Στις αρχές του 18ου αιώνα ο πληθυσμός της Γης ανερχόταν γύρω στα 700 εκατομμύρια ανθρώπους. Σήμερα έχουμε αισίως ξεπεράσει τα 8 δισεκατομμύρια. Η εκρηκτική αυτή πληθυσμιακή αύξηση πυροδοτήθηκε από τη Βιομηχανική Επανάσταση και τις προόδους που επέφερε στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης. Παράλληλα, πυροδοτήθηκε και ένας οικονομικός μετασχηματισμός ο οποίος αποτέλεσε το βασικό οικονομικό μοντέλο μέχρι σήμερα. Ολα δείχνουν όμως ότι η γραμμική οικονομία, όπως ονομάζεται το οικονομικό αυτό μοντέλο, έχει πάψει να είναι βιώσιμη κυρίως λόγω της εξάντλησης των φυσικών πόρων, αλλά όχι μόνο. Ο ετήσιος ρυθμός εξαγωγής φυσικών πόρων από το περιβάλλον ανερχόταν σε 7,3 γιγατόνους στις αρχές του 20ού αιώνα, ενώ το 2020 η εξαγωγή φυσικών πόρων ανήλθε στους 97 γιγατόνους! Και η εξάντληση των φυσικών πόρων δεν είναι παρά ένα μέρος του προβλήματος, καθώς αυτή συνοδεύεται επίσης από παραγωγή βλαβερών αποβλήτων, η διαχείριση των οποίων δεν είναι προφανής. Περιττό δε να πούμε πόσο τα παραπάνω έχουν επιδράσει στο κλίμα, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο που διαιωνίζεται και προκαλεί ασφυκτικές συνθήκες διαβίωσης για ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα του παγκόσμιου πληθυσμού. Με άλλα λόγια, είναι σαφές και επιστημονικά τεκμηριωμένο ότι η γραμμική οικονομία αδυνατεί πλέον να υποστηρίξει την επιβίωσή μας. Με τι θα μπορούσε όμως να αντικατασταθεί; Αναζητήσαμε απαντήσεις στο παραπάνω ερώτημα παρακολουθώντας το Διεθνές Καλοκαιρινό Σχολείο Βιο-οικονομίας το οποίο διοργανώθηκε για 5η συνεχή χρονιά από τον καθηγητή Κώστα Βοργιά του ΕΚΠΑ. Εφέτος το Σχολείο έλαβε χώρα στα τέλη Ιουλίου στην Αμερικανική Γεωργική Σχολή Θεσσαλονίκης, με καθηγητές μερικά από τα κορυφαία ονόματα στο πεδίο της βιο-οικονομίας. Μια εξελισσόμενη έννοια Πώς ορίζεται όμως η βιο-οικονομία; Μια αναζήτηση στην πλέον δημοφιλή μηχανή αναζήτησης του Διαδικτύου δίνει περίπου 1,5 εκατομμύριο ιστοσελίδες, πράγμα που αναδεικνύει τη δυσκολία να ορίσει κανείς (χωρίς να περιορίσει) τον όρο «βιο-οικονομία». Είναι χαρακτηριστικό ότι διαφορετικοί ορισμοί δίνονται στις ιστοσελίδες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Αμερικανικής Ακαδημίας Επιστημών, του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) του ΟΗΕ, καθώς και σε ιστοσελίδες μεμονωμένων χωρών, πράγμα που αν μη τι άλλο υποδηλώνει ότι έχουμε να κάνουμε με μια έννοια εν εξελίξει. Ολοι οι ορισμοί όμως φαίνεται να συμφωνούν στην ανάγκη αντικατάστασης των ορυκτών καυσίμων με ανανεώσιμες πρώτες ύλες καθώς και με τη βιώσιμη παραγωγή και χρήση της βιομάζας. Σε σχέση πάντως με τους μακροσκελείς και συχνά τεχνικούς ορισμούς που δίνουν οι επίσημοι φορείς, εμείς θα κρατήσουμε τον ορισμό που έδωσε στη διάρκεια της διάλεξής του ο Μάρτιν Γκρίμελ (Martin Greimel), επικεφαλής του Κέντρου Βιο-οικονομίας του Πανεπιστημίου BOKU στη Βιέννη (το οποίο αποτελεί τον ερευνητικό και εκπαιδευτικό κόμβο της Αυστρίας για τη βιο-οικονομία). Σύμφωνα με αυτόν, «η βιο-οικονομία είναι ένα οικονομικό σύστημα το οποίο λειτουργεί σε αρμονία με τους νόμους της φύσης και βασίζεται στη βιώσιμη διαχείριση ανανεώσιμων πηγών». Το πρώτο συνθετικό στη λέξη «βιο-οικονομία» δεν είναι τυχαίο. Οπως σημείωσε ο Κρίστιαν Πάτερμαν (Christian Patermann), γερμανός νομικός, πρώην αξιωματούχος της ΕΕ ο οποίος πρωτοστάτησε στον σχεδιασμό της ευρωπαϊκής στρατηγικής για τη βιο-οικονομία στις αρχές του 21ου αιώνα, «η μοναδικότητα ορισμένων ιδιοτήτων των βιολογικών πηγών τις καθιστά ιδιαίτερα θελκτικές ως πιθανά θεμέλια της οικονομίας. Οι ιδιότητες αυτές είναι: η ενδογενής ανανεωσιμότητά τους, η ανακυκλωσιμότητά τους, οι δυνατότητές τους να δίνουν προϊόντα αντοχής». Θα ήταν λάθος, ωστόσο, να περιορίσουμε τη βιο-οικονομία στην αξιοποίηση των βιολογικών πηγών. Πράγματι το επονομαζόμενο και φυσικό κεφάλαιο αποτελεί θεμελιώδη λίθο για την ανάπτυξη της βιο-οικονομίας, αλλά αυτή δεν θα μπορούσε να καταστεί δυνατή χωρίς τη συμβολή άλλων επιστημονικών πεδίων, όπως, παραδείγματος χάριν, η νανοτεχνολογία, οι ψηφιακές τεχνολογίες ή η τεχνητή νοημοσύνη. Πριν κλείσουμε όμως με τον ορισμό της βιο-οικονομίας οφείλουμε να προσθέσουμε και την ιδιότητα της κυκλικότητας, της ανακύκλωσης δηλαδή και της επαναχρησιμοποίησης των φυσικών πόρων, ενώ κομβικής σημασίας φαίνεται να είναι και η ενσωμάτωση της παραδοσιακής γνώσης για την παραγωγή και διαχείριση του φυσικού κεφαλαίου. Το επισιτιστικό «παράδοξο» «Ενσωμάτωση παραδοσιακής γνώσης», «Αρμονία με τη φύση». Μήπως όλα αυτά τα οποία ακούγονται μεν κάπως συγκινητικά και ίσως ρομαντικά δεν είναι παρά μια φαντασίωση η οποία θα εξανεμιστεί όταν συγκρουστεί με τη σκληρή πραγματικότητα; Την ανάγκη, δηλαδή, να τραφεί ο ολοένα αυξανόμενος παγκόσμιος πληθυσμός; Είναι γεγονός ότι η επισιτιστική ανασφάλεια μαστίζει ένα μεγάλο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού, το οποίο μετά την πανδημία και τον πόλεμο στην Ουκρανία (σιτοπαραγωγό χώρα με μεγάλη εξαγωγική δραστηριότητα) έχει αυξηθεί. Θα νόμιζε λοιπόν κανείς ότι δεν παράγουμε ικανές ποσότητες τροφής για να τραφεί ο παγκόσμιος πληθυσμός, αλλά οι αριθμοί διαψεύδουν αυτή την εκδοχή. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) του ΟΗΕ για το 2021, «η παγκόσμια παραγωγή σιτηρών ανήλθε στα 2,5 δισεκατομμύρια τόνους. Με δεδομένο ότι ένας τόνος σιτηρών παρέχει ικανές ποσότητες μακροθρεπτικών συστατικών για να τραφούν 3 άνθρωποι για έναν χρόνο, οι 2,5 δισεκατομμύρια τόνοι αρκούν για να τραφούν 7,5 δισεκατομμύρια άνθρωποι. Ομως τα σιτηρά (σιτάρι, κριθάρι, ρύζι, καλαμπόκι) παρέχουν μόνο το μισό από το φαγητό που καταναλώνουμε. Το υπόλοιπο μισό προέρχεται από βολβούς (π.χ. πατάτες), όσπρια, φρούτα, λαχανικά, κρεατικά, ψάρια και γαλακτοκομικά. Κατά συνέπεια, η παγκόσμια παραγωγή τροφής αρκεί για να τραφούν 15 δισεκατομμύρια άνθρωποι». Πολύ περισσότεροι δηλαδή από τον παγκόσμιο πληθυσμό, όπως επισήμανε κατά τη διάρκεια της διάλεξής του ο Μάρκους Ντετενχόφερ (Markus Dettenhoffer) του Τμήματος Αγροβιολογίας και Φυσικών Πόρων του Πανεπιστημίου της Πράγας στην Τσεχία, σημειώνοντας ότι «από το 1961 μέχρι το 2017 υπήρξε αύξηση του πληθυσμού κατά 170%, ενώ η αύξηση της παραγωγής τροφίμων ήταν 270% και της χρήσης λιπασμάτων 700%». Ο κομβικός ρόλος της γεωργίας Τι συμβαίνει λοιπόν; Σύμφωνα με τον γερμανικής καταγωγής ερευνητή, το πρόβλημα είναι πολυπαραγοντικό και έχει να κάνει (και) με το είδος της γεωργίας που έχει επικρατήσει, η οποία έχει ως συνέπεια την υποβάθμιση των καλλιεργήσιμων εδαφών. Κάνοντας μια ιστορική αναδρομή ο δρ Ντετενχόφερ αναφέρθηκε στο παράδειγμα της αγγλικής γεωργίας (για την οποία υπάρχουν δεδομένα από το 1500 και μετά) σημειώνοντας ότι «η καλλιέργεια οσπρίων από τον Μεσαίωνα και μετά, αλλά και τριφυλλιού από το 1750 και μετά, είχε ως αποτέλεσμα τον 19ο αιώνα τα εδάφη να έχουν εμπλουτιστεί δραματικά με άζωτο. Αυτός ο εμπλουτισμός καθώς επίσης και η συστηματική επιλογή νέων ποικιλιών συνέβαλαν στην αύξηση της παραγωγής των σιτηρών (τα οποία καλλιεργούνταν εναλλακτικά με τα όσπρια ή το τριφύλλι), χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο η βιωσιμότητα της αγγλικής γεωργίας». Αντιθέτως, η βαθμιαία αντικατάσταση των παραδοσιακών μορφών γεωργίας με τη σημερινή εντατικοποίηση των καλλιεργειών και την αλόγιστη χρήση χημικών λιπασμάτων και παρασιτοκτόνων «έχει οδηγήσει σε υποβάθμιση της ποιότητας των εδαφών και τη δραματική μείωση της βιοποικιλότητας», σημείωσε ο δρ Ντετενχόφερ και πρόσθεσε ότι η επιμονή για αύξηση της παραγωγής δεν είναι παρά ένα αφήγημα το οποίο «λειτουργεί ενάντια στα συμφέροντα των γεωργών, των καταναλωτών και των καλλιεργήσιμων εδαφών». Επιστροφή στα παλιά, αλλά… Το πρόβλημα της υποβάθμισης της ποιότητας των καλλιεργήσιμων εδαφών παγκοσμίως είναι πολύ καλά τεκμηριωμένο. Και πράγματι, οι γεωργικές πρακτικές περασμένων δεκαετιών (ή και αιώνων) πετύχαιναν να διατηρήσουν την υγεία των εδαφών. Θα μπορούσε όμως η εφαρμογή τέτοιων πρακτικών να εξασφαλίσει τροφή για όλους ή θα όξυνε περαιτέρω την επισιτιστική ανασφάλεια απ’ όπου αυτή και αν απορρέει; Ο μοναδικός τρόπος να απαντηθούν αυτά τα ζωτικής σημασίας ερωτήματα είναι ο πειραματισμός και για την ακρίβεια τα πειραματικά αγροκτήματα, στα οποία θα συγκριθούν με επιστημονικό τρόπο οι συμβατικές καλλιεργητικές μέθοδοι του παρόντος με μεθόδους οικολογικής διαχείρισης των καλλιεργειών, πολλές από τις οποίες έχουν τη βάση τους στο παρελθόν. Διόλου τυχαία, ο δρ Ντετενχόφερ είναι επικεφαλής ενός διεθνούς δικτύου επιστημόνων πολλών ειδικοτήτων, οι οποίοι μελετούν την πλειάδα των παραμέτρων που θα εξασφαλίσουν τροφή ικανή να θρέψει τον παγκόσμιο πληθυσμό μέσω της επαναφοράς της υγείας των οικοσυστημάτων, φροντίζοντας παράλληλα περιβαλλοντικούς παράγοντες, όπως η (κατά)χρηση του νερού και οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Ενα παράδειγμα του είδους των μελετών που διεξάγονται στα πειραματικά αγροκτήματα έδωσε ο δρ Χρήστος Βασιλικιώτης της Αμερικανικής Γεωργικής Σχολής Θεσσαλονίκης. Με δεδομένο ότι η βαθιά άρωση των αγρών μετά τη συγκομιδή απελευθερώνει μεγάλες ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα, το ζητούμενο του πειραματισμού ήταν να διερευνηθεί αν αυτή μπορούσε να αποφευχθεί χωρίς συνέπειες στην παραγωγικότητα του αγρού. Ετσι, στο πειραματικό αγρόκτημα της Σχολής καλλιεργήθηκε καλαμπόκι τόσο με τον συμβατικό όσο και με τον παραδοσιακό τρόπο, σύμφωνα με τον οποίο τα υπολείμματα της προηγούμενης καλλιεργητικής περιόδου αφήνονται στην επιφάνεια. Οι μετρήσεις του διοξειδίου του άνθρακα όχι μόνο επιβεβαίωσαν την αναμενόμενη μείωση, αλλά όπως είχαμε τη ευκαιρία να διαπιστώσουμε ιδίοις όμμασι τα φυτά της παραδοσιακής καλλιέργειας ήταν πολύ πιο εύρωστα από εκείνα της συμβατικής! …απαιτείται η συμβολή όλων Μπορεί τα πειράματα όπως αυτό να είναι ελπιδοφόρα, όμως θα ήταν αφελές να υποθέσει κανείς ότι τα παγκόσμια προβλήματα αυτού του βεληνεκούς λύνονται με μονομερείς παρεμβάσεις σε μια ή λίγες από τις παραμέτρους που τα δημιουργούν. Δεν είναι τυχαίο ότι ένα μείζονος σημασίας πρόβλημα που θα πρέπει να λυθεί για το πέρασμα στη βιο-οικονομία είναι η εξασφάλιση επαρκούς ενέργειας από εναλλακτικές πηγές. Αυτό όμως είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο και η επίλυσή του επαφίεται στους επιστήμονες. Υπάρχει όμως κάτι που όλοι μπορούμε να κάνουμε σήμερα για να συμβάλουμε σε ένα καλύτερο αύριο: να φροντίσουμε να μειώσουμε τα σκουπίδια μας! Οπως εξήγησε η δρ Σοφία Λάλου της Αμερικανικής Γεωργικής Σχολής Θεσσαλονίκης, «η παραγωγή τροφής απαιτεί χρήση γης, νερό, ενέργεια και άλλους φυσικούς πόρους. Οταν η τροφή καταλήγει στα σκουπίδια, οι πηγές που χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή του αχρηστεύονται. Σύμφωνα με το Water Footprint Network, γύρω στο 24% του νερού που χρησιμοποιείται για τις αγροτικές καλλιέργειας παγκοσμίως χρησιμοποιείται για την παραγωγή τροφής που τελικά πετάγεται. Αυτή η ποσότητα νερού ισοδυναμεί με 45 τρισεκατομμύρια τόνους ετησίως και θα ήταν αρκετή για να ικανοποιηθούν οι οικιακές ανάγκες 9 δισεκατομμυρίων ανθρώπων!». Το μέλλον θα δείξει αν όντως η βιο-οικονομία θα μπορέσει να αρθεί στο ύψος των (εξαιρετικά δυσμενών) περιστάσεων…