Η Α’ Οικουμενική Σύνοδος αποτελεί τη σημαντικότερη μορφή έκφρασης της συνοδικότητας της Εκκλησίας, ως εκφράζουσα την καθολικότητά Της, ενώ απετέλεσε και την αναντίρρητη εκκλησιολογική έκφραση της θεολογικής αυθεντίας της «κατά την Οικουμένην» Εκκλησίας σε θέματα πίστεως και κανονικής παραδόσεως, με σκοπό να διαφυλαχθεί η εκκλησιαστική ενότητα και κοινωνία και να αποφευχθεί μία «πολυκέφαλη» θεώρηση της εκκλησιαστικότητας.
Αυτό επετεύχθη με την πλήρη εφαρμογή των κριτηρίων της συνοδικής αυτοσυνειδησίας της αρχέγονης Εκκλησίας, με τα οποία επιβεβαιώθηκε απόλυτα και η σχέση των αποφάσεων της Συνόδου με τη μέχρι τότε ισχύουσα συνοδική παράδοση και λειτουργία.
Η Α’ Οικουμενική Σύνοδος συγχρόνως απετέλεσε και την απαρχή μιας συνεχούς αναζήτησης, ως προς τη διαδικασία λειτουργίας της συνοδικότητας της «κατά την Οικουμένην» Εκκλησίας, αφού, μέσα από τη συγκεκριμένη συνοδική λειτουργία, ετέθησαν τα όρια ως προς την κανονικότητα, διακηρύχθηκε η ορθότητα της αλήθειας της πίστεως και αποκηρύχθηκαν οι διαφορετικές αιρετικές αποκλίσεις.
Τα τελευταία χρόνια όμως, «εντός» της ορθόδοξης εκκλησιαστικής πραγματικότητας, φαίνεται ότι η συνοδικότητα έχει παρανοηθεί. Δεν γίνεται απόλυτα αποδεκτό το εκκλησιολογικό αποτύπωμά της και η σημασία της για την «εν ενότητι» ζωή των Ορθοδόξων Εκκλησιών, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται «στάσεις» και αποδυναμώσεις του πνεύματος μιας πανορθοδόξου έκφρασης ενότητας και κοινωνίας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η λανθασμένη αντίληψη αποδοχής της Αυτοκεφαλίας των Τοπικών Εκκλησιών. Κάποιες Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες έχουν λησμονήσει την έκφραση της γνήσιας επισκοπικής συνοδικότητας, ως σχέσεως πρώτιστα μεταξύ των Τοπικών Εκκλησιών και υιοθετούν στοιχεία μιας «μεσαιωνικού» τύπου εκκλησιολογίας, με αποτέλεσμα να αντιλαμβάνονται την Αυτοκεφαλία τους ως μία εσωστρεφή, κλειστή, απομονωμένη, αποκλειστική και αυτάρκη εκκλησιαστικότητα.
Δεν αποδέχονται δηλαδή στην ουσία τη συνοδικότητα ως έκφραση μιας σχέσεως κοινωνίας και ενότητας με όλες τις άλλες Αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, δηλαδή ως μία «communio Ecclesiarum», με την οποία επιβεβαιώνουν και την Αυτοκεφαλία τους σε πανορθόδοξο επίπεδο, συνοδικά και εκκλησιολογικά.
Επιλέγουν λανθασμένα να ακολουθούν τάσεις απομόνωσης με αποτέλεσμα να οδηγούνται σε εκκλησιολογική εκτροπή ενός οιονεί σχίσματος, προκειμένου να ικανοποιήσουν αλλότριες επιδιώξεις ή γεωπολιτικές σκοπιμότητες. Η συνοδικότητα όμως δεν μπορεί να κατανοηθεί ως αυτοσκοπός στα όρια μιας τοπικότητας αλλά αποτελεί καρπό και έκφραση της εκκλησιαστικής ενότητας και κοινωνίας, κυρίως για την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Υπ’ αυτή την προοπτική η σημασία της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, στον 21ο αιώνα, αποτελεί μια υπόμνηση και σε αναφορά προς τα ταυτοτικά στοιχεία άλλων χριστιανικών παραδόσεων. Οι Ορθόδοξοι, στις διαλογικές σχέσεις τους με τους ετεροδόξους, αντλούν από τη δομή, τη λειτουργία και τη συγκρότηση της Α’ Οικουμενικής Συνόδου τα στοιχεία εκείνα με τα οποία θα μπορούσαν να επαναδιατυπώνουν ιστορικά και εκκλησιολογικά την έννοια της συνοδικότητας, ώστε να την προβάλλουν ως μία δημιουργική ανανέωση και στους «εκτός». Υπό την προοπτική αυτή η Ορθόδοξη Εκκλησία «διδάσκει», στο πλαίσιο του Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, περί της δομής και της λειτουργίας της συνοδικότητας αλλά και ως προς τη θέση του Πρώτου εντός μιας συγκεκριμένης έκφρασης της συνοδικότητας.
Είναι απαραίτητο λοιπόν σε παγχριστιανικό αλλά κυρίως σε πανορθόδοξο επίπεδο, στον 21ο αιώνα, να αντιληφθούμε την αναγκαιότητα της συνοδικότητας και να την επαναπροσλάβουμε δημιουργικά Ορθόδοξοι και Ετερόδοξοι.
Ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος (Σαββάτος) είναι καθηγητής του Θεολογικού Τμήματος της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Υπότροφος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας πραγματοποίησε ειδικές σπουδές στο Ποντιφικό Γρηγοριανό Πανεπιστήμιο και το Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου. Διάκονος χειροτονήθηκε το 1988. Μητροπολίτης εξελέγη το 2007.
