Για δύο δεκαετίες, η Γερμανία και η Κίνα ήταν το ιδανικό οικονομικό ζευγάρι, επωφελούμενες και οι δύο πλουσιοπάροχα από την άνθηση του παγκόσμιου εμπορίου: Η Γερμανία προμήθευε στην Κίνα τα μηχανήματα που χρειαζόταν για να παράγει καταναλωτικά αγαθά για τον υπόλοιπο κόσμο. Τώρα, η Κίνα δεν χρειάζεται πλέον τη Γερμανία – και η Γερμανία θέλει διαζύγιο.
Για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες, επιχειρήσεις και πολιτικοί στη Γερμανία θέτουν υπό αμφισβήτηση το μοντέλο του ελεύθερου εμπορίου που μετέτρεψε τη χώρα σε βιομηχανική υπερδύναμη. Οι επιχειρήσεις της μεταποιητικής της βιομηχανίας ζητούν προστασία από τους κινέζους ανταγωνιστές, οι οποίοι είναι φθηνότεροι, ταχύτεροι και ολοένα καλύτεροι.
Ο γερμανός καγκελάριος, Φρίντριχ Μερτς, δήλωσε τον περασμένο μήνα ότι το Βερολίνο θα προστατεύσει τους εγχώριους παραγωγούς χάλυβα από τους κινέζους ανταγωνιστές. Η κυβέρνησή του έχει αυστηροποιήσει τους κανονισμούς που απαγορεύουν τη χρήση κινεζικών εξαρτημάτων στα δίκτυα δεδομένων κινητής τηλεφωνίας και έχει δείξει ότι υποστηρίζει τις ρήτρες που δίνουν προτεραιότητα στις ευρωπαϊκές εταιρείες στις δημόσιες συμβάσεις.
Διαφοροποίηση
Στην πρώτη του συνεδρίαση τον Νοέμβριο, το νεοσύστατο Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας του Μερτς εξέτασε τους στρατηγικούς κινδύνους από την κυριαρχία της Κίνας στον τομέα των κρίσιμων ορυκτών. Πλέον, σύμφωνα με γερμανό αξιωματούχο, επεξεργάζεται μέτρα για τη διαφοροποίηση των εφοδιαστικών αλυσίδων. Η αποξένωση της Γερμανίας από την Κίνα είναι σε εξέλιξη εδώ και κάποιον καιρό. Χάρη στο χαμηλό κόστος παραγωγής, το αδύναμο γουάν και τις κρατικές ενισχύσεις, επεκτείνεται η ηγεμονία των κινέζων κατασκευαστών σε κλάδους όπου μέχρι πρόσφατα κυριαρχούσαν γερμανικές εταιρείες – όχι μόνο στην Κίνα, αλλά και σε άλλες αγορές, συμπεριλαμβανομένης της Ευρώπης. Ο χρόνος, ωστόσο, στον οποίο συντελείται η αποξένωση αυτή συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με τον πρόεδρο Τραμπ. Φέτος η Ευρώπη κατακλύστηκε από ένα κύμα φθηνών κινεζικών προϊόντων, από χημικά μέχρι ανταλλακτικά αυτοκινήτων, το οποίο είχε προηγουμένως προσκρούσει στο νέο τείχος δασμών των ΗΠΑ, εξηγούν οικονομολόγοι και στελέχη επιχειρήσεων.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα μια χώρα που κάποτε ήταν φάρος οικονομικού φιλελευθερισμού να αρχίζει να βλέπει θετικά τους δασμούς, τους ρυθμιστικούς περιορισμούς και άλλα προστατευτικά μέτρα τα οποία οι γερμανοί πολιτικοί και μάνατζερ επί χρόνια επέκριναν ως εσφαλμένα ή, χειρότερα, ως «γαλλικά».
Εξασθένηση
«Η Γερμανία κινείται και συνειδητοποιεί τις ανισορροπίες που επηρεάζουν και την ίδια» δήλωσε πρόσφατα ο γάλλος πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, στη γαλλική εφημερίδα «Les Echos», μετά το ταξίδι του στην Κίνα. «Η Κίνα στοχεύει στην καρδιά του ευρωπαϊκού μοντέλου βιομηχανίας και καινοτομίας».
Η εξασθένηση της πιο ισχυρής ευρωπαϊκής φωνής υπέρ του ελεύθερου εμπορίου δείχνει πώς η παγκόσμια οικονομία κατακερματίζεται μπροστά στον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων, των ΗΠΑ και της Κίνας, και μπροστά σε μια αντίδραση έναντι της παγκοσμιοποίησης καθοδηγούμενη από τις ανερχόμενες λαϊκιστικές δυνάμεις στη Δύση.
Η στροφή
Ωστόσο, διαφαίνεται πλέον καθαρά ποια θα είναι η πορεία των πραγμάτων: Η στροφή ξεκίνησε από τις επιχειρήσεις, στη συνέχεια διαχύθηκε διά μέσου των οργανώσεων των παραγωγικών φορέων της χώρας που ασκούν ισχυρή επιρροή και, πιο πρόσφατα, έφτασε στην κυβέρνηση.
Η Ομοσπονδία Γερμανικών Βιομηχανιών έκανε την πρώτη κίνηση το 2019, όταν εγκατέλειψε τη φιλοκινεζική της στάση, με μια έκθεση που χαρακτήριζε την Κίνα «συστημικό ανταγωνιστή». Φέτος, η VDMA, η ομοσπονδία κατασκευαστών μηχανημάτων – οι εξαγωγικές B2B επιχειρήσεις που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της γερμανικής οικονομίας –, κατηγόρησε την Κίνα για αθέμιτο ανταγωνισμό. Ζήτησε μέτρα αντιντάμπινγκ (δηλαδή κατά του αθέμιτου ανταγωνισμού) και κυρώσεις κατά των κινέζων εξαγωγέων που δεν συμμορφώνονται με την ευρωπαϊκή νομοθεσία.
«Είμαστε υπέρ του ελεύθερου εμπορίου, αλλά οι αθέμιτες εμπορικές πολιτικές δεν μπορεί να γίνονται ανεκτές πλέον» δήλωσε ο Ολιβερ Ρίχτμπεργκ, επικεφαλής εξωτερικού εμπορίου της VDMA. «Αν η Κίνα δεν παίζει τίμια, πρέπει να την αναγκάσουμε να το κάνει».
Η κυβέρνηση, πέρα από τη νέα στρατηγική οικονομικής ασφάλειας που σχεδιάζει να ανακοινώσει τον επόμενο χρόνο, εργάζεται πάνω σε «έργα που αντιμετωπίζουν τους αυξανόμενους κινδύνους –οικονομικούς, τεχνολογικούς και σε επίπεδο πολιτικής ασφάλειας – τους οποίους συνεπάγονται οι σχέσεις με την Κίνα» είπε ο γερμανός αξιωματούχος, ο οποίος έχει γνώση των διαβουλεύσεων. Ο γερμανός υπουργός Εξωτερικών, Γιόχαν Βάντεφουλ, στο πρώτο του ταξίδι στην Κίνα δήλωσε ότι οι ευρωπαϊκές εταιρείες χρειάζονται καλύτερη πρόσβαση στην κινεζική αγορά και σε πόρους που παράγει η ασιατική χώρα. Η εξέλιξη της Κίνας από αγοραστή σε παραγωγό επενδυτικών αγαθών υπήρξε ραγδαία. Σύμφωνα με στοιχεία που περιλαμβάνονται σε μια προσεχή έκθεση του think tank Rhodium, μεταξύ 2019 και 2024 η Γερμανία έχασε την ηγετική της θέση στην παγκόσμια αγορά εξοπλισμού και μηχανημάτων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, από την Κίνα. Το προβάδισμα της Γερμανίας στα χημικά και στα οδικά οχήματα είναι πλέον οριακό, ενώ υστερεί σημαντικά έναντι της Κίνας στην αγορά ηλεκτρολογικού εξοπλισμού. Φέτος, για πρώτη φορά, η Γερμανία εισήγαγε περισσότερα κεφαλαιουχικά αγαθά από την Κίνα απ’ όσα εξήγαγε εκεί.
Η τάση αυτή επιταχύνεται. Στο δεύτερο τρίμηνο του 2025, οι εισαγωγές χειροκίνητων κιβωτίων ταχυτήτων από την Κίνα σχεδόν τριπλασιάστηκαν, σύμφωνα με το think tank German Economic Institute. Οι γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες είδαν το μερίδιό τους στην κινεζική αγορά να υποχωρεί από το μισό στο ένα τρίτο μέσα σε δύο χρόνια.
Οι συνολικές γερμανικές εξαγωγές προς την Κίνα έχουν μειωθεί κατά 25% από το 2019, ενώ οι εισαγωγές εκτοξεύτηκαν. Σύμφωνα με στοιχεία της γερμανικής κυβέρνησης, το εμπορικό έλλειμμα της Γερμανίας με την Κίνα σε αγαθά και υπηρεσίες οδεύει προς ιστορικό ρεκόρ 88 δισ. ευρώ φέτος (περίπου 102 δισ. δολάρια).
Η βιομηχανία
Η κατάσταση αυτή έχει αφήσει έντονα τα σημάδια της. Η βιομηχανική παραγωγή της Γερμανίας έχει υποχωρήσει κατά 14% σε σύγκριση με την κορύφωσή της το 2017. Ο βιομηχανικός τομέας έχει χάσει σχεδόν το 5% των θέσεων εργασίας από το 2019, σύμφωνα με τη συμβουλευτική Ernst & Young. Την ίδια περίοδο ο κλάδος του αυτοκινήτου έχασε περίπου το 13% των θέσεων εργασίας.
«Η Ευρώπη παραμένει ανοιχτή στις κινεζικές επενδύσεις, αλλά [οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής] θέλουν η Ευρώπη να ωφελείται πραγματικά σε επίπεδο τεχνογνωσίας και θέσεων εργασίας» δήλωσε ο Νόα Μπάρκιν, αναλυτής της Rhodium. Το ερώτημα είναι αν η Κίνα θα συμφωνήσει σε αυτό – και, αν όχι, κατά πόσον η Ευρώπη είναι πρόθυμη να κλείσει τις πύλες της αγοράς της για την Κίνα.
Ο Μπάρκιν λέει ότι δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο η Γερμανία να επιστρέψει σε αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «σύνδρομο της Σανγκάης» – την προτίμηση στα βραχυπρόθεσμα οφέλη από τον κατευνασμό της Κίνας, ακόμη και αν κάτι τέτοιο ενέχει κινδύνους μακροπρόθεσμα. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί αν το Βερολίνο αποφασίσει ότι χρειάζεται να οχυρωθεί απέναντι σε έναν απρόβλεπτο Τραμπ.
Ο Νόρμπερτ Ρέτγκεν, συντηρητικός βουλευτής και ειδικός στην εξωτερική πολιτική, περιέγραψε καθαρά το δίλημμα: «Πρέπει να μειώσουμε την εξάρτησή μας από την Κίνα» είπε. «Αλλά αν οι ΗΠΑ μας απογοητεύσουν, αυτό θα επηρεάσει το πώς ορίζουμε τη σχέση μας με την Κίνα».
