Ο ανθρώπινος και ο πολιτικός διάλογος δεν είναι ταυτόσημοι – και δεν πρέπει να συγχέονται. Ο πρώτος πηγάζει από τη φύση της συνύπαρξης. Ο δεύτερος είναι θεσμική διαδικασία. Δεν επιδιώκει συναισθηματική σύγκλιση, αλλά τη διαμόρφωση συλλογικών αποφάσεων. Κινητήρια δύναμή του είναι η σύγκρουση ιδεών μέσα σε ένα κοινό πλαίσιο κανόνων. Ο πολιτικός δεν μιλάει ως «πρόσωπο», αλλά ως φορέας πολιτικού σχεδίου.
Η ανθρώπινη συνομιλία προϋποθέτει κατανόηση και συμπάθεια. Η πολιτική, πνευματική αυστηρότητα και διανοητική ενάργεια: τη δύναμη να συγκρούεσαι χωρίς να καταστρέφεις, την ικανότητα να τιθασεύεις το πάθος των ιδεών με το μέτρο της λογικής. Αυτή η ισορροπία είναι θεμέλιο εθνικής συνύπαρξης και δημοκρατίας.
Ο πολιτικός διάλογος πρέπει να έχει περιεχόμενο: να παράγει συνείδηση, όχι σύγχυση. Οταν αφορά συμμαχίες, καθορίζεται από τα αξιακά του όρια: Πού συναντώνται τα μέρη στην οικονομία, στο κράτος δικαίου, στην κοινωνική πολιτική, στα εθνικά, στην ευρωπαϊκή στρατηγική; Οχι μόνο ως υπόσχεση του μέλλοντος, αλλά και ως μνήμη του χθες. Ενας πολιτικός διάλογος χωρίς επίγνωση ορίων καταλήγει σε επικοινωνιακή τελετουργία, εκφυλίζεται στο «να τα βρούμε για να βολευτούμε».
Το ερώτημα, λοιπόν, αν το ΠαΣοΚ πρέπει να συνομιλήσει πολιτικά με τον Τσίπρα δεν είναι ζήτημα «προοδευτικής ενότητας», αλλά πολιτικής αξιοπιστίας και ταυτότητας. Η απάντηση δεν μπορεί να είναι ούτε συναισθηματική ούτε νοσταλγική.
Ο Τσίπρας ως πολιτική φιγούρα δεν υπήρξε απλά αντιφατικός. Υπήρξε τυχοδιωκτικός. Πορεύτηκε προς την εξουσία όχι με ευθύνη αλλά με δημαγωγία, εργαλειοποιώντας τα τραύματα της χρεοκοπίας.
Συνεργάστηκε με τον Καμμένο, δίχασε τη χώρα με το «ή εμείς ή αυτοί», αποσιώπησε τις ευθύνες Καραμανλή για τη χρεοκοπία, έπαιξε με την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας στο δημοψήφισμα-παρωδία. Αυτή δεν ήταν προοδευτική στρατηγική. Ηταν κυνικός καιροσκοπισμός. Οπως και ο μετέπειτα μεταμορφισμός του.
Το ΠαΣοΚ, αντιθέτως, σήκωσε δυσανάλογο βάρος. Επέλεξε τον δύσκολο δρόμο της ευθύνης απέναντι στον εύκολο δρόμο του λαϊκισμού. Εκανε λάθη – αλλά αυτή είναι η διαφορά πολιτικού ήθους. Διαφορά που αφορά το «χθες» και το «αύριο»: Πώς ορίζεται η προοδευτικότητα; Ως φιλολαϊκό και πατριωτικό πρόταγμα με σοβαρότητα και εθνική ευθύνη; Ή ως ανερμάτιστος τυχοδιωκτισμός με αυτοσκοπό την εξουσία;
Ο Τσίπρας, για να είναι συνομιλητής της δημοκρατικής παράταξης, οφείλει έναν απολογισμό και μία «συγγνώμη». Οτιδήποτε λιγότερο σημαίνει πως επιζητεί λήθη, όχι διάλογο. Ομως, η δημοκρατία θεμελιώνεται στη δικαιοσύνη και στην αλήθεια – όχι στη λήθη.
Χωρίς αυτή την προϋπόθεση, πολιτικός διάλογος με τον Τσίπρα σημαίνει συνενοχή. Το ΠαΣοΚ δεν έχει λόγο, καν το δικαίωμα, να εξισώσει τη δική του ιστορία εκσυγχρονισμού της χώρας με εκείνη της κακοποίησής της, την εθνική του υπευθυνότητα με την καιροσκοπική ανεντιμότητα. Ενας τέτοιος συμβιβασμός θα συνιστούσε πολιτικό αυτοχειριασμό.
Η δημοκρατική παράταξη ανέκαθεν συνέδεε την προοδευτικότητα με πατριωτισμό, αξιοπιστία και ήθος εξουσίας (και όποτε τα απώλεσε, υποχώρησε). Ενας υπονομευτής τους δεν μπορεί να είναι συνομιλητής της, ούτε σύμμαχός της. Η παράταξη χρειάζεται να συνομιλήσει όχι με τον Τσίπρα, αλλά με την Ιστορία: τις αξίες και τα οράματά της.
Η προοδευτική πολιτική αρνείται τον εύκολο δρόμο του λαϊκισμού, ακολουθεί τον δύσκολο δρόμο της αλήθειας και της ευθύνης. Και η ευθύνη, σε αντίθεση με τον τυχοδιωκτισμό, δεν χαϊδεύει συνειδήσεις. Τις αφυπνίζει.
Ο κ. Κωνσταντίνος Γάτσιος είναι ομότιμος καθηγητής, πρώην πρύτανης ΟΠΑ. Τομεάρχης Ανάπτυξης του ΠαΣοΚ.
