Την προηγούμενη εβδομάδα στο Ηρώδειο, στη συναυλία-αφιέρωμα στην Αρλέτα, αναρωτήθηκα κάποια στιγμή τι θα έγραφε και τι θα τραγουδούσε η ίδια αν ζούσε ακόμα σήμερα. Καθώς προχωρούσε η βραδιά με όλον τον κόσμο να σιγοτραγουδάει (είναι εντυπωσιακό πόσο πολύ θυμόμαστε και ξανατραγουδάμε τόσα πολλά τραγούδια της Αρλέτας), άρχισα να έχω μια βεβαιότητα. Τα ίδια θα έγραφε, τα ίδια θα τραγουδούσε. Και, με αυτό το ειρωνικό γύρισμα της φωνής της, το αδύνατο να το μιμηθεί κανείς ακριβώς, θα είχε και πάλι πέσει διάνα.
Πόσο πολιτική και πόσο, ακόμα, σημερινή, είναι η Αρλέτα; Την απάντηση την έδινε η ίδια η συναυλία. Στο τέλος της, καθώς όλο το θέατρο μαζί τραγουδούσε «Τα μικρά παιδιά», ο Γιώργης Χριστοδούλου σήκωσε ένα τεράστιο φουρφούρι, έναν χάρτινο μύλο στα χρώματα της παλαιστινιακής σημαίας – και δεν έμοιαζε καθόλου εκβιαστικό αυτό, καθόλου καπέλωμα, ήταν σαν να έβγαινε μέσα από το τραγούδι, μέσα από αυτή τη στιγμή. Γιατί, αν έχουμε συνδέσει την Αρλέτα με μια αίσθηση μοναχικού λυρισμού, τα τραγούδια της θυμίζουν τόσο συχνά ότι κάτι ξέρει επίσης ο λυρισμός από αυτό που λέμε δικαιοσύνη.
Κάτι ξέρουν, ομοίως, τα τραγούδια της από αγάπη και συγγένεια – αλλά στη ριζοσπαστικά πολιτική τους διάσταση. Δεν είναι τυχαίο πόσες πολλές και πόσοι πολλοί από εμάς έχουν διακρίνει στη μορφή της Αρλέτας ένα πρότυπο του πώς να φτιάχνεις εναλλακτικές οικογένειες, σχέσεις και δίκτυα. Κάτι ξέρει, άλλωστε, το μοναχό παιδί από το πώς να πιάνεσαι από μια φωνή κι ένα τραγούδι για να επιβιώσεις. Το συναίσθημα αυτό μένει ακόμα. Το βλέπεις στο δέσιμο τόσων με τα τραγούδια της, μέσα στα τραγούδια της, στο πώς γίνονταν οικογένεια όσες τραγουδούσαν στη σκηνή του Ηρωδείου (η Μπάμπαλη, η Φασουλή, η Τσανακλίδου, η Νέγκα). Το βλέπεις στην αγάπη του Γιώργη Χριστοδούλου για όλο αυτό το υλικό, για αυτή τη «θετή», καλλιτεχνική και όχι μόνο, μάνα.
Σε μια από τις πιο συγκλονιστικές στιγμές του προηγούμενου Σαββάτου, ο Χρήστος Θηβαίος ήρθε, «εκτός προγράμματος», να τραγουδήσει την «Μπαλάντα του Πάρκου». Τον θυμάμαι ακόμα τώρα που γράφω, σκαλωμένο σε μια τρίτη μικρή που η μνήμη τη σπρώχνει να ξεχειλώσει: «Κρυφοκοιτάς πόρτες κλειστές/ ζηλεύεις τ’ άγνωστα ζευγάρια/ οι υποσχεμένες ηδονές/ γίνονται πρόστυχα παζάρια». Το τραγούδι, κρυμμένο στον δίσκο Ενα καπέλο με τραγούδια του ’81 – θα μπορούσε και να έχει γραφτεί για τον συγγραφέα Γιώργο Ιωάννου, τον νοικάρη της Αρλέτας στα Εξάρχεια, αυτόν που, όταν πέθανε αιφνίδια το ’85, η τραγουδοποιός-σπιτονοικοκυρά κράτησε το διαμέρισμά του άθικτο για δεκαετίες. Αχ, λέω αχ, οικογένειες που στήνουμε και δεν χαλνούμε…
Και κάτι τελευταίο. Αν έχουμε συνδέσει την Αρλέτα με μια μορφή που κάθεται στην άκρη του μπαρ και περιγράφει με φλέγμα όσα συμβαίνουν στο κέντρο του, αν την έχουμε δηλαδή συνδέσει με μια ειρωνεία κι ένα βλέμμα που κρίνει από μακριά, την έχουμε επίσης ταυτίσει και με μια ιδιότυπη ανάγκη συμμετοχής. Η πολιτική σφραγίδα της είναι αυτό το βιωμένο οξύμωρο, αυτή η εκδοχή συμμετοχικού αναχωρητισμού. Και είναι αυτή η στάση που αποκτά σήμερα μια πρωτοφανή ριζοσπαστικότητα. Λέει το τραγούδι: «Κι αν κάτι πάει ν’ ανεβεί/ κι αν κάτι πάει να πετάξει/ έχουνε δόντια οι ουρανοί/ και ξόβεργες από μετάξι». Και αντί απογοήτευση, ξέρεις πλέον πώς να το ακούς σαν καταγγελία.
Ο κ. Δημήτρης Παπανικολάου είναι καθηγητής Νεοελληνικών και Πολιτισμικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
