Ολος ο κόσμος είναι μια σκηνή

Η Μυρσίνη Γκανά γράφει για το φαινόμενο των «επιτελεστικών αρσενικών». Ποιοι είναι και ποιοι τους βλέπουν με καχυποψία;

Ολος ο κόσμος είναι μια σκηνή

Eίχα κατασκευάσει ένα ψεύτικο εγώ, κομμένο και ραμμένο για να της αρέσει. Είχε λατρέψει τον “Κύκλο των χαμένων ποιητών”; Εντάξει, απίστευτο, ήταν η αγαπημένη μου ταινία. Της άρεσε ο Sting και ειδικά ο τελευταίος δίσκος του, το “Nothing Like the Sun”; Τον λάτρευα αυτόν τον δίσκο άνευ όρων. Θαύμαζε τον τραγουδιστή για τη δράση του για τη διάσωση του δάσους του Αμαζονίου; Ημουν στο τσακ να εμφανιστώ στο σχολείο την επόμενη μέρα με ένα πήλινο πιατάκι περασμένο στο κάτω χείλος…». Το απόσπασμα αυτό, σε πρόχειρη μετάφραση, προέρχεται από το μυθιστόρημα του Fabrice Caro «Les derniers jours de l’apesanteur», όπου περιγράφει την τελευταία του χρονιά στο λύκειο κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ’80.

Με έκανε ξαφνικά να θυμηθώ και τις δικές μου νεανικές μεταμορφώσεις, ίσως όχι τόσο για να αρέσω σε κάποιο συγκεκριμένο άτομο, πάντως ως αποτέλεσμα της φυσιολογικής διαδικασίας αναζήτησης ταυτότητας, διαφοροποίησης από μοντέλα που μοιάζουν παλιά και δυσάρεστα. Οι περισσότεροι από μας, αναλόγως με τη μουσική που ακούγαμε, περνούσαμε μια φάση μεταμφίεσης σχεδόν, προκειμένου να βρούμε τη φυλή μας, την ομάδα μας, να ανήκουμε κάπου όπου μας αποδέχονταν «για αυτό που ήμασταν».

Βγαίνοντας από αυτή τη φάση αντιλαμβάνεται συνήθως κανείς ότι πολλοί από τους συντρόφους σ’ αυτές τις παρέες δεν εννοούσαν στ’ αλήθεια όσα έλεγαν και έκαναν. Η «διαφορετικότητά» τους ήταν απλώς μια βιτρίνα που τους βοηθούσε μια συγκεκριμένη στιγμή να βρουν αποδοχή, φίλους, κορίτσι ή αγόρι.

Μεγαλώνοντας διαπιστώνουμε και αποδεχόμαστε ότι περνάμε τη ζωή μας αλλάζοντας μάσκες προκειμένου να εμφανιστούμε στους άλλους πιο ελκυστικοί, πιο δυνατοί, πιο έξυπνοι, πιο ευαίσθητοι, πιο απελευθερωμένοι, πιο ό,τι έχει ανάγκη ο καθένας, ώστε να αυξήσουμε τις πιθανότητες επιτυχίας και ευτυχίας μας, ενώ ταυτόχρονα λαχταράμε και αναζητούμε μια κάποια «αυθεντικότητα», αν όχι έκφρασης του χαρακτήρα, τουλάχιστον προθέσεων.

Στη δική μου γενιά τα κορίτσια μεγάλωσαν ακούγοντας διαρκώς για την ισότητα των φύλων, αλλά τα συνομήλικά μας αγόρια μάλλον δεν έλαβαν το ίδιο ακριβώς μήνυμα. Χωρίς να έχει λυθεί αυτό το βασικό ζήτημα, περάσαμε – και πολύ καλά κάναμε – στη συζήτηση για την επιτελεστικότητα του φύλου, τη ρευστότητα του φύλου, την επί της ουσίας αμφισβήτηση των παραδοσιακών ρόλων και συμπεριφορών.

Καταδικάσαμε την τοξική αρρενωπότητα, αναρωτιόμαστε τι έχει πάει λάθος με όλους αυτούς τους άντρες που οδηγούνται σε γυναικοκτονίες επειδή η σύντροφός τους τους αμφισβήτησε, τους εγκατέλειψε, τους αντιμίλησε.

Καταγγείλαμε δεξιά κι αριστερά τα σκληρά αρσενικά και ζητήσαμε ευαισθησία, ενσυναίσθηση, σεβασμό, ενδιαφέρον. Νιώσαμε σοκ πριν από πολύ λίγα χρόνια όταν με τη σύλληψη του δηλωμένα μισογύνη και με άπειρους τρόπους παραβατικού Αντριου Τέιτ νεαρά αγόρια διαδήλωσαν υπέρ του σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Η συντηρητική Ακροδεξιά, ειδικά στην Αμερική, αλλά σύντομα και στις χώρες μας, καλλιεργεί μια νέα «μάτσο» εικόνα του δυνατού άντρα και της παραδοσιακής συζύγου του που πλάθει κουλουράκια με τα δυο χεράκια ενώ κάθεται στο σπίτι για να φροντίζει τα παιδάκια.

Η δική μου ενστικτώδης αντίδραση λοιπόν, μέσα σ’ αυτό το κλίμα, είναι να καλωσορίσω την όποια αρσενική προσπάθεια για μια άλλη στάση. Και ξαφνιάζομαι ακούγοντας και διαβάζοντας ξαφνικά για τα performative males, τα επιτελεστικά αρσενικά, αυτά που δίνουν μια παράσταση, όρος που περιγράφει και κατηγορεί ταυτόχρονα. Ποιοι είναι; Νεαροί άντρες, κυρίως στο εξωτερικό, πρέπει να πούμε, αν και όχι ανύπαρκτοι κι εδώ, που ντύνονται με έναν συγκεκριμένο τρόπο, πιο εναλλακτικό, πιο «τρυφερό» σχεδόν θα μπορούσε να πει κανείς, κυκλοφορούν με πάνινες τσάντες και φαρδιά παντελόνια, ακούν μουσική από γυναίκες, θα τους πετύχεις να διαβάζουν Sally Rooney και Joan Didion, να πίνουν τσάι μάτσα, να επιδεικνύουν όλα αυτά τα στοιχεία που θα έβρισκε ίσως ελκυστικά μια φεμινίστρια, σύμφωνα με τους «New York Times». Ποιο είναι το έγκλημά τους; Προσποιούνται.

Προσποιούνται ότι ενδιαφέρονται για όλα αυτά τα πράγματα προκειμένου να προσελκύσουν γυναίκες. Με εκπλήσσει η ένταση της καταγγελίας εναντίον τους. Θα περίμενε κανείς αυτή να είναι μια συμπεριφορά που ειδικά οι γυναίκες ενθαρρύνουν. Θα περίμενε κανείς να πούμε, δεν πειράζει, για δέκα που θα προσποιηθούν, τρεις θα βρουν πραγματικό ενδιαφέρον, δύο θα το πιστεύουν, άλλος ένας θα τους δει και θα τολμήσει κι εκείνος.

Προσπαθώ να καταλάβω τι συμβαίνει και τι διαστάσεις έχει αυτό το φαινόμενο, και συζητάω με τον Χάρη, μαθητή της Γ’ Λυκείου, που μου λέει ότι, φυσικά, γνωρίζει γι’ αυτή την τάση, παρόλο που ο ίδιος δεν υιοθετεί τη συγκεκριμένη αισθητική και σίγουρα δεν αυτοπροσδιορίζεται ως performative male: «Ποιος θα ήθελε να το κάνει με την αρνητική χροιά που έχει ο όρος; Μόνο ειρωνικά, χιουμοριστικά το λέει κανείς για τον εαυτό του». Ωστόσο συμφωνεί κι εκείνος πως η επίθεση που δέχονται τα performative males είναι δυσανάλογα σκληρή και αυτό σίγουρα έχει να κάνει με το ότι υιοθετούν πιο θηλυκά στοιχεία, δηλώνοντας ταυτόχρονα ετεροφυλόφιλοι, διευκρινίζει όμως ότι για τον ίδιο αυτή η συμπεριφορά είναι απολύτως φυσιολογική και ευπρόσδεκτη ως απάντηση στην άνοδο του επιθετικού alpha male.

Εγώ από τη μεριά μου σκέφτομαι ότι, ενώ προσπαθούμε εδώ και δεκαετίες να απαλλαγούμε από τους παραδοσιακούς ρόλους, τελικά όλο και βρίσκουμε διάφορες πλάγιες οδούς για να επιστρέφουμε εκεί. Αυτή η υπερπροβολή και η προσπάθεια «ξεμπροστιάσματος» και γελοιοποίησης όσων δείχνουν ότι συντάσσονται με όλα αυτά που θεωρούνται «θηλυκά» και άρα «αδύναμα», είναι οριακά ύποπτη και σίγουρα δεν εξυπηρετεί κάποια ατζέντα υπέρ της αυθεντικότητας, αλλά μάλλον υπέρ του νέου συντηρητισμού. Βρίσκω προσβλητικό και για τους άντρες και για τις γυναίκες να μιλάμε σαν αφενός οι γυναίκες να πείθονται τόσο εύκολα από μια ψευτοπαράσταση που στέκεται μόνο στην αισθητική, αφετέρου οι άντρες να είναι καταστατικά αδύνατον να συμπεριφερθούν με τέτοιους τρόπους, να επιθυμούν ειλικρινά να υιοθετήσουν μια διαφορετική στάση, να βρίσκουν πραγματικό ενδιαφέρον σ’ αυτό που έχουν να πουν οι γυναίκες, νιώθω ότι, όπως ακριβώς κάποτε υπήρχαν άντρες που φώναζαν στο φανάρι στη γυναίκα οδηγό «γύρνα στην κουζίνα σου», φωνάζουμε με κάποιον τρόπο στα αγόρια «γύρνα στην τοξικότητά σου, δεν είσαι για κάτι άλλο».

Η κυρία Μυρσίνη Γκανά είναι ποιήτρια και μεταφράστρια.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version