Η ντροπή του νεοδαρβινισμού

Εχει κανείς την εντύπωση ότι από τη μια ο πολιτικός μιθριδατισμός και από την άλλη η κοινωνική παραίτηση ή ο ενθουσιασμός των πελατών (από το ένα ή άλλο app) καταργούν την κριτική εγρήγορση

Η ντροπή του νεοδαρβινισμού

Στην ιεράρχηση των σημαντικότερων αυτών των ημερών, θα έπρεπε, κανονικά, να σταθούμε, κάπως παραπάνω, στη συνομιλία του Κωνσταντίνου Τσαλακού με τον συγγραφέα και ειδικό στα θέματα των τεχνολογικών μετασχηματισμών Ντάγκλας Ράσκοφ που δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» της περασμένης Κυριακής. Ο Ράσκοφ έχει μεγάλη ιστορία στα χρονικά της ψηφιακής κουλτούρας, ξεκινώντας δεκαετίες πριν με τις αρχικές προσδοκίες για έναν «ελευθεριακό» και δημοκρατικό κυβερνοχώρο. Στο πέρασμα του χρόνου, καθόλου τυχαία, μιλάει κυρίως για τα αρνητικά φαινόμενα, επιμένοντας ιδιαίτερα στις ιδεολογικές μεταλλάξεις αυτού που έχει γίνει λίγο μόδα να αποκαλούμε «τεχνο-φεουδαρχία» ή και ψηφιακή ολιγαρχία. Τα όσα λοιπόν μεταφέρει έχοντας προσωπικές σχέσεις με κάποιους από τους μεγαλύτερους παίκτες του πεδίου είναι, κυριολεκτικά, τερατώδη. Προσκλήθηκε για να τους συμβουλεύσει για διάφορα θέματα, εκείνοι όμως είχαν κατά νου κυρίως ένα ζήτημα: σε ποιο σημείο της γης θα έπρεπε να επενδύσουν για την κατασκευή προφυλαγμένων οχυρών-καταφυγίων για την περίπτωση που επέλθει το «μεγάλο συμβάν» (μια κλιματική, πυρηνική ή άλλη μαζική καταστροφή).

Σκέφτομαι αυτό τον καιρό ότι ενώ πολλοί και πολλές στη δημόσια συζήτηση βάζουν (και σωστά) στο στόχαστρο τις ιδέες και τις κραυγαλέες αποφάσεις του Τραμπ – και βέβαια τον Μασκ ως έναν από τους πρώην στυλοβάτες του τραμπισμού –, δεν αξιολογούν αντίστοιχα τον βαθμό επικινδυνότητας των σχεδίων και «οραμάτων» που σαγηνεύουν πολλές από τις ηγετικές φυσιογνωμίες της τεχνολογικής ελίτ. Δεν μιλώ μόνο για τους διάσημους των γιγαντιαίων εταιρειών αλλά και σημαντικό αριθμό χαμηλότερου βεληνεκούς στελεχών που αποτελούν πλέον μια νέα επαγγελματική, διευθυντική τάξη. Τη στιγμή που θα έπρεπε να υπάρχει αφύπνιση, φτάνει προς το μέρος μας κυρίως ο λόγος αυτών που θα αποκαλέσω ειδικούς της κατευναστικής αοριστίας. Μεγάλο δυστυχώς μέρος κειμένων με εκλαϊκευτικές πληροφορίες για την Τεχνητή Νοημοσύνη, κείμενα δημόσιων ομιλιών και ιδίως από φιλελεύθερους ινφλουένσερ, καταφεύγουν σε έναν ανώδυνο ισορροπισμό, υποτιμώντας εμφανώς τους πολλαπλούς πολιτικούς, υπαρξιακούς και πλέον οντολογικούς κινδύνους από τα «οράματα» του Βig Tech. Πρόσωπα λοιπόν όπως ο Ράσκοφ είναι πολύτιμα, ακόμα και αν παλιότερα είχαν αφελείς θέσεις για ένα σύμπαν δημοκρατικών, συμπεριληπτικών τεχνολογιών στην υπηρεσία της απεριόριστης δικτύωσης και «ελευθερίας».

Επειδή ακριβώς ο Ράσκοφ αρνείται να επαναλάβει την κομψή αισιοδοξία άλλων «μελλοντολόγων» (στο τέλος αποφεύγει να δηλώσει αισιόδοξος), μπορεί να δίνει περισσότερη σημασία στην πρακτική φιλοσοφία αυτών που, όπως είπαμε, έχουν ουσιαστικά ξεγράψει, σε μεγάλο βαθμό, την τεράστια πλειοψηφία της ανθρωπότητας. Πώς μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς την προσφυγή σε μια βιολογική / ιατρική ρητορική περί σκουληκιών και ξενιστών ή τον διαχωρισμό ανάμεσα σε εκείνους που θα σωθούν μέσα από το «μετα-ανθρώπινο» ή και το υπερανθρώπινο; Ποιο βαθύτερο πρόσημο έχει η περιφρόνηση σε κάθε ιδέα ορίου; Εχει κανείς την εντύπωση ότι από τη μια ο πολιτικός μιθριδατισμός και από την άλλη η κοινωνική παραίτηση ή ο ενθουσιασμός των πελατών (από το ένα ή άλλο app) καταργούν την κριτική εγρήγορση.

Αν όμως έχουμε πια πολλά τεκμήρια ενός καινούργιου ολοκληρωτικού φαντασιακού δεν έχει ιδιαίτερο νόημα να σχολιάζουμε για τη μια ή άλλη τεχνολογική εφαρμογή, για τη βοήθεια ή την ανακούφιση ημών ως ατομικών χρηστών ή τα οφέλη επιμέρους επαγγελματικών κατηγοριών. Η συζήτηση για κεκτημένες ανταμοιβές ή τα δώρα της Τεχνητής Νοημοσύνης είναι εξαρχής παραπειστική και λανθασμένη αφού το πρόβλημα δεν είναι τεχνολογικό αλλά ζήτημα ισχύος και ασύμμετρων μηχανισμών οι οποίοι διαπερνούν τα παραδοσιακά πλαίσια του νόμου, των πολιτικών αντίμετρων και των προσωπικών ηθικών μας κρίσεων.

Ενα μείγμα ποπ νιτσεϊσμού (επιλεκτικά δάνεια από τη φιλοσοφία του Υπερανθρώπου) και κοινωνικού δαρβινισμού προσανατολίζει μια γραμμή συνεχούς επιτάχυνσης. Αποφάσεις ιδιωτών ή και στενών εταιρικών επιτελείων προσβλέπουν, δίχως κάποια σοβαρή λογοδοσία, στην αντικατάσταση επαγγελματικών κλάδων, σε βιογενετικές και γεωμηχανικές μετατροπές μεγάλης κλίμακας, στον εποικισμό του Διαστήματος και σε πλήθος άλλων επεμβάσεων που πρόκειται (ή ήδη) να επιδράσουν δομικά στη ζωή και στη μοίρα των ανθρώπινων υποκειμένων.

Στον Νίτσε συναντά κανείς την ιδέα μιας δημιουργικής «κάστας ευγενών» που για να προχωρήσει στην επαναξιολόγηση όλων των αξιών χρειάζεται τη μέτρια, «εργαζόμενη αγέλη» και την ανάλωσή της. Αυτή η τελευταία προφανώς θα απολαμβάνει κάποια πράγματα, θα ζει με όρους ενός θαμπού ευδαιμονισμού με σποραδικά ξεσπάσματα μνησικακίας και αρνητικότητας. Η κάστα των ευγενών, όμως, χρησιμοποιεί «την αγέλη» ώστε να κατορθώσει την ανύψωσή της σε έναν νέο τύπο ύπαρξης.

Στον Νίτσε, φυσικά, η σκέψη αναζητούσε μια ηθική του καλλιτέχνη, όχι μια πολιτική οικονομία της κυριαρχίας. Αυτό που δίνει τον τόνο στους διάφορους Σαμ Αλτμαν, Πίτερ Τιλ, Ιλον Μασκ κ.λπ. δεν είναι το όραμα μιας καλλιτεχνικής μεταμόρφωσης αλλά διάφορα «πλάνα» υπέρβασης των ορίων και προαναγγελίας ενός τέλους (όχι φυσικά για αυτούς ή έναν κύκλο διεθνικών εκλεκτών).

Αν έχουμε εν τέλει εδώ να κάνουμε με έναν κίνδυνο μη συγκρίσιμο με άλλα πιο συμβατικά προβλήματα, φαίνεται τελείως αναιτιολόγητο (όχι φυσικά ανεξήγητο) το πόσο χλιαρά και λιπόθυμα στεκόμαστε συλλογικά, κυρίως όμως ως πολιτικές και πνευματικές κοινότητες, απέναντι στους «βελούδινους κηδεμόνες» όπως θα τους ονόμαζε ο Τοκβίλ. Εξάλλου, και αυτοί έχουν πάψει πια να υποδύονται τους βελούδινους «woke» επιχειρηματίες έχοντας ανακαλύψει τις καλές ιδιότητες του τραμπισμού ή αλλιώς την ωμότητα ως καινούργιο, ηγεμονικό στυλ.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version