Τα τουρκικά Eurofighter και εμείς

Από μόνο του το πρόγραμμα των F-35 δεν αρκεί. Υπάρχει μία σειρά συνοδευτικών παραγόντων που πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν και να υλοποιηθούν για να εξασφαλίσουν μακράς πνοής αεροπορική υπεροχή της Ελλάδας

Τα τουρκικά Eurofighter και εμείς

Τον Οκτώβριο του 2025 η τουρκική κυβέρνηση υπέγραψε τη συμφωνία με τη Μεγάλη Βρετανία για την απόκτηση Eurofighter Typhoon, αρχικά 20 νέων αεροσκαφών, με την επιλογή για προμήθεια επιπλέον αεροσκαφών, ενώ υπάρχουν αναφορές για συνολικό στόχο για έως και 40-44 μαχητικά, αν υπολογιστούν και μεταχειρισμένα αεροσκάφη από τρίτες χώρες.

Η συμφωνία περιλαμβάνει, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, και πακέτο όπλων, όπως πυραύλους αέρος-αέρος Meteor. Οι πρώτες παραδόσεις αναμένονται στα τέλη της δεκαετίας (περί το 2030-2031), δηλαδή πρόκειται για μεσοπρόθεσμη ενίσχυση της τουρκικής Αεροπορίας, όχι όμως άμεση, καθώς ακόμα και τα μεταχειρισμένα αεροσκάφη, εφόσον επιβεβαιωθούν, θα παραληφθούν όχι νωρίτερα από τον Ιούνιο του 2026.

Η είδηση αυτή αμέσως υποκίνησε πλήθος αναλύσεων και σχολίων σχετικά με την ισορροπία των αεροπορικών δυνάμεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Ας ρίξουμε μία ψύχραιμη ματιά.

Η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχει προχωρήσει σε σημαντική αναβάθμιση και ανανέωση του αεροπορικού μαχητικού της στόλου με το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού των αεροσκαφών F-16 σε επίπεδο «Viper» (Block 70/72) (σήμερα έχει ολοκληρώσει το ενδιάμεσο ορόσημο με τη παράδοση του 42ου αεροσκάφους), την αγορά των 24 Rafale, των οποίων η παράδοση ολοκληρώθηκε εντός του 2024-2025, και επιπλέον η Ελλάδα έχει προχωρήσει σε σύμβαση/LOA για την προμήθεια μίας αρχικής παρτίδας F-35 (20 αεροσκάφη), με τις πρώτες παραδόσεις να αναμένονται περίπου στα τέλη του 2028. Οι παραπάνω κινήσεις έχουν εξασφαλίσει μια σαφή ποιοτική αεροπορική υπεροχή της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας, η οποία είναι ευρέως αποδεκτή ακόμη και από την Τουρκία.

Παρά την απόκτηση των Eurofighter από την Τουρκία, η Ελλάδα συνεχίζει να διατηρεί σήμερα ποιοτικό προβάδισμα. Η συνδυασμένη παρουσία των 24 Rafale (F3R), των ευρείας κλίμακας εκσυγχρονισμένων F-16V και το σχέδιο ένταξης των F-35 δίνουν στην ελληνική Πολεμική Αεροπορία ισχυρή, σύγχρονη και πολυμορφική ικανότητα. Τα Rafale και τα F-16V είναι πολύ ικανά σε επιτήρηση, αερομαχία και δικτυοκεντρικές επιχειρήσεις, με τα Rafale ειδικά να παρέχουν σημαντική αεροπορική ισχύ ανά αεροσκάφος.

Η Τουρκία σήμερα εξακολουθεί να βασίζεται σε ένα μείγμα F-16 (παλαιότερων εκδόσεων και μερικών εκσυγχρονισμένων), εγχώριων προγραμμάτων (π.χ. KAAN) και ενός όχι ακόμη ολοκληρωμένου Eurofighter στόλου (δεδομένου ότι αυτός ο τύπος αεροσκάφους είναι νέος για την τουρκική Αεροπορία, ακόμα και όταν τα παραλάβει θα χρειαστεί τουλάχιστον ένα έτος για την ενσωμάτωση στους σχεδιασμούς των επιχειρήσεων, την εκπαίδευση των πιλότων, την προσαρμογή της λογιστικής υποστήριξης κ.λπ.), άρα προφανώς δεν υπάρχει άμεση «ανατροπή».

Μεσο-μακροπρόθεσμα, όμως, τα πράγματα γίνονται πιο ανοιχτά. Τα Eurofighter Tranche 4/5 (αν αυτό είναι το επίπεδο που θα παραλάβει η Τουρκία), με σύγχρονα όπλα όπως ο πύραυλος Meteor και βελτιωμένους αισθητήρες, μειώνουν το τεχνολογικό χάσμα έναντι των Rafale και F-16V. Αν παράλληλα η Τουρκία πετύχει μεγάλες αριθμητικές αυξήσεις (π.χ. 40+ Eurofighter, πρόσθετες παρτίδες F-16 ή εγχώριας παραγωγής KAAN με αξιόλογα χαρακτηριστικά), τότε ο αεροπορικός συσχετισμός μπορεί να εξισορροπηθεί ή να μεταβληθεί, για συγκεκριμένες όμως αποστολές και περιοχές.

Μην ξεχνάμε επιπλέον ότι πέρα από το ποιοτικό χαρακτηριστικό, που είναι σημαντικό στις επιχειρήσεις, σημαντικό ρόλο παίζει και το ποσοτικό, ιδίως αν μιλάμε για μία παρατεταμένη κρίση, που εδώ η Τουρκία παραμένει να διατηρεί το πλεονέκτημα. Ωστόσο, game-changer στην όλη συζήτηση για την αεροπορική υπεροχή θα είναι η εισαγωγή του F-35 στην ελληνική Πολεμική Αεροπορία.

Το F-35 σηματοδοτεί την πραγματική διαφορά σε ό,τι αφορά τη stealth τεχνολογία, το δίκτυο αισθητήρων και την ικανότητα διείσδυσης στην εχθρική αεράμυνα, παράγοντες που σαφώς υπερβαίνουν την προσθήκη των Eurofighter σε μεμονωμένες αερομαχίες. Επομένως, η διατήρηση της υπεροχής δεν είναι βέβαιη αλλά είναι εφικτή, αν η Ελλάδα ολοκληρώσει και ενισχύσει τις τρέχουσες πολυεπίπεδες επενδύσεις της, κυρίως σε ό,τι αφορά το πρόγραμμα των F-35.

Από μόνο του όμως το πρόγραμμα των F-35 δεν αρκεί. Υπάρχει μία σειρά συνοδευτικών παραγόντων που πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν και να υλοποιηθούν για να εξασφαλίσουν μακράς πνοής αεροπορική υπεροχή της Ελλάδας:

Πρώτα απ’ όλα, να επιδειχθεί ταχύτητα και συνέπεια στην ένταξη των F-35 καθώς και συνέχεια με ενδεχόμενη απόκτηση επιπλέον αεροσκαφών εάν οι οικονομικές και πολιτικές συνθήκες το επιτρέπουν, πράγμα που σημαίνει συνέπεια και συνέχεια και από μελλοντικές ελληνικές κυβερνήσεις. Η Ελλάδα επιπλέον πρέπει να εξασφαλίσει ομαδικές παραδόσεις, εκπαιδεύσεις, όπλα και υποστήριξη (FOS-Follow On Support).

Η αξία των Rafale, F-16V και F-35 πολλαπλασιάζεται όταν εξασφαλιστεί η διαλειτουργικότητά τους με κοινά datalinks, κοινά όπλα μακρού βεληνεκούς (π.χ. Meteor/AMRAAM) και συνεκτική διοίκηση και έλεγχο.

Πρέπει να δοθεί σημαντική προτεραιότητα και στους λεγόμενους αμυντικούς πολλαπλασιαστές, όπως τα ραντάρ, ΑΣΕΠΕ (AEW&C), EW και δίκτυα C4ISR, καθώς αυξάνουν την αποδοτικότητα ενός μικρότερου στόλου αεροσκαφών.

Κλειδί είναι επίσης η δυνατότητα της Αεροπορίας να μπορεί να πλήξει βάσεις ή συγκέντρωση δυνάμεων σε αποστάσεις χωρίς να εκτίθεται στην αεράμυνα του αντιπάλου, επομένως η απόκτηση δυνατοτήτων όπως cruise missiles, δορυφορικής στήριξης ISR και όπλων ακριβείας συμπληρώνουν το πακέτο που εξασφαλίζει την αποτελεσματική δράση των ελληνικών πολεμικών αεροσκαφών.

Η συντήρηση και η διαθεσιμότητα των αεροσκαφών είναι ένα εξίσου σημαντικό στοιχείο. Πολλές αεροπορικές συγκρούσεις δεν κερδίζονται μόνο με τεχνολογία αλλά και με τη διαθεσιμότητα αεροσκαφών, ανταλλακτικών, εκπαιδευμένους τεχνικούς και δυνατότητα υψηλού ρυθμού αποστολών. Η Ελλάδα πρέπει να ενισχύσει τις δυνατότητες λογιστικής υποστήριξης καθώς και της εγχώριας υποστήριξης των αεροσκαφών του στόλου της, και εδώ αναμφίβολα η ΕΑΒ θα μπορούσε να διαδραματίσει πρωτεύοντα ρόλο, αρκεί αυτές οι δυνατότητες να γίνουν αντικείμενο επιτυχούς διαπραγμάτευσης από την ελληνική κυβέρνηση.

Καθώς οι τεχνολογίες στον αμυντικό τομέα, ιδίως σήμερα που επενδύονται τεράστια ποσά από τις κυβερνήσεις, εξελίσσονται ταχύτατα, είναι σημαντικό η ελληνική κυβέρνηση από τη φάση της αρχικής προμήθειας να εξασφαλίσει διαθεσιμότητα των αναβαθμίσεων του λογισμικού των αεροσκαφών στο μέλλον, όταν αυτές θα είναι διαθέσιμες.

Τέλος η χώρα μας πρέπει να συνεχίσει την οδό της αποτελεσματικής διπλωματίας, τις συμμαχίες και τις εξοπλιστικές συνεργασίες, καθώς, πέρα από τους προφανείς λόγους, η εμβάθυνση των διακρατικών σχέσεων όπως με τις ΗΠΑ, τη Γαλλία, το Ισραήλ και ασφαλώς η συμμετοχή σε κοινά ευρωπαϊκά προγράμματα δημιουργούν πρόσβαση σε τεχνολογίες και πολιτική στήριξη, ιδιαίτερα σημαντικές σε περιόδους κρίσης.

Συμπερασματικά, η συμφωνία για την προμήθεια των Eurofighter από την Τουρκία είναι σημαντική και αλλάζει μεσο-μακροπρόθεσμα το τοπίο, όμως δεν ανατρέπει αυτομάτως την ελληνική αεροπορική υπεροχή το 2025. Η κρίσιμη παράμετρος θα είναι το πώς και πόσο γρήγορα και σε ποιους αριθμούς οι δύο πλευρές ενσωματώνουν αυτά τα αεροσκάφη, τα όπλα και τα συστήματα υποστήριξης, καθώς και ποιες δομές C4ISR, EW και λογιστικής δύναμης θα αναπτύξουν.

Για να διατηρήσει και να διευρύνει το προβάδισμά της, η Ελλάδα πρέπει να ολοκληρώσει την ένταξη των F-35, να επεκτείνει την επιχειρησιακή δικτύωση των Rafale/F-16V, να επενδύσει σε αισθητήρες, όπλα μακρού βεληνεκούς, υποστήριξη και συμμαχίες, μια ολιστική δηλαδή στρατηγική που δεν περιορίζεται απλά στην αγορά σύγχρονων αεροσκαφών.

Ο κ. Βασίλης Τσιάμης είναι EY Partner, επικεφαλής Τομέα Αμυνας και Ασφάλειας, πρώην ανώτερο στέλεχος της ΕΕ.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version