Άλις Γουίν: «Το να διαβάζω πολεμικές μαρτυρίες με άλλαξε – αλλά πιστεύω προς το καλύτερο»

Η διεθνούς φήμης συγγραφέας, Άλις Γουίν, μιλάει στο ΒΗΜΑgazino για το λογοτεχνικό ντεμπούτο της, για την αξία τού να ζεις σε περίοδο ειρήνης και για τα βιβλία που αγαπά.

Άλις Γουίν: «Το να διαβάζω πολεμικές μαρτυρίες με άλλαξε – αλλά πιστεύω προς το καλύτερο»

Είναι σχεδόν αδύνατο να διαβάσει κανείς το μυθιστόρημα «In Memoriam» της Άλις Γουίν χωρίς να ξεσπάσει κάποια στιγμή σε λυγμούς. Παρότι αυτό το σπαραξικάρδιο βιβλίο είναι το λογοτεχνικό ντεμπούτο της, η νεαρή συγγραφέας γράφει με τη σιγουριά και την ωριμότητα έμπειρου λογοτέχνη.

H 32χρονη Αμερικανοϊρλανδή μεγάλωσε στο Παρίσι και σπούδασε στο Ηνωμένο Βασίλειο. Είναι πτυχιούχος Αγγλικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και ζει στο Μπρούκλιν.

Το υπέροχο πόνημά της για τον έρωτα δύο νεαρών ανδρών μέσα στη ζοφερή πραγματικότητα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ικαρος, έχει αγαπηθεί από το παγκόσμιο αναγνωστικό κοινό και υπήρξε υποψήφιο για πολλά σημαντικά βραβεία.

Τι σας ενέπνευσε να γράψετε το «In Memoriam» και πώς ανακαλύψατε τις μαθητικές εφημερίδες της εποχής του Πολέμου που αποτέλεσαν την αφορμή για το βιβλίο;

Προσπαθούσα να μη γράψω μυθιστόρημα όταν έγραψα το “In Memoriam”. Είχα ήδη γράψει τρία μυθιστορήματα συνεχόμενα και δεν είχα βρει κάποιον ατζέντη για κανένα από αυτά. Ηταν ξεκάθαρο ότι έπρεπε να προχωρήσω και να δοκιμάσω κάτι διαφορετικό, οπότε άρχισα να επικεντρώνομαι περισσότερο στη συγγραφή σεναρίων.

Καθώς ανέλαβα κάποιες διορθώσεις σε σενάριο, έπεσα τυχαία πάνω στις μαθητικές εφημερίδες της εποχής του Πολέμου από το παλιό μου σχολείο – αυτές ήταν που με ενέπνευσαν να γράψω το “In Memoriam”, και έγραψα το μεγαλύτερο μέρος του πρώτου προσχεδίου μέσα σε δύο φρενήρεις εβδομάδες. Οι εφημερίδες αυτές ήταν τελείως διαφορετικές από όλη την πολεμική λογοτεχνία που είχα διαβάσει.

Το “In Memoriam” της Άλις Γουίν κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος.

Συνήθως τα βιβλία για τον πόλεμο είναι γραμμένα από ανθρώπους που τον έχουν ζήσει, έχουν επεξεργαστεί την εμπειρία τους και προσπαθούν να την εξηγήσουν σε ανθρώπους που δεν τη βίωσαν. Αυτές οι εφημερίδες όμως ήταν κάτι τελείως διαφορετικό.

Δεν γράφονταν για να διαβαστούν από κάποιον εκτός της κλειστοφοβικής σφαίρας των προσωπικών τραγωδιών τους. Ηταν ωμές, ακατέργαστες και τρομερά δύσκολες στην ανάγνωση – έφηβοι έγραφαν επικήδειους για τους μεγαλύτερους αδελφούς τους και τους φίλους τους, γνωρίζοντας πως μέσα σε λίγους μήνες ή χρόνια ίσως να σκοτώνονταν και οι ίδιοι. Δέθηκα συναισθηματικά με κάποια αγόρια μέσα από τα γραπτά τους, και ένιωθα ένα σοκ όταν έβλεπα το όνομά τους στις λίστες των νεκρών.

Ηθελα να αναπαραστήσω αυτό το συναίσθημα: το ξαφνικό πένθος, το να βλέπεις ένα όνομα σε μια μακριά λίστα και να σου κόβεται η ανάσα – και να συνειδητοποιείς ότι κάθε ένα από αυτά τα ονόματα έχει τη δύναμη να ραγίσει μια καρδιά.

Το μυθιστόρημα αποτυπώνει τόσο τη σκληρότητα του πολέμου όσο και την τρυφερότητα της αγάπης. Πώς ισορροπήσατε αυτά τα αντίθετα στοιχεία;

Η αγάπη ήρθε φυσικά – οι δύο πρωταγωνιστές, ο Γκοντ και ο Ελγουντ, είναι καλοί φίλοι. Αλληλοεκτιμώνται και θαυμάζει ο ένας τον άλλον. Μου έδωσε πολλή χαρά το να γράφω για αυτούς. Η σκληρότητα του πολέμου ήταν πιο δύσκολη.

Είμαι παιδί της ειρήνης, δεν μπορώ να φανταστώ τη βία. Στο πρώτο προσχέδιο, όλοι σκοτώνονταν με σφαίρες στο κεφάλι ή στο στήθος, γιατί αυτό μόνο μπορούσα να σκεφτώ. Διαβάζοντας πρωτογενείς πηγές, κρατούσα ένα απαίσιο μικρό σημειωματάριο, όπου κατέγραφα όλους τους τρόπους με τους οποίους άνθρωποι τραυματίζονταν ή σκοτώνονταν – και μετά ενσωμάτωνα αυτές τις συγκεκριμένες περιγραφές στο μυθιστόρημα.

Σχεδόν κάθε φρικτό πράγμα που συμβαίνει σε ένα σώμα στο “In Memoriam”προέρχεται από μια άμεση μαρτυρία στρατιώτη ή νοσοκόμας του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ισως το πιο χρήσιμο βιβλίο σε αυτό το κομμάτι ήταν το “Καταιγίδα από ατσάλι”του Ερνστ Γιούνγκερ, το οποίο πάντα σκέφτομαι ως αντίβαρο στο “Ουδέν νεώτερον από το Δυτικόν Μέτωπον”του Εριχ Μαρία Ρεμάρκ. Και τα δύο είναι διάσημα γερμανικά βιβλία για τον πόλεμο, αλλά ο Γιούγκερ είναι αποστασιοποιημένος, ενώ ο Ρεμάρκ είναι ποιητικός. Πήρα πολλές βίαιες σκηνές απευθείας από τον Γιούνγκερ.

Πώς προσεγγίσατε τον queer έρωτα σε ένα ιστορικό πλαίσιο όπου η ομοφυλοφιλία ήταν παράνομη;

Ηταν πρόκληση το να ερευνήσω τους ομοφυλοφιλικούς κώδικες μιας εποχής στην οποία κανείς δεν μπορούσε να γράψει ανοιχτά για το ότι ήταν γκέι. Με ενδιέφερε ιδιαίτερα η εμπειρία τού να είσαι γκέι σε οικοτροφείο. Τελικά, διάβασα “ανάμεσα στις γραμμές” βιβλίων όπως το “Μωρίς”του Ε.Μ. Φόρστερ, το “Αποχαιρετισμός σε όλα αυτά”του Ρόμπερτ Γκρέιβς και το “The Loom of Youth”του Αλεκ Γουό.

Ο Γουό ήταν ιδιαίτερα βοηθητικός – όταν το βιβλίο του κυκλοφόρησε το 1917 θεωρήθηκε σκάνδαλο, αν και οι περιγραφές του γκέι ρομάντζου είναι υπαινικτικές και συγκαλυμμένες. Παρ’ όλα αυτά, διαβάζοντας βιβλία γκέι συγγραφέων που περιέγραφαν τη ζωή τους στα οικοτροφεία εκείνης της εποχής, κατάφερα να συμπεράνω ότι υπήρχαν κάποιοι άγραφοι κανόνες γύρω από την ομοφυλοφιλική εξερεύνηση: συγκεκριμένα, αν ήσουν δημοφιλής, καλός στα σπορ, σχεδίαζες να παντρευτείς γυναίκα αργότερα και ήσουν διακριτικός, μπορούσες να κάνεις αρκετά χωρίς να δημιουργηθεί θέμα. Φυσικά, αυτοί οι κανόνες ίσχυαν μόνο μέσα στα οικοτροφεία. Στον πραγματικό κόσμο – και ειδικά στο μέτωπο – τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά.

Οι χαρακτήρες χρησιμοποιούν συχνά την ποίηση και τη λογοτεχνία για να εκφράσουν συναισθήματα που δεν μπορούν να πουν φωναχτά. Γιατί ήταν σημαντικό αυτό το μοτίβο για εσάς;

Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος γέννησε τόση ποίηση. Ηταν από τους λίγους τρόπους με τους οποίους οι βρετανοί στρατιώτες μπορούσαν να εκφραστούν χωρίς να λογοκριθούν – όπως υποστηρίζει και ο Μάικλ Κόρντα στο βιβλίο του για το θέμα. Ποίηση και Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος πάνε χέρι-χέρι. Ο Ελγουντ, ο πιο ρομαντικός από τους δύο πρωταγωνιστές μου, λατρεύει τη βικτωριανή ποίηση του Αλφρεντ Τένισον.

Υπάρχει μια απόλυτη δυσαρμονία ανάμεσα στον τρόπο που γράφει ο Τένισον για τον πόλεμο και τον τρόπο που βίωσαν τον πόλεμο οι στρατιώτες του Α’ Παγκοσμίου – και αυτό αποτέλεσε ένα πολύ συγκεκριμένο και χρήσιμο μέσο για να δείξω πώς οι ιδεαλιστικές αντιλήψεις του Παλαιού Κόσμου καταρρέουν από τον μαζικό, βιομηχανοποιημένο όλεθρο. Επίσης, το μυθιστόρημα αφορά εφήβους, και πιστεύω πως η ποίηση αποδίδει εξαιρετικά την ευαλωτότητα και τη βαθιά αγωνία αυτής της ηλικίας.

Οταν μιλούσα στους φίλους μου για το βιβλίο σας, το περιέγραφα ως «ο Αλαν Χόλινγκχερστ συναντά τη Ρεμπέκα Μακάι». Σας αρέσουν αυτοί οι συγγραφείς;

Αγαπώ και τους δύο συγγραφείς και με τιμά πολύ η σύγκριση!

Πώς σας επηρέασε η υποδοχή του βιβλίου – ιδιαίτερα από αναγνώστες της LGBTQ+ κοινότητας;

Ηταν σαν όνειρο που έγινε πραγματικότητα. Είχα κάποιες πολύ όμορφες εμπειρίες με αναγνώστες. Μια φορά, ένας νεαρός άνδρας ήρθε σε μια παρουσίαση βιβλίου στη Νέα Υόρκη. Ηταν πολύ ψηλός και φαινόταν αμήχανος, σαν να μην ένιωθε άνετα εκεί.

Μου είπε ότι δεν είχε ξαναπάει ποτέ σε βιβλιοπαρουσίαση, ότι δεν διάβαζε καν βιβλία, αλλά όλοι οι φίλοι του είχαν αγαπήσει το “In Memoriam”.

Μετά άρχισε να μιλάει πολύ γρήγορα, χωρίς να με κοιτάζει, με δάκρυα στα μάτια, και είπε πως δεν μπορούσα να φανταστώ τι σήμαινε το βιβλίο μου για εκείνον και τους φίλους του – όλοι τους ήταν γκέι βετεράνοι από την εποχή του “Don’t Ask, Don’t Tell”. Υπέγραψα το βιβλίο του και έφυγε αμέσως. Του είμαι ευγνώμων που μου μίλησε – φαινόταν πως του ήταν επώδυνο να εκφράσει όσα ένιωθε, αλλά για εμένα σήμαιναν πολλά.

Ποια βιβλία ή συγγραφείς σάς έχουν επηρεάσει περισσότερο;

Αυτή είναι πάντα μια δύσκολη ερώτηση να την απαντήσω! Ως έφηβη αγαπούσα το “Catch-22″του Τζόζεφ Χέλερ και τα διηγήματα του Saki. Και τα δύο συνδυάζουν το χιούμορ με κάτι σκοτεινό και ανησυχητικό.

Ως ενήλικη, τα καλύτερα βιβλία που έχω διαβάσει είναι η “Αννα Καρένινα”του Τολστόι, “Το Δωμάτιο του Τζιοβάνι”του Τζέιμς Μπόλντουιν και το “A Place of Greater Safety”της Χίλαρι Μαντέλ. Ολα μοιάζουν να κάνουν κάτι μαγικό – δεν είναι απλώς λογοτεχνία.

Αποδίδετε το τραύμα και τις ψυχολογικές επιπτώσεις του πολέμου με εξαιρετική λεπτότητα. Ηταν συναισθηματικά δύσκολο να το γράψετε; Πώς προστατέψατε τον ψυχικό σας χώρο;

Το να διαβάζω τόσες τραυματικές πολεμικές μαρτυρίες με άλλαξε – αλλά πιστεύω προς το καλύτερο. Θυμάμαι μια μέρα που περπατούσα στο Λος Αντζελες, είχε υπέροχο καιρό, ένιωθα το σώμα μου υγιές, και από πάνω πετούσαν αεροπλάνα που μετέφεραν ανθρώπους εκεί που ήθελαν να πάνε.

Και ξαφνικά σκέφτηκα μια σκηνή από το “Ουδέν νεώτερον από το Δυτικόν Μέτωπον”, όταν ο Πάουλ επιστρέφει σπίτι με άδεια και κάθεται αποσβολωμένος σε μια μπιραρία, βλέποντας τους ηλικιωμένους να μιλάνε για τον πόλεμο – και καταλαβαίνει ότι μόνο αυτός ξέρει τι είναι η ζωή: να κάθεσαι σε μια μπιραρία. Εκείνοι δεν ξέρουν. Εκείνος ξέρει. Και εκείνη τη μέρα ένιωσα πολύ βαθιά αυτό το νόημα της ειρήνης. Και αυτή η αίσθηση δεν με έχει εγκαταλείψει ποτέ.

Σήμερα μοιάζει να υπάρχει πόλεμος παντού. Τι είναι αυτό στην ανθρώπινη φύση που δεν μας αφήνει να μάθουμε από τα λάθη του παρελθόντος;

Νομίζω είναι σημαντικό να αναγνωρίσεις αν εσύ ο ίδιος ζεις σε εμπόλεμη ζώνη – και να το εκτιμήσεις αν δεν ζεις. Είναι εύκολο να παρασυρθείς από τις ειδήσεις και να ξεχάσεις πόσο προνομιούχο είναι να ζεις σε καιρό ειρήνης.

Δεν λέω ότι δεν πρέπει να νοιαζόμαστε για τους πολέμους που μαίνονται – και είναι αλήθεια ότι τώρα φαίνεται να υπάρχουν περισσότεροι, και πιο φρικτοί πόλεμοι από ό,τι εδώ και καιρό. Αλλά φοβάμαι πως όταν πιστεύουμε ότι “ο κόσμος έχει καταστραφεί”, οι άνθρωποι τα παρατάνε και σταματούν να προσπαθούν να τον κάνουν καλύτερο.

Εργάζεστε αυτή την περίοδο σε κάτι καινούργιο; Μπορείτε να μας πείτε κάτι για τα θέματα ή τις εποχές που εξερευνάτε;

Από το 2020 δουλεύω πάνω σε ένα βιβλίο που αφορά δευτερεύοντες χαρακτήρες από τον μύθο του βασιλιά Αρθούρου. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος κράτησε μόνο τέσσερα χρόνια και κάτι – αλλά η συγκεκριμένη μυθολογία απλώνεται σε χίλια χρόνια! Οπότε διαβάζω… πάρα πολύ.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version