«Μπροστά στη ράχη της Σέριφος, όταν ανεβαίνει ο ήλιος, τα πυροβόλα όλων των μεγάλων κοσμοθεωριών παθαίνουν αφλογιστία. Ο νους ξεπερνιέται από μερικά κύματα και λίγες πέτρες – κάτι παράλογο ίσως, παρ’ όλα αυτά ικανό να φέρνει τον άνθρωπο στις πραγματικές του διαστάσεις. […] Ερήμην του το Αιγαίο λέει και ξαναλέει, εδώ και χιλιάδες χρόνια, με το στόμα του φλοίσβου, σ’ ένα μήκος ακτών απέραντο: αυτός είσαι!».
Αυτά έγραφε ο Ελύτης στο «Σχέδιο για μιαν εισαγωγή στο χώρο του Αιγαίου» (1973), σε μια εποχή που το Αιγαίο συνιστούσε ακόμα μια μετωνυμία της ίδιας της Ελλάδας, μια επαρκή δήλωση ιθαγένειας, και οι ποιητές της αποφαίνονταν «πως υπάρχει μια λειτουργία ενανθρωπισμού στο ελληνικό φως» (Γ. Σεφέρης).
Η γενιά του Σεφέρη και του Ελύτη πίστεψε ότι η σαφήνεια και η διαύγεια του ελληνικού τοπίου κανοναρχεί συγκεκριμένα αισθητικά προτάγματα, ακολουθώντας στο σημείο αυτό τη σκέψη του αισθητή Περικλή Γιαννόπουλου – την επιρροή του στη μυθολόγηση του Αιγαίου από τους συγγραφείς του 1930 έχει επισημάνει η Χριστίνα Ντουνιά στο βιβλίο της Αργοναύτες και σύντροφοι.
Αν και αυτή η ποιητική οπτική προσωπικά με καθόρισε, η γενιά μου, όλοι μετέφηβοι ή φοιτητές την ασύγγνωστα επιπόλαιη δεκαετία του ʼ90, ήταν ίσως η πρώτη που επανανακάλυψε τα νησιά στις πενθήμερες σχολικές εκδρομές ως τόπους όχι αναζωογονητικής επανεύρεσης του εαυτού, αλλά αχαλίνωτης διασκέδασης: η Μύκονος, η Σαντορίνη, η Πάρος μπήκαν στις διάσημες εκείνη την εποχή λίστες των «10, 20, 30 must εμπειριών που πρέπει να βιώσεις πριν φτάσεις τα 30», λόγω της οργιαστικής νυχτερινής τους ζωής.
Η ίδια γενιά σήμερα είναι αυτή που θέλοντας να συνεχίσει το ατελείωτο πάρτι, αλλάζει τη φυσιογνωμία των νησιών, γεμίζει με βίλες και πισίνες άνυδρες περιοχές δίπλα στη θάλασσα, χτίζει τεράστιες ξενοδοχειακές μονάδες σε περιοχές απαράμιλλου φυσικού κάλλους απαγορεύοντας στους κατοίκους την ελεύθερη πρόσβαση στις παραλίες τους, τρίβει τα χέρια της με τις αποβάσεις χιλιάδων τουριστών από τα θηριώδη κρουαζιερόπλοια, ψάχνει παραθυράκια στους νόμους για να φέρει «ιδιωτικές επενδύσεις», όλα στο όνομα του εύκολου κέρδους.
Καμαρώνουμε για την κατ’ έτος κατάρριψη του προηγούμενου ρεκόρ τουριστικών αφίξεων, αλλά δεν κατανοούμε ότι ο υπερτουρισμός καταστρέφει την ιδιοπροσωπία της χώρας και οι επισκέπτες, που αναζητούν αυθεντική ελληνική εμπειρία, πολύ γρήγορα θα στραφούν αλλού. Το «ελληνικό καλοκαίρι» του Ζακ Λακαριέρ δεν υπάρχει πια – και το χειρότερο; Εμείς δεν μπορούμε πλέον να αντέξουμε οικονομικά τις διακοπές στη χώρα μας, αυτή η «πολυτέλεια» αφορά κυρίως τους ξένους.
Oταν ταξιδεύοντας στην Κρήτη αντικρίζεις ξάφνου ένα… κατάλευκο κυκλαδίτικο χωριό, καταλαβαίνεις πως δεν έχουμε να κάνουμε πλέον μ’ έναν εξευγενισμό του τοπίου (gentrification), αλλά με την εξόφθαλμη πλαστογράφησή του. Αλλά μήπως το ίδιο δεν συμβαίνει στην ακτογραμμή της Αττικής, στην επονομαζόμενη «ριβιέρα»; Ο ουρανοξύστης που συνεχίζει ακάθεκτος να υψώνεται στο Ελληνικό είναι ένα έργο εκτός κλίμακας, έξω από την έννοια του μέτρου που εισήγαγαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι ως κανόνα στον δυτικό πολιτισμό.
Δεν υπάρχει έννοια αισθητικής ούτε περιβαλλοντικές συνέπειες, όλα καταστρέφονται για χάρη της κερδοσκοπίας. Η Ελλάδα της στρεβλής ανάπτυξης είναι η Ελλάδα του οσφυοκάμπτη σερβιτόρου (= υπηρέτη), η Ελλάδα του «τσιμέντο να γίνει».
Σε λίγο κατά μήκος όλης της Αττικής θα υψώνονται πλάι στη θάλασσα, σαν απροσμάχητο τείχος, πολυώροφες πολυκατοικίες κατά το αποτυχημένο μοντέλο της Ισπανίας.
Κοιτάζουμε ασπρόμαυρες φωτογραφίες κεντρικών αθηναϊκών δρόμων και πενθούμε για τα πανέμορφα νεοκλασικά κτίρια που στόλιζαν την πρωτεύουσα πριν από τη δεκαετία του 1950 και θυσιάστηκαν στον βωμό της αντιπαροχής. Μα δεν υπήρξε η στοιχειώδης πρόβλεψη να διατηρηθεί η αρχιτεκτονική φυσιογνωμία του κέντρου; σκεφτόμαστε.
Ανάλογα θα μας ψέγουν οι επόμενες γενιές κοιτάζοντας φωτογραφίες από τα γραφικά κάποτε ελληνικά νησιά: μα πόσο τυφλοί υπήρξαν και άφησαν να καταστραφούν αυτά τα παραδείσια τοπία; Και το πρόβλημα είναι πως δεν θα έχουμε άλλοθι: αν τα νεοκλασικά του κέντρου τα κατεδάφισε η στεγαστική ανάγκη, τα νησιά και τις παραλίες μας τα αφανίζει ένα πολύ ταπεινότερο κίνητρο: η χυδαία πλεονεξία.
Ο κ. Δημήτρης Αγγελής είναι ποιητής, διευθυντής του περιοδικού «Φρέαρ». Εργάζεται στα Εκπαιδευτήρια Γείτονα.
