Τα θορυβότονα: Μια «ηχηρή» έκθεση διδάσκει ακουστική

Ο ομότιμος καθηγητής της Πολυτεχνικής Σχολής της Θεσσαλονίκης Νίκος Τσινίκας εκθέτει όχι μόνο τα οκτώ «ηχητικά γλυπτά» του, αλλά και τις ελληνικές αδυναμίες στη δόμηση του αστικού ηχοτοπίου

Τα θορυβότονα: Μια «ηχηρή» έκθεση διδάσκει ακουστική

«Αυτό που με ώθησε στα φοιτητικά μου χρόνια να ασχοληθώ με την Ακουστική ήταν η Μουσική με Μ κεφαλαίο. Οταν τελείωνα το Πολυτεχνείο στη Θεσσαλονίκη, η διπλωματική μου ήταν για ένα “Ακουστικό Μοντέλο” όπου ο ήχος είχε αντικατασταθεί από το φως μιας λάμπας, οι ηχητικοί ανακλαστήρες από καθρέφτες, οι ακροατές από φωτοευαίσθητο χαρτί και η πηγή του ήχου ήταν η λάμπα. Aναβες το φως και αυτό, ανάλογα με τη θέση του, μετά από ανάκλαση, μαύριζε σε κάποιο σημείο το χαρτί. Και έλεγες ότι εξαιτίας της ανάκλασης του ήχου ακούν όσοι βρίσκονται σε εκείνο το σημείο».

Αυτή ήταν, το 1975 περίπου, η είσοδος του Νίκου Τσινίκα, ομότιμου πλέον καθηγητή στην Πολυτεχνική Σχολή της Θεσσαλονίκης, φοιτητή τότε, στον κόσμο της ακουστικής τεχνολογίας. Μετεκπαιδεύτηκε στην Ακουστική στο Πανεπιστήμιο του Σαουθάμπτον και τώρα, έπειτα από δυόμισι χρόνια ενασχόλησης (αλλά και 25 χρόνια κυοφορίας στο μυαλό του) παρουσίασε κάτι ξεχωριστό. Μια arte povera έκθεση γλυπτικής με έμφαση στην ηχητική.

Με εντελώς ταπεινά και καθημερινής χρήσης μέσα, βούρτσες, σύρματα, σφυρίχτρες, μεταλλικά κουτιά, ελατήρια, αλυσίδα που συγκρατεί την τάπα του νιπτήρα, μέρος από μεταλλική κρεμάστρα ρούχων, ακτίνες ποδηλάτου, πένες, χορδές, κοχύλια, καρπούς δέντρων (χωρίς παρέμβαση υπολογιστών και άλλων ηλεκτρονικών μέσων) παρουσίασε οκτώ «κινητικά γλυπτά» που έχει ονομάσει «θορυβότονα» και τα εκθέτει καλώντας το κοινό, ιδιαίτερα τα παιδιά, να ασχοληθούν με τους ήχους που παράγονται από αυτά. Οχι μόνο να τα περιεργαστούν αλλά και να βάλουν τα χέρια τους σε αυτά, εν γνώσει του για τις τυχόν φθορές.

Η ακουστική επιστήμη στη ζωή μας

Η συζήτηση με τον κ. Τσινίκα δεν μπορεί να περιοριστεί στα – με πολύ μεράκι είναι η αλήθεια – κατασκευασμένα από εκείνον «αθύρματα», που τώρα περιοδεύουν στην Ελλάδα.

Οι εμπειρίες του σχετικά με την επιστήμη της Ακουστικής στην Ελλάδα είναι ακόμα πιο ενδιαφέρουσες. Επιβεβαιώνει πως για χρόνια οι αρχιτέκτονες στο τέλος του προηγούμενου και στις αρχές αυτού του αιώνα μάθαιναν να σχεδιάζουν θέατρα και αίθουσες συναυλιών χωρίς να γνωρίζουν Ακουστική.

Χάρη στα παραδείγματα που έβρισκαν στο Neufert – Architect’s Data (1936), τη βίβλο-σκονάκι για κάθε αρχιτέκτονα. Αλλά τα πράγματα δεν είναι απλά. Διότι στη Δύση και στην Ανατολή έχουμε μουσικές κλίμακες με διαφορετικές βάσεις και διαιρέσεις των μουσικών διαστημάτων, οι οποίες απαιτούν διαφορετικές αρχιτεκτονικές. Ο τυπικός βυζαντινός ναός, ο σταυροειδής με τρούλο και τις πολλές κοίλες επιφάνειες, δίνει καλά ηχητικά αποτελέσματα στη δική μας ελληνο-βυζαντινή υμνωδία αλλά δεν αντιδρά τόσο καλά σε μια συναυλία με έργα δυτικής μουσικής.

Αυτό γίνεται πολύ κατανοητό από το ότι όταν την περασμένη δεκαετία κάλεσε τον συνομιλητή μας ο τότε ηγούμενος της Μονής της Χάλκης (και νυν Αρχιεπίσκοπος Αμερικής) Ελπιδοφόρος να βοηθήσει στην κατασκευή ενός χώρου όπου θα μπορούσαν να εκτελούνται έργα και δυτικής και ανατολικής υμνωδίας η πρόταση ήταν απαραίτητα ο χώρος να μεταβάλλεται ώστε να καλύπτει και τις δύο απαιτήσεις.

Χάρη σε ημικυλινδρικά περιστρεφόμενα πετάσματα, με τα κοίλα στραμμένα προς το εσωτερικό θα παίζονταν τα «δικά μας» και με περιστροφή 180 μοιρών, άρα τα κυρτά στραμμένα προς το εσωτερικό, τα δυτικής προέλευσης έργα!

Κι αυτό διότι κάθε είδος έχει τη δική του Ακουστική. Οι δικές μας εκκλησίες είναι σχετικά μικρές (συγκρινόμενες με τις δυτικές), έχουμε διάχυση του ήχου από τις πολλές ανακλάσεις στις κοίλες επιφάνειες και μας έρχονται πίσω οι χαμηλές συχνότητες που δημιουργούν την οικεία ατμόσφαιρα της δικής μας εκκλησίας.

Ελλειψη ειδικευμένων επιστημόνων

Είναι δύσκολο ζητούμενο να έχεις μια αίθουσα συναυλιών για όλες τις μουσικές. Και γίνεται ακόμα πιο δύσκολο όταν δεν έχεις και ανθρώπους ειδικευμένους ως προς αυτά τα προβλήματα, γιατί δεν διαθέτεις και πανεπιστημιακούς δασκάλους.

Αυτή τη στιγμή υπάρχουν μόλις ένας ή δύο ειδικευμένοι στην Ακουστική καθηγητές σε όλες τις πολυτεχνικές σχολές της Ελλάδας (!), ενώ γενικότερα λιγοστεύει απελπιστικά ο αριθμός των διδασκόντων στις πολυτεχνικές σχολές.

Αλλά και παγκοσμίως είναι λίγες οι εταιρείες που ειδικεύονται στην ηχητική των κτιρίων, τη στιγμή που είναι άπειρα τα αρχιτεκτονικά γραφεία. Ο κ. Τσινίκας είναι υπεύθυνος για πολλές αίθουσες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό που διεκδικούν την πιστοποίηση μιας ορθής ακουστικής συμπεριφοράς. Πιο γνωστές είναι η Αίθουσα «Μίκης Θεοδωράκης» στον Χολαργό, το «μικρό» Μέγαρο Μουσικής στη Βέροια, το Θέατρο Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών στη Θεσσαλονίκη, το Εθνικό Θέατρο Ρόδου.

Γενικά όμως η κατάσταση για την ακουστική στην Ελλάδα είναι απελπιστική. Οπως επισημαίνει, έχουμε «κανονισμό ηχομόνωσης» αλλά κανένας δεν ζητάει μελέτη γι’ αυτό. Και ποιος θα την ελέγξει; Αφού δεν υπάρχει εργαστήριο κρατικό να κάνει έλεγχο; Ποιος θα ελέγξει τους βλαπτικούς για την υγεία υπόηχους, όχι καν σε ολόκληρες οικιστικές περιοχές αλλά τουλάχιστον σε σχολεία (είναι πολυάριθμα αυτά που βρίσκονται ακριβώς δίπλα στις γραμμές των τρένων, όπου παράγονται συνεχώς – βλαπτικοί – υπόηχοι από το πέρασμά τους).

«Ποιος μας ακούει» αναρωτιέται. «Να πουν κάτι επιστημονικό οι αρχιτεκτονικές σχολές και να ληφθεί υπόψη; Μας αγνοούν κανονικά. Αρχιτέκτονας ίσον καλλιτέχνης, κατ’ αυτούς».

Η εξέλιξη του αστικού ηχοτοπίου

Τα παραπάνω είναι διαπιστώσεις από έναν ειδικό που αναζητεί τον ανθρώπινα «αποδεκτό» ήχο per mare per terra. Δηλαδή και εκτός των κλειστών χώρων. Δεν είναι τυχαίο που σε κάποια δημοσιευμένη εργασία του αναφέρει ότι «ο Λε Κορμπιζιέ συσχέτισε την έννοια του αστικού θορύβου με την τζαζ, δίνοντας ένα μοντερνιστικό πλαίσιο για την ερμηνεία του αστικού ηχοτοπίου. Ομως, στη μεταμοντέρνα εποχή, ο θόρυβος έπαψε να αποτελεί προϊόν κανόνων και απομακρύνθηκε από τον αρχικό ορισμό του…

Αποτελέσματα της έρευνας αποτελούν: η αμφισβήτηση του δυαδικού χαρακτηρισμού του ηχοτοπίου, ως ήσυχου ή θορυβώδους, η διεύρυνση της σχέσης του ηχοτοπίου με τον αρχιτεκτονικό και αστικό χώρο, αποδεικνύοντας, συγχρόνως, την ανάγκη εξέλιξης των σύγχρονων αστικών ηχητικών πλαισίων με ενδιάμεσες καταστάσεις, αλλά και την αναβάθμιση της ηχητικής σφαίρας ως πεδίου διαμόρφωσης του σύγχρονου αρχιτεκτονικού χώρου». Εδώ το «αρχιτέκτονας ίσον καλλιτέχνης» αποκτά μιαν άλλη δυναμική που προφανώς αγνοείται από τους πολιτικούς.

Από το Λονδίνο στα Τρίκαλα

Η έκφραση arte povera για τη γέννηση των «θορυβότονων» είναι κυριολεκτική, αφού όπως λέει «η αρχική μου έμπνευση προήλθε πριν από τουλάχιστον 25 χρόνια από ένα παλιό βιβλίο. Σ’ αυτό έδειχνε τους μουσικούς του δρόμου (buskers) στο Λονδίνο στα τέλη του 19ου αιώνα και σε ένα σκίτσο ήταν ένας τύπος που κρατούσε κάτι σαν το ξύλινο εκείνο κομμάτι με τις ραβδώσεις που έβαζαν στο μπροστινό τμήμα της σκάφης για να τρίβουν εκεί τα βρώμικα ρούχα. Εκείνος ο μουσικός τρίβοντας μια βούρτσα στο ξύλο αυτό κρατούσε τον ρυθμό. Γενικώς χρησιμοποιούσαν ό,τι έβρισκαν πεταμένο και με πρωτότυπες ιδέες το μετέτρεπαν σε μουσικό όργανο».

Αυτό έκανε και ο συνομιλητής μας. Επειτα όμως από λεπτομερέστατη σχεδίαση με όλους τους κανόνες. Ετσι εκθέτει μετά τη Θεσσαλονίκη και στο Μουσείο Τσιτσάνη στα Τρίκαλα τα κινητικά γλυπτά του παράγοντας με απροσδόκητα μέσα ήχους ανέμου, ψιχαλίσματος, βροχής, κάποιων μουσικών κλιμάκων…

«Είδα στα Τρίκαλα, στα εγκαίνια, ένα μικρό παιδί να μπαίνει και να βγαίνει τρεις φορές στην αίθουσα όντας σε μια υπερδιέγερση που του είχαν προκαλέσει τα όσα είχε δει και αγγίξει» καταλήγει ο κ. Τσινίκας. Ας ελπίσουμε ότι η επιδραστική αυτή έκθεση θα φτάσει και σε άλλες πόλεις. Και, ακόμα καλύτερα, θα γίνει αφορμή για ενδοσχολικές δραστηριότητες.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version