Το πρόσφατα προτεινόμενο κλείσιμο δεκάδων υποκαταστημάτων των ΕΛΤΑ – και κυρίως οι αντιδράσεις σε αυτό – αποδεικνύεται ένα διδακτικό case-study από πολλές απόψεις.
Πρώτον, η συγκεκριμένη υπόθεση αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αδυναμίας κατανόησης των πολλαπλών προκλήσεων και παράπλευρων απωλειών που δημιουργεί η ψηφιακή μετάβαση. Με άλλα λόγια, δεν νοείται μετάβαση από το φυσικό στον ψηφιακό χώρο με διάρρηξη των τελευταίων «αναλογικών», φυσικών δεσμών των τοπικών κοινωνιών με τον υπόλοιπο κόσμο και χωρίς επαρκή δημόσια διαβούλευση και πρόβλεψη για εναλλακτικούς τρόπους εξυπηρέτησης των πολιτών (όπως κινητές μονάδες ή ψηφιακές υποστηρικτικές δομές), ειδικά όσων δεν διαθέτουν ψηφιακή εκπαίδευση.
Δεύτερον, οι αποφάσεις τέτοιου είδους δεν μπορούν να έχουν «προκρούστειο» χαρακτήρα: μια χώρα με τα οξυμμένα δημογραφικά χαρακτηριστικά και το ιδιαίτερο γεωγραφικό ανάγλυφο της Ελλάδας δεν μπορεί να αντιμετωπίζει τέτοια ζητήματα με αποφάσεις οριζόντιου χαρακτήρα. Η κατάσταση επιδεινώνεται όταν απουσιάζει η λεπτομερής αξιολόγηση της νησιωτικότητας και γεωγραφικής απομόνωσης στην παροχή ισότιμων ταχυδρομικών υπηρεσιών.
Τρίτον, όσες αποφάσεις λαμβάνονται στο όνομα της τεχνολογικής εξέλιξης χρήσιμο είναι να λαμβάνουν υπόψη τα ιδιαίτερα πολιτιστικά χαρακτηριστικά του πλαισίου «εξέλιξης». Τα ΕΛΤΑ δεν είναι απλά ένας ακόμα πάροχος ταχυδρομικών υπηρεσιών, αλλά κάτι παραπάνω: ένας κρίσιμος κρίκος κοινωνικής συνοχής και πόλος ανθρώπινης επαφής και ένας πραγματικός κοινωνικός θεσμός που συνδέει το κέντρο με την περιφέρεια, το κράτος με τον πολίτη, τον αναλογικό με τον ψηφιακό κόσμο. Ο ισχυρός συμβολισμός της λειτουργίας τους δεν αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες των πρόσφατων αντιδράσεων και για προσεγγίσεις «λογιστικού» τύπου. Για παράδειγμα, στο πολύπαθο Ληξούρι η απόσυρση μιας ακόμα δημόσιας υπηρεσίας όπως τα ΕΛΤΑ εντείνει γεωμετρικά το βαθιά ριζωμένο αίσθημα εγκατάλειψης και μαρασμού.
Τέταρτον, η πτώση του κύκλου εργασιών των παραδοσιακών ταχυδρομείων δεν είναι μια ακόμα ελληνική παραδοξότητα. Πώς όμως προσαρμόστηκαν στα νέα δεδομένα άλλες χώρες και γιατί δεν μάθαμε από αυτές και την πλούσια διεθνή πρακτική; Ορισμένες χώρες, όπως η Δανία, αποφάσισαν να εφαρμόσουν συστήματα ψηφιακής υποστήριξης εντός των ταχυδρομικών τους μονάδων και μετέτρεψαν τις τελευταίες σε Ψηφιακά Κέντρα Βοήθειας (Borgerservice).
Στη Γαλλία και στην Ιταλία τα ταχυδρομεία έχουν εξελιχθεί εδώ και πολλά χρόνια σε σύγχρονους πολυ-παρόχους μιας ευρείας γκάμας υπηρεσιών χωρίς να χάσουν τον κοινωνικό τους ρόλο. Χρήσιμα μαθήματα μπορούν να αντληθούν και από την Πράσινη Βίβλο που πρόσφατα εξέδωσε η βρετανική κυβέρνηση, η οποία συστήνει το 99% του πληθυσμού του Ηνωμένου Βασιλείου να βρίσκεται σε απόσταση 3 μιλίων από το πλησιέστερο ταχυδρομείο για να ενισχυθούν η συνοχή και η κοινωνική λειτουργία του δημόσιου ταχυδρομικού δικτύου.
Με άλλα λόγια, η υπόθεση των ΕΛΤΑ επαναφέρει στη δημόσια συζήτηση το πώς πρέπει να επαναπροσδιοριστεί η έννοια «δημόσιο αγαθό» στην ψηφιακή εποχή και να οριοθετηθεί ο δημόσιος χώρος στην εποχή της «αλγοκρατίας». Παρέχει ταυτόχρονα μια μοναδική ευκαιρία στο πολιτικό σύστημα όχι απλά να διασφαλίσει ουσιαστικά τον καθολικό χαρακτήρα των σχετικών υπηρεσιών, αλλά και να μπολιάσει τον καλπάζοντα τεχνοκρατισμό με σπόρους κοινωνικής συνείδησης και ανθρωπιάς.
O δρ Μιχάλης Kρητικός είναι κύριος ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ, επίκουρος καθηγητής σε θέματα Τεχνητής Νοημοσύνης και Ψηφιακής Μετάβασης στη Σχολή Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου των Βρυξελλών.
