Agency επιβεβαίωσε φέτος τη θέση της ως ένα από τα πλέον συνεπή και οραματικά δημιουργικά γραφεία της χώρας, αποσπώντας το Mέγα ΕΒΓΕ, οπότε και τον τίτλο του Γραφείου της Χρονιάς, στα εφετινά Ελληνικά Βραβεία Γραφιστικής και Εικονογράφησης.
Χάρη στη συνέπειά της στην προαναφερθείσα φιλοσοφία, η ομάδα της Semiotik διακρίθηκε για μια σειρά πρότζεκτ με ιδιαίτερη αισθητική και εννοιολογική βαρύτητα. Ανάμεσά τους οι τρεις διακρίσεις για το νεοσύστατο Μουσείο Γέσιου στην Εδεσσα που είναι αφιερωμένο στον Μακεδονικό Αγώνα, αλλά και οι άλλες τέσσερις για το LP «Μπρανκαλεόνε» του Παύλου Παυλίδη (Fine Records, φωτογραφικό concept Bασίλης Κεχαγιάς).
Πρόκειται για ένα έργο που ξεπέρασε τα στενά όρια της μουσικής παραγωγής, λειτουργώντας ως πολυαισθητηριακή εμπειρία με αυτόνομη εικαστική αξία. «Φτιάξαμε μια πολύ ουσιαστική δουλειά για τον Παύλο, είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις στην ελληνική δισκογραφία όπου το εικαστικό κομμάτι που συνοδεύει έναν καλλιτέχνη δεν είναι απλώς διακοσμητικό, αλλά διαθέτει αισθητική αξία και έναν λόγο ύπαρξης. Είναι ένα έργο που μπορεί να σταθεί και να εκτεθεί αυτόνομα» θα πει στο ΒHMAgazino ο Kολιαδήμας.

Photo Credits: Ανδρέας Σιμόπουλος
Η προσέγγιση της ομάδας δεν περιορίστηκε στην εικόνα: «Η εμπειρία που θέλαμε να δημιουργήσουμε είναι πολυαισθητηριακή, να μην αφορά μόνο την ακοή, αλλά και την αφή, την όραση. Γιατί μόνο έτσι ο θεατής-ακροατής έρχεται πραγματικά σε επαφή με τον κόσμο. Το ψηφιακό περιβάλλον, όσο εντυπωσιακό κι αν είναι, παραμένει ελλιπές: του λείπουν η σωματικότητα, η υλικότητα, η αίσθηση».
Η συγκεκριμένη συνεργασία υποστηρίχθηκε από μια δισκογραφική που όπως θα πει ο Κολιαδήμας αντιλαμβάνεται τον ρόλο της με όρους πολιτισμικής ευθύνης: «Στάθηκα τυχερός γιατί πίσω από το πρότζεκτ υπάρχει μια δισκογραφική εταιρεία με ανθρώπους οραματιστές, που αντιμετωπίζουν τη μουσική παραγωγή ως μέρος ενός ευρύτερου πολιτιστικού πεδίου. Μέσα από αυτή τη συνεργασία αισθάνομαι ότι δεν κάναμε απλώς μια δουλειά αλλά παράξαμε έργο».
Ο Κολιαδήμας δεν βλέπει τη γραφιστική ως ένα απομονωμένο πεδίο. Η δουλειά του εκτείνεται σε ένα ευρύ φάσμα, που ξεκινά από την οπτική ταυτότητα και φτάνει μέχρι τη στρατηγική και τη συνολική κουλτούρα μιας επιχείρησης ή ενός πολιτιστικού φορέα.
«Αυτό που με ενδιαφέρει βαθιά είναι να αναδεικνύω την πολιτιστική διάσταση των έργων με τα οποία ασχολούμαι. Ακόμα και σε καθαρά εμπορικά πρότζεκτ, επιδιώκω να ενθέτω έννοιες και αξίες από αυτό που αποκαλούμε “πολιτιστική σφαίρα”. Γιατί πιστεύω ότι τα πράγματα αλλάζουν ουσιαστικά μόνο μέσω του πολιτισμού. Αντί να κάνουμε διαρκώς διορθωτικές κινήσεις στα συμπτώματα, κοινώς στα αποτελέσματα της κακής διαχείρισης ή της ελλιπούς συνεννόησης, θεωρώ πως η πραγματική λύση βρίσκεται πιο πίσω: στην καλλιέργεια των αξιών από νωρίς μέσα σε περιβάλλοντα που πατούν γερά πάνω στον ανθρωπισμό και στον πολιτισμό.
Γι’ αυτό και δεν αισθάνομαι πια ότι κάνω απλώς γραφιστική. Νιώθω ότι συμμετέχω στη διαμόρφωση στρατηγικών αποφάσεων που επιτρέπουν στους συνεργάτες και στους πελάτες να προχωρήσουν ουσιαστικά. Πολλά από τα πρότζεκτ στα οποία δουλεύουμε αφορούν εξίσου ή και περισσότερο την αρχιτεκτονική, τον σχεδιασμό χώρων, το branding ή το μάρκετινγκ. Αυτό που παραμένει σταθερό είναι η πρόθεση να φέρνουμε τον πολιτισμό στο επίκεντρο».
Η αισθητική ως ζήτημα βάθους
Μιλώντας για τις επιρροές του, ξεχωρίζει στοιχεία από πολλά ρεύματα και ανθρώπους, χωρίς να εγκλωβίζεται σε κάποιο συγκεκριμένο. Από το Bauhaus και τη ρωσική πρωτοπορία, ως τον Κάρολο Τσίζεκ, τον Φρέντι Κάραμποτ, τον Παναγιώτη Καλαντζόπουλο ή τον γερμανό τυπογράφο Ερικ Σπίκερμαν, τον Ελβετό Φαμπιάν Χαρμπ της Dinamo, τον Αμερικανό Ντέιβιντ Κάρσον της grunge typography, ή τον Βρετανό Νέβιλ Μπρόντι των The Face και Arena Brody μεταξύ άλλων, ο Κολιαδήμας θαυμάζει κινήματα και ανθρώπους που συναντώνται τελικά στον κοινό παρονομαστή «της ειλικρίνειας, της συγκίνησης και της συνέπειας της σκέψης».
Η αισθητική για τον Κολιαδήμα δεν είναι ζήτημα επιφάνειας, αλλά βαθύτερης σκέψης και πρόθεσης. «Δεν θεωρώ ότι η αισθητική, ως τελική αποτύπωση μιας σχεδιαστικής πράξης, είναι από μόνη της ικανή να βελτιώσει τα πράγματα. Αυτό που πραγματικά έχει αξία είναι η αισθητική της σκέψης. Τι εννοώ: μια όμορφη αφίσα ή μια καλοσχεδιασμένη επικοινωνία μπορεί να ομορφύνει το περιβάλλον, έστω και μέσα στην υποκειμενικότητα της αντίληψής μας για το “όμορφο”. Ωστόσο, αυτό που καθορίζει την ουσία ενός έργου είναι οι επιλογές που διαμορφώνουν τη σχεδιαστική του πορεία.
Η αισθητική ως αποτέλεσμα είναι μια διαρκώς ανοιχτή, σχεδόν ανέφικτη κουβέντα γιατί είναι, τελικά, υποκειμενική. Εκεί που για μένα τίθεται το πραγματικό ερώτημα είναι στο αν η σκέψη που οδηγεί στο έργο ενσωματώνει ουσιαστικές αξίες και προθέσεις: από την επιλογή βιώσιμων υλικών μέχρι την πρόταση μιας στρατηγικής κατεύθυνσης που μπορεί να οδηγήσει μια επιχείρηση σε έναν νέο δρόμο.
Αυτό που κάνουμε, αυτό που εγώ θεωρώ πως είναι η ουσία της δουλειάς μας, είναι η αναδιαμόρφωση της κουλτούρας: των εταιρειών, των ομάδων, των ανθρώπων. Ξαναχτίζουμε τον τρόπο που σκέφτονται και λειτουργούν, με στόχο κάτι πιο συνειδητό, πιο οργανωμένο, πιο στοχευμένο».
Ωστόσο δεν µπορούµε να µιλάµε για δηµιουργικές προτάσεις σε όποιο πεδίο και αν επεκτείνονται χωρίς να µιλάµε για αισθητική. «Αν μιλήσουμε για αισθητική, αυτό που με εκφράζει είναι η λειτουργικότητα, όχι η διακοσμητική προσέγγιση των πραγμάτων.
Με ενδιαφέρει η αφαίρεση, η διατήρηση μόνο των ουσιαστικών στοιχείων που εξυπηρετούν πραγματικά τον σκοπό κάθε έργου. Αυτή η αντίληψη δεν είναι κάτι που θεωρώ “ελληνικό” ή προσωπικό. Είναι μια ολόκληρη πολιτισμική κληρονομιά που έρχεται από την Ιστορία της Τέχνης και της σκέψης, ειδικά από την εποχή μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση, με δυο λόγια από τον μοντερνισμό.
Ο μοντερνισμός, με όλες του τις εκφάνσεις, έθεσε τα θεμέλια αυτής της λιτής, ουσιαστικής προσέγγισης, η οποία συνεχίζει να εξελίσσεται μέχρι σήμερα. Σε αυτό το πλαίσιο αισθητικής νιώθω ότι ανήκω».
Ωστόσο, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το γεγονός ότι ζούμε σε μια εποχή όπου η τεχνολογία προχωρά με ταχύτατους ρυθμούς και προσφέρει σχεδιαστικά εργαλεία απίστευτων δυνατοτήτων. Πόσο επηρεάζουν άραγε τη σκέψη και την αισθητική ενός δημιουργού;
«Υπάρχει μια διευρυμένη ανάγκη, μια ροπή προς τη χρήση νέων τεχνολογιών. Ωστόσο, η τεχνολογία τα τελευταία χρόνια έχει βοηθήσει πολύ στο να παράγεις, όχι όμως απαραίτητα στο να σκέφτεσαι. Υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην ακαδημαϊκή μελέτη και τη δυνατότητα ενός εργαλείου. Ακριβώς επειδή τα εργαλεία εξελίσσονται με τρομερή ταχύτητα ενώ η ακαδημαϊκή γνώση δεν αναπτύσσεται με τον ίδιο ρυθμό, δημιουργείται ένα μεγάλο κενό.
Το κενό αυτό είναι η αυταπάτη ότι το εργαλείο μπορεί να προσφέρει από μόνο του το αποτέλεσμα, αντί να αποτελεί το μέσο για να εκφράσεις μια ώριμη, καλοδουλεμένη σκέψη. Η υποκειμενικότητα ενός όμορφου, καλαίσθητου τελικού αποτελέσματος δεν ταυτίζεται πάντα με την αρτιότητα και πληρότητα της σκέψης που το οδήγησε εκεί. Η προσπάθεια είναι σεβαστή και ορατή, ειδικά σήμερα που τα μέσα μάς επιτρέπουν να τη βλέπουμε πιο εύκολα.
Ωστόσο, δεν είμαι σίγουρος ότι αυτή πάντα συνοδεύεται από την απαιτούμενη ωριμότητα σκέψης. Το λέω ως έναν γενικό προβληματισμό. Εμένα με ενδιαφέρει να αναγνωρίζω, πίσω από το τελικό σχέδιο, είτε πρόκειται για ένα αντικείμενο, ένα αυτοκίνητο ή ένα έργο σε δύο διαστάσεις, το αξιακό σύστημα που το διέπει.
Να αναγνωρίζω δεν σημαίνει να κλέβω την επιφάνεια ή την τελική αποτύπωση, αλλά να αναλύω το μονοπάτι της σκέψης που οδήγησε σε αυτό. Αποδομώντας το τελικό έργο, μπορείς να καταλάβεις τις ρίζες του, την προέλευσή του. Για μένα, αυτό είναι πολύ σημαντικό και είναι επίσης το κριτήριο που κατατάσσει ένα έργο στη σφαίρα του κλασικού: όταν οι βασικές αρχές παραμένουν αναλλοίωτες στο πέρασμα του χρόνου».
Ο παράγοντας «τύχη»
Ο δρόμος του Κολιαδήμα προς τη γραφιστική δεν ήταν άμεσος, αλλά προέκυψε μέσα από συγκυρίες που, όπως αποδείχθηκε, τον οδήγησαν σε έναν χώρο που τελικά τον εξέφρασε βαθιά. Με αρχικό του όνειρο την αρχιτεκτονική, ήρθε από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα για σπουδές στη γραφιστική.
«Ηρθα και πέρασα τον πρώτο χρόνο μου ως γνήσιος φοιτητής. Ξαφνικά όμως ένα οικογενειακό πρόβλημα με ώθησε να καταλάβω ότι πρέπει να σταθώ στα πόδια μου και να ανεξαρτητοποιηθώ οικονομικά.
Τη στιγμή εκείνη, η γραφιστική ήταν το μόνο μέσο που είχα για να τα καταφέρω και να πετύχω. Γι’ αυτό λέω ότι το θεωρώ τύχη: πρώτον, γιατί οι συνθήκες με ώθησαν να προσπαθήσω και, δεύτερον, γιατί βρέθηκα να ασχολούμαι με κάτι που τελικά με ενδιέφερε πολύ».
Χωρίς πρόσβαση στην πληροφορία έπιασε δουλειά σε βιβλιοπωλείο, κλείνοντας συνδρομές για περιοδικά της σχολής και η πληρωμή του ήταν σε είδος: βιβλία. Στο Λονδίνο, ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό του στο London College of Communication (LCC) με αντικείμενο την τυπογραφία και την ερευνητική μεθοδολογία στη διαδικασία του design (MA in Typo/Graphic Studies) παρουσιάζοντας διπλωματική εργασία με θέμα την πολιτική ρητορική και τη χρήση προσωπικών αντωνυμιών στον πολιτικό λόγο.
Κατά την τελική έκθεση των αποφοίτων, οι καθηγητές του εντυπωσιάστηκαν τόσο από τη δουλειά του που πρότειναν να τον στείλουν στο γραφείο που σχεδίαζε εξώφυλλα για τον Ντέιβιντ Μπόουι (Jonathan Barnbrook), όμως, όπως θα εξηγήσει, έπρεπε να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη. Εκεί, γνώρισε τον Δημήτρη Παπάζογλου και μαζί ξεκίνησαν τους Designers United, ένα δημιουργικό σχήμα που άφησε έντονο αποτύπωμα στο πεδίο του ντιζάιν.
Η πρώτη του επαγγελµατική επιτυχία ήρθε ως art director στο περιοδικό «Cool» του Αρη Τερζόπουλου, µε διευθυντή τον Στέφανο Τσιτσόπουλο. Το 2014 ίδρυσε τη Semiotik Design Agency, με έδρα τη Θεσσαλονίκη, και από εκεί και πέρα, όπως λέει και ο σοφός λαός, «τα υπόλοιπα είναι ιστορία».
Τα τελευταία δύο χρόνια, το δηµιουργικό του ταξίδι συνεχίζεται από την Αθήνα, χωρίς να χάνει τον πειραµατισµό, την αισθητική συνέπεια και, το κυριότερο, τη στόχευση που τον χαρακτηρίζει από την αρχή: «Συνεργάζομαι με όμορφους ανθρώπους, με οραματιστές. Δεν δουλεύω για τη δόξα ή την αναγνώριση, δουλεύω για να αφήσω πίσω μου έργο. Ενα έργο που, όταν εγώ θα έχω φύγει, κάποιοι άλλοι θα το βρουν, θα πατήσουν πάνω του και θα το πάνε πιο πέρα. Δεν πρόκειται απλώς για υστεροφηµία, είναι ο βαθύτερος σκοπός τού να συνεισφέρεις σε κάτι µεγαλύτερο από εσένα».
