Στην αυτοβιογραφία του, ο Μαρκ Τουέιν αναφέρει πως η μητέρα του πίστευε πως, ως καλή πρεσβυτεριανή, όφειλε να πει «έναν καλό λόγο για τον ίδιο τον διάβολο». Διότι, όπως γράφει: «…ποιος προσεύχεται για τον Σατανά; Ποιος, σε δεκαοκτώ αιώνες, είχε την κοινή ανθρωπιά να προσευχηθεί για τον μοναδικό αμαρτωλό που το είχε περισσότερο ανάγκη, τον μοναδικό σύντροφό μας και αδελφό μας που είχε περισσότερο ανάγκη από έναν φίλο, αλλά δεν είχε κανέναν, τον μοναδικό αμαρτωλό μεταξύ όλων μας που είχε το υψηλότερο και σαφέστερο δικαίωμα στις καθημερινές και νυχτερινές προσευχές κάθε χριστιανού, για τον απλό και αδιαμφισβήτητο λόγο ότι η ανάγκη του ήταν η πρώτη και η μεγαλύτερη, καθώς ήταν ο υπέρτατος μεταξύ των αμαρτωλών;».
Ανέκαθεν μου φαινόταν πολύ λογικό το ερώτημα. Όντως, αφού κανείς δεν την έχει πιο άσχημα από τον Σατανά, δεν θα έπρεπε οι καλοί χριστιανοί να προσεύχονται πρώτα για εκείνον; Βέβαια, από θεολογικής άποψης, κάτι τέτοιο δεν θα είχε νόημα.
Η πτώση των αγγέλων ήταν σοβαρή υπόθεση, η σχάση μεταξύ αγγέλων και Θεού θεωρείται αμετάκλητη, συνεπώς οι άγγελοι δεν μπορούν να σωθούν. Εν τούτοις, ακόμα κι αν κάποιος αντικειμενικά δεν μπορεί να σωθεί, αυτό δεν σημαίνει πως δεν είναι φυσικώς εφικτό για τους άλλους να αναπτύξουν μια ανορθολογική ελπίδα για τη σωτηρία του.
Η νοοτροπία της μαμα – Τουέιν κούμπωσε μέσα μου. Στη θέση του Σατανά μπορεί κανείς να βάλει όλους τους κοινωνικούς παρίες, τις διάφορες «ανωμαλίες του συστήματος» που διαπράττουν φρικαλεότητες, έχοντας, στη συντριπτική πλειονότητα, υποστεί ακραίες μορφές βίας κάποια στιγμή στη ζωή τους – μορφές μιας βίας που διέστρεψε μέσα τους την ίδια την ιδιότητά τους ως ανθρώπων.
Αντικρίζουμε με αποστροφή τους παρίες, σαν να γεννήθηκαν έτσι: δηλητηριασμένοι, καταδικασμένοι. Μιλάμε για κατά συρροή δολοφόνους με τρόμο, για χρήστες ουσιών με ηθική αποστροφή, για άστεγους με τυποποιημένο οίκτο, χωρίς να αναρωτιόμαστε ποιος πρόδωσε πρώτος ποιον.
Μας αρέσει να λέμε έναν βολικό μύθο: ότι το κακό είναι έμφυτο, κι αν όχι έμφυτο, τότε ένα αόριστο λάθος στο σύστημα, μια απλή στριμμένη βίδα. Ετσι δημιουργούμε ένα τείχος ανάμεσα σε «εκείνους» και σε «εμάς», δημιουργούμε την ίδια την ειδοποιό διαφορά μας, που έχει μορφή αρνητική: «εμείς» είμαστε καλοί, επειδή δεν είμαστε σαν αυτούς.
Κι ούτε η εγγενής ούτε η επίκτητη έκφραση της απέχθειάς μας για όλους αυτούς τους «μη καλούς» δεν λαμβάνουν υπόψη το γεγονός ότι όσο πιο «παρανοϊκή» δείχνει η βία που ασκεί κάποιος τόσο πιο νομιμοποιημένη υπήρξε η βία που έχει υποστεί.
Στη σύγχρονη ψυχολογία και κοινωνιολογία αναγνωρίζεται ότι οι πράξεις ακραίας βίας, η χρόνια εξάρτηση από ουσίες και ο κοινωνικός αποκλεισμός δεν προκύπτουν εκ του μηδενός. Αντιθέτως, συχνά αποτελούν την κατάληξη μιας μακροχρόνιας έκθεσης σε τραυματικά γεγονότα.
Άτομα που διαπράττουν βίαια εγκλήματα ή καταλήγουν σε αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές έχουν, συνήθως, διαμορφωθεί από περιβάλλοντα κακοποίησης, περιθωριοποίησης, ανεκπλήρωτων ψυχολογικών αναγκών.
Πολλές μελέτες έχουν αναδείξει ισχυρές συσχετίσεις ανάμεσα στην κακομεταχείριση κατά την παιδική ηλικία (σωματική, συναισθηματική, σεξουαλική) και τη μετέπειτα εμφάνιση αντικοινωνικής ή αυτοκαταστροφικής συμπεριφοράς.
Ο μύθος της έμφυτης εγκληματικότητας ή της εγγενούς αήθειας εξακολουθεί να κυριαρχεί στη λαϊκή φαντασία. Λειτουργεί ως ψυχολογικός μηχανισμός άμυνας, ένας τρόπος για την κοινωνία να διαχωρίσει το «εγώ» από την απειλή, διατηρώντας ένα αίσθημα ασφάλειας και ηθικής ανωτερότητας.
Ωστόσο, από νευροεπιστημονική και αναπτυξιακή σκοπιά, αυτά τα διπολάκια (καλό έναντι κακού, θύμα έναντι θύτη) είναι υπεραπλουστευτικά και παραπλανητικά. Η ανθρώπινη συμπεριφορά, ιδίως όταν είναι ακραία ή κοινωνικά διαταρακτική, πρέπει να εξετάζεται εντός ενός πλαισίου που περιλαμβάνει γενετική προδιάθεση, νευροανάπτυξη, περιβάλλον και κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες.
Για να κατανοήσουμε πώς αναδύονται βίαιες συμπεριφορές, πρέπει να δούμε πώς το τραύμα αναδιαμορφώνει τη δομή του εγκεφάλου. Η χρόνια έκθεση στο στρες κατά τα πρώτα χρόνια ζωής μεταβάλλει τη λειτουργία της αμυγδαλής, αυξάνει τα επίπεδα κορτιζόλης, παρεμποδίζει την ανάπτυξη του προμετωπιαίου φλοιού, της περιοχής που ρυθμίζει τον αυτοέλεγχο, την ενσυναίσθηση και τη λήψη ηθικών αποφάσεων.
Ένα παιδί που έχει υποστεί παρατεταμένη κακοποίηση δεν γίνεται «κακό»: αντιθέτως, η ικανότητά του για συναισθηματική ρύθμιση και γνωστικό έλεγχο έχει βιολογικά υπονομευτεί. Ανάλογα, η εξάρτηση από ουσίες ερμηνεύεται ως μια δυσπροσαρμοστική στρατηγική επιβίωσης απέναντι σε ψυχολογικό πόνο.
Η έρευνα για τον εθισμό ενισχύει την υπόθεση ότι η καταναγκαστική χρήση ουσιών δεν αποτελεί απλώς ηδονιστική επιλογή, αλλά μια νευροχημική προσαρμογή σε συναισθηματικό τραύμα, κοινωνική απομόνωση ή παραμελημένη ανάπτυξη. Ο εξαρτημένος δεν είναι παρέκκλιση, αλλά άτομο του οποίου οι νευρωνικές διαδρομές έχουν τροποποιηθεί από την απελπισία.
Το θέμα, βέβαια, δεν είναι να ρομαντικοποιηθεί η εγκληματικότητα ή η εξάρτηση, αλλά να τεθεί ένα πιο ανθρώπινο θεμέλιο πρόληψης και παρέμβασης. Ένα τιμωρητικό μοντέλο όχι μόνο αποτυγχάνει να αποτρέψει τη βλάβη, αλλά συχνά ενισχύει τις συνθήκες που την προκάλεσαν.
Η κοινωνία λειτουργεί ως δίκτυο αλληλοεξαρτώμενων δομών (οικογένεια, εκπαίδευση, υγειονομική περίθαλψη, νομικά πλαίσια), που ιδανικά προάγουν τη σταθερότητα και την ευημερία. Όταν αυτές οι δομές αποτυγχάνουν, τα άτομα αλλοιώνονται. Ετσι, η κοινωνική παρεκτροπή δεν είναι απομονωμένη παθολογία, αλλά συχνά σύμπτωμα μιας ευρύτερης συστημικής απορρύθμισης. Η παρουσία βίας, εξάρτησης και αποκλεισμού σε μια κοινότητα αντανακλά όχι μόνο ατομική αποτυχία, αλλά και συλλογική παραμέληση.
Επιπλέον, η διάκριση ανάμεσα στην «επιλογή» και τον «καταναγκασμό» δεν είναι τόσο απλή. Στις επιστήμες της συμπεριφοράς, η έννοια της ελεύθερης βούλησης είναι μια σκοτεινή κουνελότρυπα. Αν ένα άτομο μεγαλώσει χωρίς ασφαλή δεσμό, χωρίς πρόσβαση σε εκπαίδευση ή θετικά πρότυπα, τότε το φάσμα των συμπεριφορικών του επιλογών είναι εξαιρετικά περιορισμένο.
Από τη σκοπιά της θεωρίας της απόφασης, η συμπεριφορά διαμορφώνεται από προσδοκώμενα αποτελέσματα, διαθέσιμες εναλλακτικές και πρότερη εμπειρία. Οταν όλα τα μοντέλα είναι καταστροφικά, όταν η επιβίωση υπερισχύει της αυτοπραγμάτωσης, τότε οι «κακές αποφάσεις» είναι συχνά οι μόνες που φαίνονται εφικτές.
Εδώ μπαίνει η κοινωνική ευθύνη. Η συμπόνια προς τους περιθωριοποιημένους δεν είναι απλώς ηθική θέση, αλλά επιστημονικά τεκμηριωμένη αναγκαιότητα. Παρεμβάσεις συμπονετικές, ενημερωμένες πάνω στη θεωρία του τραύματος και βασισμένες στη νευροβιολογία είναι αποδεδειγμένα πιο αποτελεσματικές από τιμωρητικά ή απορριπτικά μοντέλα.
Καλό είναι να διακρίνουμε, βέβαια, τη συμπόνια από την αφέλεια. Ορισμένα άτομα (ιδίως όσα φέρουν σοβαρές διαταραχές προσωπικότητας ή αντικοινωνικά χαρακτηριστικά) ίσως δεν είναι επανορθώσιμα. Ωστόσο, η κατανόηση του πώς αυτά τα χαρακτηριστικά αναπτύσσονται μπορεί να οδηγήσει σε πιο αποτελεσματική πρόληψη.
Και σίγουρα το όριο ανάμεσα στο «κανονικό» και στο «παρεκκλίνον» είναι πιο πορώδες απ’ όσο παραδεχόμαστε. Η κοινωνική ψυχολογία έχει δείξει επανειλημμένα πόσο καθοριστικές είναι οι περιστάσεις για τη συμπεριφορά.
Κάτω από διαφορετικές συνθήκες (απώλεια, τραύμα, παραμέληση) πολλοί από εμάς θα μπορούσαμε να ακολουθήσουμε μονοπάτια που τώρα κατακρίνουμε. Η ανθρώπινη συμπεριφορά δεν χωρά σε απόλυτες κατηγορίες καλού και κακού. Ο «κύκλος της βίας» είναι τεκμηριωμένο ψυχοκοινωνικό φαινόμενο. Και τώρα συνειδητοποιώ ότι (με εξαίρεση τους Ρομαντικούς), τελικά τον Σατανά δεν τον ρώτησε κανείς.
Οικολογία της λήθης
Ενίοτε φαντάζομαι τη λήθη σαν φυσική διεργασία, σαν κομποστοποίηση. Να ξεχνάς δεν σημαίνει να αποτυγχάνεις, αλλά να μεταμορφώνεσαι. Σαν τα φύλλα που δεν σαπίζουν για να χαθούν, αλλά για να θρέψουν το έδαφος. Ετσι και οι λησμονημένες σκέψεις: δεν εξαφανίζονται, μα επιστρέφουν ως ένστικτο, διάθεση, διαίσθηση.
Θρηνούμε τις χαμένες αναμνήσεις λες και η διάβρωση είναι κλοπή, όμως η φύση δεν σπαταλά τη φθορά. Ίσως η λήθη είναι ο τρόπος τον οποίο ακολουθεί ο νους για να αναπνέει, μια εκπνοή λεπτομερειών, ώστε ν’ αδειάσει χώρος για άλλες. Κι ίσως ο εαυτός, κατά συνέπεια, να μην είναι μουσείο, όπως τον αποκαλούν συνήθως, αλλά δάσος.
Οχι μια συλλογή άτροπων, στην εντέλεια διατηρούμενων γεγονότων, αλλά ένα ζωντανό σύστημα απώλειας και αναγέννησης. Μου μοιάζει τυχερός όποιος ξεχνά, μα ακόμα περισσότερο αυτός που θυμάται να ξεχνά: λιγοστεύοντας με ό,τι ξεχνάει, ριζώνοντας με ό,τι πλάθει απ’ το κενό.
