Οι δύο αναγνώσεις μιας γνωμοδότησης

Για το Διεθνές Δικαστήριο, οι κλιματικές υποχρεώσεις των κρατών δεν είναι απλές πολιτικές φιλοδοξίες: είναι νομικά δεσμευτικές, ουσιαστικές και εκτελεστές, που συμπληρώνονται από την υποχρέωση «δέουσας επιμέλειας» (due diligence) κατά την εκτέλεσή τους

Οι δύο αναγνώσεις μιας γνωμοδότησης

Η γνωμοδότηση της 23ης Ιουλίου του Διεθνούς Δικαστηρίου (ΔΔ) της Χάγης για τις «υποχρεώσεις των κρατών όσον αφορά την κλιματική αλλαγή», όπως είναι ο ακριβής τίτλος της, χαιρετίστηκε ως ιστορική συμβολή στη διαρκώς εξελισσόμενη νομολογία διεθνών, ευρωπαϊκών και εθνικών δικαστηρίων σχετικά με την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής υπό τους όρους του διεθνούς δικαίου. Το Δικαστήριο, δέσμιο της ειδικής δικαιοδοσίας του για την έκδοση γνωμοδοτήσεων, απάντησε στα ερωτήματα που του είχαν τεθεί από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών με γενικούς και αφηρημένους όρους, χωρίς να επικεντρωθεί στα πραγματικά δεδομένα που συνθέτουν τη δραματική κλιματική αλλαγή που βιώνει ο πλανήτης. Προσέβλεψε, προφανώς, στο ότι οι αποφάνσεις του θα αξιοποιηθούν σε μελλοντικές υποθέσεις αμιγώς διακρατικής ή διεθνικής υφής, από κατά περίπτωση αρμόδια δικαιοδοτικά όργανα. Ετσι, όμως, επιβεβαίωσε και την ισχύ μιας διάχυτης στην κοινή γνώμη αντίληψης ότι, κατά τα προσεχή χρόνια, στην παγκόσμια διακυβέρνηση για το κλίμα οι δικαστές θα έχουν περίοπτη θέση.

Oι απροσδόκητα προοδευτικές θέσεις για την υπεράσπιση του κλίματος τις οποίες διατύπωσε το ΔΔ απαντώντας στα δυο βασικά ερωτήματα που του έθεσε η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών συνυπάρχουν με νομικά ζητήματα, τα οποία το Δικαστήριο άφησε αδιευκρίνιστα ή ανεπαρκώς τεκμηριωμένα. Διαβάζοντας τη γνωμοδότηση από την οπτική αυτή γωνία, μπορεί ο καθένας να κατανοήσει καλύτερα τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε το Δικαστήριο τους θεσμικούς περιορισμούς στη δικαιοδοσία του, τις πολιτικές ευαισθησίες και το μεταβαλλόμενο πεδίο των διεθνών συσχετισμών σχετικά με το κλίμα. Τα δύο κύρια ζητήματα στα οποία το ΔΔ κλήθηκε να γνωμοδοτήσει ήταν ποιες είναι οι νομικές υποχρεώσεις που βαρύνουν τα κράτη όσον αφορά την προστασία, για λογαριασμό της παρούσας και των μελλοντικών γενεών, του κλιματικού συστήματος από τους ανθρωπογενείς κινδύνους που το απειλούν, και ποιες οι νομικές συνέπειες που συνεπάγονται για τα κράτη οι σημαντικές ζημίες τις οποίες αυτά έχουν προκαλέσει στο κλίμα και το περιβάλλον.

Η γνωμοδότηση συνίσταται κατά βάση σε μια αναλυτική παρουσίαση, αναγκαστικά μη εξαντλητική, πλην όμως συστηματική και πλήρη, των συμβατικών και εθιμικών πηγών των υποχρεώσεων των κρατών στον τομέα της καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής, οι οποίες ισχύουν σωρευτικά, χωρίς να αλληλοαναιρούνται ή να αλληλοαποκλείονται. Τούτο το τελευταίο είναι βασική θέση της γνωμοδότησης. Για το Δικαστήριο, οι κλιματικές υποχρεώσεις των κρατών δεν είναι απλές πολιτικές φιλοδοξίες: είναι νομικά δεσμευτικές, ουσιαστικές και εκτελεστές, που συμπληρώνονται από την υποχρέωση «δέουσας επιμέλειας» (due diligence) κατά την εκτέλεσή τους από τη μεριά των κρατών με κοινό αντικείμενο την αποτροπή σημαντικών περιβαλλοντικών βλαβών, τη διακρατική συνεργασία σε παγκόσμιο επίπεδο και την προάσπιση των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων εν όψει των αυξανόμενων περιβαλλοντικών κινδύνων. Από τις πιο αξιοσημείωτες προοδευτικές θέσεις που επεξεργάστηκε το ΔΔ είναι η κήρυξη των υποχρεώσεων που απορρέουν για τα κράτη από διεθνείς συμβάσεις για το κλίμα ως υποχρεώσεις erga omnes partes: επειδή ισχύουν έναντι της διεθνούς κοινότητας των κρατών, καθόσον το κλίμα είναι «παγκόσμιο κοινό αγαθό», κάθε κράτος μπορεί να εγκαλέσει την ευθύνη του κράτους που έχει παραβιάσει τις υποχρεώσεις αυτές, ασχέτως εάν το εγκαλούν κράτος έχει υποστεί ζημία ή όχι.

H γνωμοδότηση της 23ης Ιουλίου εγκρίθηκε ομόφωνα από τα 15 μέλη του Δικαστηρίου, πλην όμως τα δύο τρίτα αυτών προσάρτησαν στην πράξη, ο καθένας/η καθεμία, ξεχωριστή, ατομική γνώμη, οι οποίες, στο σύνολό τους, αποκάλυπταν όλα τα «ανείπωτα», από το σώμα, νομικά ζητήματα της κλιματικής αλλαγής. Επιλεκτικά άξια αναφοράς είναι, κατ’ αρχήν, ότι στη γνωμοδότηση καταλογίζεται ότι, ενώ η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών είχε ζητήσει από το Δικαστήριο να διερευνήσει τις νομικές συνέπειες των δραστηριοτήτων που έχουν προκαλέσει – σε ενεστώτα δηλαδή χρόνο – τα κράτη, το Σώμα αρνήθηκε επιμελώς να αξιοποιήσει το αίτημα αυτό και να διαγνώσει την ανισότητα που επικρατεί τόσο στις βλάβες που προκαλούνται στο κλίμα όσο και στην αποτροπή τους: σχεδόν όλα τα κράτη έχουν συμβάλει με κάποιον τρόπο στην κλιματική αλλαγή, αλλά ορισμένα έχουν συμβάλει και συνεχίζουν να συμβάλλουν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό. Επίσης, επιμελώς το ΔΔ αρνήθηκε να υποδείξει τα είδη των μέτρων αποκατάστασης που θα ήταν κατάλληλα απέναντι στην πρόκληση βλάβης στο κλιματικό σύστημα κατόπιν πράξεων ή παραλείψεων εκ μέρους ενός κράτους που εγείρουν τη διεθνή ευθύνη του εξ αδικοπραξίας, ιδίως εάν αυτές σχετίζονται με την παραγωγή και την αδειοδότηση ή τις επιδοτήσεις εξόρυξης ορυκτών καυσίμων.

Η στρατηγική του ΔΔ να μην εξετάσει σε επαρκές βάθος ή να παραβλέψει νομικά ζητήματα που θέτει η κλιματική αλλαγή, όπως αυτά που εντελώς επιλεκτικά αναφέρθηκαν, είναι λογική. Αντί να επισημάνει συγκεκριμένα κράτη και φορείς που βλάπτουν το κλιματικό σύστημα, οικοδόμησε ένα ευρύ πλαίσιο για την αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων σε μελλοντικές υποθέσεις. Η επιλογή αυτή του Δικαστηρίου έχει δύο συνέπειες. Πρώτον, κατόρθωσε να εκδώσει μια ομόφωνη απόφαση, προστατεύοντας τη θεσμική νομιμότητα και την εξουσία του ίδιου ιδίως με το να μην προκαλέσει σφοδρή κριτική ή αντίδραση από μεμονωμένα κράτη. Δεύτερον, όπως ήδη τονίστηκε, παρέχει στους διαδίκους μελλοντικών διεθνών ή ευρωπαϊκών ή και εθνικών δικών τη δυνατότητα να αναφέρονται στα πορίσματα της γνωμοδότησης της 23ης Ιουλίου. Ωστόσο, ο κίνδυνος της διατύπωσης των πορισμάτων της γνωμοδότησης με γενικούς και αφηρημένους όρους είναι ότι αυτά παραμένουν ανοιχτά σε αντικρουόμενες ερμηνείες. Στα χέρια των υποστηρικτών του κλίματος, η γνωμοδότηση διαβάζεται ως ένας προοδευτικός χάρτης της πορείας για λογοδοσία στα θέματα της κλιματικής αλλαγής. Ομως, τα ίδια πορίσματα, ιδίως όσον αφορά την απόδοση ευθύνης σε κράτη για ανεπανόρθωτες βλάβες επί του κλιματικού συστήματος, μπορούν να ερμηνευθούν με τρόπους που να αποδυναμώνουν ή ακόμη και να εξουδετερώνουν αυτή την ευθύνη.

Ο κ. Πέτρος Στάγκος είναι ομότιμος καθηγητής Ευρωπαϊκού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version