Η δημοσιοποίηση των προβλέψεων του ΠΔΠ 2026-2029 αποτυπώνει την πορεία των βασικών μακροοικονομικών μεγεθών, με κύριο χαρακτηριστικό την υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας. Προβλέψεις, που θα έπρεπε να προκαλέσουν εγρήγορση και την έναρξη μιας σχετικής συζήτησης για το τι θα πρέπει να κάνουμε προκειμένου να αλλάξουμε τη δυναμική των πραγμάτων.
Οι εκτιμήσεις της κυβέρνησης για τον ρυθμό ανάπτυξης κινούνται σε φθίνουσα τροχιά: 2,4% το 2026, 1,7% το 2027, 1,6% το 2028 και 1,3% το 2029. Πρόκειται για έναν ρυθμό που απέχει από το να χαρακτηριστεί δυναμικός, ειδικά σε μια περίοδο όπου η χώρα χρειάζεται επιτάχυνση, αντί επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας.
Αν αναζητήσουμε τις αιτίες της διαφαινόμενης υποχώρησης των οικονομικών μεγεθών θα διακρίνουμε τον σημαντικό περιορισμό της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης, τις επιδράσεις του δημογραφικού ζητήματος, τη χαμηλή παραγωγικότητα και τη μεταρρυθμιστική κόπωση. Οσον αφορά τις εκτιμήσεις για τις επενδύσεις και τον τερματισμό της εισροής κεφαλαίων μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ενδεικτικά αναφέρουμε ότι από αύξηση 10,2% το 2026 και 4,1% το 2027 προβλέπεται η υποχώρησή τους στο 0,9% και 0,8% για τα έτη 2028 και 2029 αντίστοιχα.
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο οι ίδιοι οι αριθμοί, αλλά το πώς αυτοί συνδέονται με την πραγματική οικονομία. Η υποχώρηση της επενδυτικής δραστηριότητας, η πτώση της κατανάλωσης και η χαμηλή παραγωγικότητα συνιστούν έναν επικίνδυνο συνδυασμό.
Σε αυτό το περιβάλλον, οι προβλέψεις ανάπτυξης ενδέχεται να μην είναι ικανές να στηρίξουν με ασφάλεια τις αυξανόμενες δημοσιονομικές δεσμεύσεις της κυβέρνησης, είτε πρόκειται για μισθολογικές παρεμβάσεις, είτε για νέα προγράμματα κοινωνικής πολιτικής, είτε για τη σταδιακή μείωση του χρέους.
Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι αυτή η εικόνα δεν φαίνεται να απασχολεί σοβαρά τον πολιτικό κόσμο. Η δημόσια συζήτηση παραμένει επιφανειακή, εγκλωβισμένη σε αναμενόμενες δηλώσεις «αισιοδοξίας» ή σε αντιπαραθέσεις άνευ ουσίας.
Απουσιάζει η διάθεση να τεθεί στο κέντρο το κρίσιμο ερώτημα: πώς θα αναστραφεί η υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας, με ποια στρατηγική θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις ούτως ώστε η ανάπτυξη να μην εξαρτάται από συγκυριακές χρηματοδοτικές ενέσεις από την Ευρώπη αλλά να αποτελεί το αποτέλεσμα του συντονισμού και της ενίσχυσης των παραγωγικών δυνάμεων και της εκμετάλλευσης των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της ελληνικής οικονομίας.
Αν κάτι απαιτείται σήμερα, είναι μια πολιτική κουλτούρα που θα μιλήσει με ευθύτητα. Να αναγνωρίσει το πεπερασμένο των σημερινών ορίων της οικονομίας και να επιχειρήσει να τα διευρύνει σημαντικά επενδύοντας με προγραμματισμό και συνέπεια στην αναβάθμιση των θεσμών, στην αποτελεσματικότητα του κράτους, στην καινοτομία, την παραγωγικότητα, την εξωστρέφεια. Χωρίς αυτή τη μετατόπιση, οι προβλέψεις για τους ρυθμούς ανάπτυξης δεν θα είναι εργαλείο σχεδιασμού αλλά προειδοποίηση για όσα έρχονται.
Ο κ. Δημήτρης Λιάκος είναι οικονομολόγος.