Αλίμονο αν οι πολιτικοί κρίνονται μόνο για όσα λένε. Οσοι διεκδικούν ψήφο οφείλουν να διάγουν βίο διαφανή. Ετσι δεν λέμε; Δεν αρκεί να διακηρύσσουν αρχές, πρέπει η ζωή τους να ευθυγραμμίζεται με αυτές. Γι’ αυτό άλλωστε οι πολίτες δικαιούνται να γνωρίζουν και πτυχές της ιδιωτικής τους ζωής. Μας ενδιαφέρει, για παράδειγμα, αν ένας βουλευτής είναι βίαιος, αν πίνει ή αν τζογάρει. Αν είναι οικονομικά αφερέγγυος ή συστηματικά ψεύτης. Μας αφορά αντίστοιχα και το πώς επιλέγουν να κάνουν τη δουλειά τους οι πολιτευτές, ιδίως σε επαγγέλματα που ακουμπούν τον πυρήνα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Μπορεί, για παράδειγμα, κάποιος που δημόσια καταγγέλλει εισπρακτικές, funds και πλειστηριασμούς, στο γραφείο του να συνεργάζεται μαζί τους; Δεν είναι λογικό να μας ενδιαφέρει αν ένας βουλευτής ή υπουργός έχει επιλέξει να αναλάβει υποθέσεις που ζημίωσαν σημαντικά το Δημόσιο και τους φορολογουμένους; Δεν είναι παράνομο, αλλά ο πολίτης δικαιούται να το γνωρίζει και να καταλήξει αν υπάρχει ασυνέπεια λόγων και έργων πριν πάει στην κάλπη.
Περισσότερους από 80 δικηγόρους αριθμεί η παρούσα Βουλή. Το πώς επιλέγουν να σταθούν επαγγελματικά είναι άσχετο με το ποιόν τους; Η συζήτηση δεν είναι καινούργια. Την επανέφερε όμως ο υπουργός Δικαιοσύνης με όσα επέλεξε, με αμφιλεγόμενο ύφος, να πει στη Βουλή. Η ιστορία είναι γνωστή. Ο θύτης νάρκωνε γυναίκες με τυρόπιτες για να τις βιάσει. Πριν από τρία χρόνια είχα αναζητήσει τη Νάταλι Κάρνιφ, ένα από τα θύματα του βιαστή με την τυρόπιτα. Δέχθηκε να μου μιλήσει δημόσια, με το πρόσωπο και το όνομά της, για να διηγηθεί την τεράστια ταλαιπωρία που διαδέχθηκε το άγριο έγκλημα. Η συνέντευξη μεταδόθηκε από τη «Μεγάλη Εικόνα» στο Mega. Η Νάταλι μίλησε για τη δίκη με τις διαρκείς αναβολές για διάφορους λόγους. Από την απουσία μεταφραστή ως τη συνήγορο του βιαστή της. «Είναι δύσκολο να φανταστείς πώς μια γυναίκα υπερασπίστηκε κάποιον σαν αυτόν» μου είπε.
Το επιχείρημα ότι «ο κάθε κατηγορούμενος δικαιούται υπεράσπιση» είναι σωστό. Ωστόσο κανείς δεν υποχρεώνει κάθε δικηγόρο να την προσφέρει. Πολλοί επιλέγουν να μη χειρίζονται υποθέσεις συγκεκριμένης υφής: ναρκωτικά, παιδική κακοποίηση, σεξουαλικά εγκλήματα.
Και πάντως, όχι. Δεν υποχρέωσε κανείς την κυρία Κωνσταντοπούλου να αναλάβει τον κατηγορούμενο για τους βιασμούς. Και, ακόμα περισσότερο, ουδείς την υποχρέωσε να ασκήσει την υπεράσπιση με τον τρόπο που το έκανε. Ηταν επιλογή της, ακριβώς όσο και η απόφαση να αναλάβει την οικογένεια του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου ή την κυρία Καρυστιανού.
Μπορεί λοιπόν κάποιος με το ένα του καπέλο να υπερασπίζεται έναν κατά συρροήν βιαστή και με το άλλο να κραδαίνει το λάβαρο της μάχης κατά του σεξισμού, της πατριαρχίας και της έμφυλης βίας; Προφανώς και μπορεί, και η κυρία Κωνσταντοπούλου είναι ζωντανό παράδειγμα. Εκείνο που δεν μπορεί όμως είναι να αξιώνει να μην κρίνεται για αυτό από τους πολίτες.
