Η Τζέιν Γκούντολ, που απεβίωσε την περασμένη Τετάρτη σε ηλικία 91 ετών, έζησε μια από τις πιο πλήρεις και ουσιαστικές ζωές που μπορεί να ζήσει άνθρωπος. Και αυτό όχι μόνο επειδή πέρασε δεκαετίες ολόκληρες μέσα στην άγρια φύση παρατηρώντας τους πιο στενούς εξελικτικά συγγενείς μας, τους χιμπατζήδες, και αποκαλύπτοντας ότι εμείς οι άνθρωποι δεν είμαστε τόσο μοναδικοί όσο νομίζουμε για να καταστρέφουμε έναν πλανήτη που δεν μας ανήκει, αλλά και επειδή έγινε η ίδια πρέσβειρα αυτού του μηνύματος στα πέρατα της Γης. Μια ακούραστη ακτιβίστρια που σε κάθε ευκαιρία επαναλάμβανε ότι είναι στο χέρι μας, μέσα από το αποτύπωμα που αφήνουμε με τις πράξεις μας, να σώσουμε το «σπίτι» μας για το καλό των επόμενων γενεών.
Δεν είναι τυχαίο ότι η Γκούντολ, την οποία αποκαλούσαν «πρώτη κυρία της φύσης», ταξίδευε τις τελευταίες δεκαετίες περί τις 300 ημέρες τον χρόνο ώστε να μεταδώσει το μήνυμα της οικολογίας σε υψηλά ιστάμενους ανά τον κόσμο αλλά και στους πολίτες μέσα από διαλέξεις που έδινε ως ιδρύτρια του Ιδρύματος «Jane Goodall», το οποίο πήρε σάρκα και οστά το 1977 – μάλιστα πέθανε στην Καλιφόρνια στη διάρκεια άλλης μιας περιοδείας της με σκοπό τη σωτηρία του πλανήτη, άοκνη ως το τέλος.
Φιλόζωη από κούνια
Γεννημένη στο Λονδίνο το 1934, λάτρευε από μικρή τα ζώα. «Γεννήθηκα με έμφυτη αγάπη για τα ζώα» είχε η ίδια αναφέρει το 2017 σε διάλεξή της στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών όπου πλήθος κόσμου συνέρρευσε για να την ακούσει να μιλάει στο πλαίσιο του προγράμματος «Roots and Shoots» («Ρίζες και Βλαστάρια»), το οποίο δημιούργησε για την ενίσχυση της παιδικής πρωτοβουλίας διάσωσης του πλανήτη – ένα πρόγραμμα που έχει «ριζώσει» πλέον σε 100 χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.
Ηξερε εξ απαλών ονύχων ότι ήθελε να μελετήσει τα ζώα στην Αφρική – ο λούτρινος χιμπατζής, ο Τζούμπιλι, που της είχε χαρίσει ο πατέρας της ήταν άλλωστε ο αγαπημένος της «σύντροφος» στα παιδικά της χρόνια. Τα στενά οικονομικά της οικογένειάς της όμως δεν επέτρεπαν όνειρα για σπουδές και ταξίδια. Και όμως το πείσμα της Τζέιν σε συνδυασμό με τη συνεχή υποστήριξη της μητέρας της, που πάντα της έλεγε ότι πρέπει να δημιουργεί μόνη της τις ευκαιρίες για να πετύχει αυτό που θέλει, την «προσγείωσαν» στην Αφρική.
Παθιασμένη και επίμονη
Χρειάστηκε να κάνει επί τρία χρόνια δυο δουλειές ώστε να εξοικονομήσει τα χρήματα του ταξιδιού. Γραμματέας, δουλειά για την οποία εκπαιδεύθηκε στο Λονδίνο, αλλά και σερβιτόρα. Στα 23 της πάντως τα κατάφερε. Και ήταν μάλλον γραφτό το ότι στον… αφρικανικό δρόμο της βρέθηκε ο Λούις Λίκι, γνωστός παλαιοανθρωπολόγος και αρχαιολόγος που εκείνη την περίοδο αναζητούσε γραμματέα. Ετσι η Τζέιν άρχισε να εργάζεται μαζί του, να τον ακολουθεί στις αποστολές του, να κερδίζει την εμπιστοσύνη και τον θαυμασμό του για τις γνώσεις της, καθώς είχε διαβάσει τα πάντα για την Αφρική. Και όταν ο Λίκι έβαλε στο μυαλό του μια δύσκολη αποστολή – την παρατήρηση της συμπεριφοράς των χιμπατζήδων στο Εθνικό Πάρκο Γκόμπε της Τανζανίας, καθώς είχε υποπτευθεί μέσα από μελέτη απολιθωμάτων ότι δείχνουν σημαντικές ομοιότητες με τον άνθρωπο – δεν σκέφτηκε άλλη από την Τζέιν για να τη φέρει εις πέρας.
Επαναπροσδιορισμός του ανθρώπου
Η Γκούντολ βρέθηκε λοιπόν στην άγρια φύση προσπαθώντας να προσεγγίσει τους χιμπατζήδες. Ατελείωτες ώρες παρατηρήσεων της αποκάλυψαν ότι επρόκειτο για μια κοινωνία που μοιάζει πολύ με την ανθρώπινη (δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι οι άνθρωποι μοιράζονται το περίπου 99% του DNA τους με τους χιμπατζήδες). Οι χιμπατζήδες, όπως είδε, είναι ζώα τρυφερά που συχνά αγκαλιάζονται, φιλιούνται, γαργαλιούνται και παίζουν, αλλά κάποιες φορές μπορεί να βρεθούν σε «άγριο» πόλεμο μεταξύ τους (σας θυμίζει κάτι;). Για αυτό άλλωστε και τους έδινε ονόματα όπως Ψαρογένης ή Φίφι, κάτι που θεωρήθηκε εκείνη την εποχή αδιανόητο από άλλους επιστήμονες που απλά απέδιδαν στο κάθε ζώο που μελετούσαν έναν αριθμό.
Μεταξύ των παρατηρήσεων που έκανε ήταν και μία τόσο ανατρεπτική ώστε έγινε επί μακρόν αντικείμενο ακόμη και χλευασμού από την καθεστηκυία επιστημονική κοινότητα. Είδε λοιπόν ότι οι χιμπατζήδες προκειμένου να συλλέξουν τερμίτες – αγαπημένη τους λιχουδιά – από τις φωλιές τους για να τους φάνε χρησιμοποιούν εργαλείο! Συγκεκριμένα οι χιμπατζήδες έπαιρναν κλαριά, τα απογύμνωναν από τα φύλλα τους και τα έβαζαν μέσα στις φωλιές ώστε να περπατήσουν οι τερμίτες επάνω τους και να τους καταβροχθίσουν σαν… σουβλάκι. Επ’ αφορμή αυτών των ευρημάτων (που πλέον έχουν επιβεβαιωθεί και για πολλά άλλα είδη τα οποία έχει αποδειχθεί ότι χρησιμοποιούν εργαλεία) ο Λίκι έγραψε χαρακτηριστικά: «Πρέπει τώρα να επαναπροσδιορίσουμε το τι είναι ο άνθρωπος, τι είναι ένα εργαλείο ή διαφορετικά να αποδεχθούμε τους χιμπατζήδες ως μέλη του ανθρώπινου είδους!».
Διδάκτωρ Ηθολογίας
Παρά τις αρχικές αντιδράσεις – καθώς μέχρι τότε οι επιστήμονες θεωρούσαν ότι η κατασκευή εργαλείων αποτελεί αποκλειστικώς ανθρώπινο προνόμιο – οι παρατηρήσεις της Γκούντολ «ταξίδεψαν» σε ολόκληρο τον κόσμο μέσω των ντοκιμαντέρ του «National Geographic» στα οποία ο ολλανδός ευγενής και φωτογράφος άγριας φύσης βαρόνος Χιούγκο φαν Λάουικ κλήθηκε να την κινηματογραφήσει επί το έργον. Σημειώνεται ότι ο Φαν Λάουικ έγινε και ο πρώτος της σύζυγος με τον οποίο παντρεύτηκαν το 1964 και απέκτησαν έναν γιο προτού χωρίσουν 10 χρόνια αργότερα. Η Γκούντολ ξαναπαντρεύτηκε το 1975 τον Ντέρεκ Μπράιτσον, βουλευτή στο Κοινοβούλιο της Τανζανίας και διευθυντή των εθνικών πάρκων της χώρας, με τον οποίο έμεινε μέχρι τον θάνατό του από καρκίνο το 1980.
Ο Λίκι ήταν εκείνος που βοήθησε την Γκούντολ να αποκτήσει και ακαδημαϊκή εκπαίδευση. Εξασφάλισε την απαραίτητη χρηματοδότηση ώστε εκείνη να εκπονήσει το διδακτορικό της στην Ηθολογία στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ – ήταν μόλις το όγδοο άτομο στο οποίο το περίοπτο πανεπιστήμιο επέτρεψε να εκπονήσει διδακτορική διατριβή χωρίς να έχει προηγουμένως πανεπιστημιακό τίτλο σπουδών.
Αγκαλιά γήινη και… συμπαντική
Πέρασε δεκάδες χρόνια… παρέα με τους χιμπατζήδες, ωστόσο τη δεκαετία του 1980 έστρεψε την προσοχή της στην ευρύτερη προστασία του πλανήτη μας. Αρχισε να «οργώνει» τη Γη προκειμένου να προασπιστεί τα δικαιώματα όλων των ζώων, συμπεριλαμβανομένων των ζώων εκτροφής τονίζοντας ότι έχουν πολύ μεγαλύτερη ευφυΐα και συναισθήματα από ό,τι φαντάστηκε ποτέ ο άνθρωπος (η ίδια ήταν άλλωστε χορτοφάγος και υποστήριζε ότι η χορτοφαγική διατροφή αποτελεί την καλύτερη «συνταγή» για την προστασία της υγείας, του περιβάλλοντος αλλά και για ηθικούς λόγους).
Η ανεξάντλητη δράση της, που περιελάμβανε και συγγραφή άκρως ευπώλητων βιβλίων, αναγνωρίστηκε διεθνώς. Αγγελιαφόρος Ειρήνης του ΟΗΕ, διακρίσεις στη Βρετανία, στη Γαλλία, στην Ιαπωνία και στην Τανζανία, αλλά και Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας στις ΗΠΑ, το οποίο της απένειμε τον Ιανουάριο του 2025 ο Τζο Μπάιντεν. Το 2021 έλαβε και το σημαντικό βραβείο Templeton για το σύνολο του έργου της.
Τώρα πια η δρ Τζέιν Γκούντολ, «η γυναίκα που επαναπροσδιόρισε τον άνθρωπο», όπως έγραψε ο βιογράφος της Ντέιλ Πίτερσον, ξεκίνησε «για την επόμενη μεγάλη περιπέτεια», όπως η ίδια αποκαλούσε τον θάνατο, μιλώντας πριν από λίγο καιρό με τον αγαπημένο της φίλο και γνωστό καλλιτέχνη Moby, σύμφωνα με ανάρτηση του ίδιου. Δεν ξέρουμε τι περιπέτειες μπορεί να την περιμένουν εκεί στο Σύμπαν που πλέον την «αγκαλιάζει», αλλά σίγουρα εδώ στα γήινα πήρε πολλές… αναπάντεχες αγκαλιές. Ποιος θα ξεχάσει τη σκηνή στην οποία η Γκούντολ αφήνει ελεύθερο στη φύση έναν χιμπατζή τον οποίο είχε βρει τραυματισμένο και είχε περιθάλψει, με το ζώο προτού χαθεί μέσα στα δέντρα να την αγκαλιάζει τρυφερά και να τη φιλά στον ώμο «λέγοντας» με τον τρόπο του ευχαριστώ. Ενα μεγάλο ευχαριστώ τής χρωστάμε όμως όλοι.
