Υπάρχουν κάποια λίγα αναλλοίωτα δεδομένα στην εξελικτική πορεία της ανθρώπινης προόδου, μέσα στους αιώνες και τις χιλιετίες. Εμείς, στη ΝΑ λεκάνη της Μεσογείου, το γνωρίζουμε καλά, καθώς οι ελληνικές στρογγύλαι νήες και οι ολκάδες, τα μεγάλα κωπήλατα και ιστιοφόρα εμπορικά μας πλοία, διέσχιζαν τις θάλασσες, μετέφεραν αγαθά αλλά και πολιτισμικό φορτίο, διασυνδέοντας ανθρώπους, τόπους και πολιτισμούς από το 1000 π.Χ.
Σήμερα, 3.000 χρόνια μετά, οι θαλάσσιες μεταφορές εμπορευμάτων παραμένουν βασικός πυλώνας της οικονομίας όλου πλέον του πλανήτη. Πάνω από το 80% του παγκόσμιου εμπορίου – από πρώτες ύλες έως ενεργειακά προϊόντα, τρόφιμα, σιτηρά, μεταλλεύματα, τεχνολογικά αγαθά και φαρμακευτικό υλικό – διακινείται με πλοία, παρότι και οι χερσαίες και οι από αέρος μεταφορές είναι προσβάσιμες και διαθέσιμες. Αλλά οι θαλάσσιες οδοί παραμένουν κυρίαρχες.
Η ελληνική ποντοπόρος ναυτιλία κατέχει το 21% της παγκόσμιας χωρητικότητας και ηγείται του κλάδου. Σε επιμέρους τομείς, όπως τα δεξαμενόπλοια, τα πλοία μεταφοράς LNG και τα φορτηγά πλοία, τα ποσοστά συμμετοχής ξεπερνούν το 30%, το 25% και το 23% αντίστοιχα. Περίπου μία στις τέσσερις μονάδες αγαθών που φτάνουν στην τελική κατανάλωση έχει μεταφερθεί με ελληνικό ή ελληνόκτητο πλοίο. Από την ευρύτερη περιοχή του Πειραιά διαχειρίζονται σήμερα 5.330 ποντοπόρα πλοία – αριθμός που αποτελεί ιστορικό υψηλό.
Η ισχυρή αυτή παρουσία δεν είναι ούτε τυχαία ούτε συγκυριακή. Είναι μια ακόμη κληρονομιά των αρχαίων προγόνων μας, που εξελίχθηκε αδιάλειπτα μέσα στους αιώνες και στηρίχθηκε τόσο στο εμπορικό δαιμόνιο της φυλής όσο και στη ναυτοσύνη των Ελλήνων. Στη σύγχρονη εποχή συνέβαλε αποφασιστικά και η αγαστή συνεργασία της Πολιτείας με την πλοιοκτησία και τη ναυτεργασία.
Το Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής στηρίζει διαχρονικά τον κλάδο, όχι μόνο επειδή προσδίδει στη χώρα διεθνές κύρος, αλλά και λόγω της ουσιαστικής του συμβολής στην οικονομία και την απασχόληση. Την τελευταία δεκαετία, η ποντοπόρος ναυτιλία έχει συνεισφέρει περίπου 150 δισ. ευρώ στο ισοζύγιο πληρωμών. Αντιστοιχεί στο 7-8% του ΑΕΠ, ενώ 160.000 θέσεις εργασίας – άμεσα ή έμμεσα συνδεδεμένες με τη ναυτιλία – είναι ποιοτικές και καλά αμειβόμενες.
Η ελληνική ναυτιλία επέδειξε αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα στις μεγάλες διεθνείς κρίσεις των τελευταίων ετών: την πανδημία, τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις επιθέσεις σε εμπορικά πλοία στην Ερυθρά Θάλασσα. Οι προκλήσεις, ωστόσο, δεν περιορίζονται σε εξωγενείς παράγοντες. Τα επόμενα χρόνια, ο κλάδος θα αντιμετωπίσει τη μεγάλη πρόκληση της σταδιακής απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα, μέσα σε ορίζοντα 25-30 ετών, καθώς και την ανάγκη εκσυγχρονισμού μέσω της ψηφιοποίησης και της ενίσχυσης του ανθρώπινου δυναμικού.
Τον προηγούμενο μήνα επετεύχθη ιστορική συμφωνία στον Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό για τα πρώτα μέτρα που θα οδηγήσουν τη ναυτιλία στη μετάβαση προς την απαλλαγή από τα ορυκτά καύσιμα – δηλαδή από τον άνθρακα, ο οποίος αποτελεί βασική αιτία της κλιματικής αλλαγής. Η τελική επικύρωση της συμφωνίας αναμένεται το προσεχές φθινόπωρο.
Η επιτυχής υλοποίηση αυτής της μετάβασης απαιτεί σημαντικές παρεμβάσεις: την παραγωγή και διάθεση νέων, καθαρών καυσίμων σε παγκόσμιο επίπεδο και σε προσιτές τιμές, την ανάπτυξη των απαραίτητων υποδομών σε λιμάνια και δίκτυα διανομής, την εξασφάλιση της ασφάλειας κατά τη χρήση των νέων τεχνολογιών και την επανεκπαίδευση περίπου 800.000 ναυτικών παγκοσμίως, ώστε να ανταποκριθούν στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται με την πράσινη μετάβαση, την ψηφιοποίηση και τους αυτοματισμούς.
Η πορεία αυτή δεν αποτελεί αγώνα ταχύτητας, αλλά έναν δρόμο αντοχής. Η ελληνική ναυτιλία έχει αποδείξει ότι διαθέτει τη δυναμική να μετατρέπει τις προκλήσεις σε ευκαιρίες. Το Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής θα συνεχίσει να αποτελεί σταθερό αρωγό, ώστε η ελληνική ναυτιλία να παραμείνει παγκόσμιος πρωταγωνιστής και να συμβάλει καθοριστικά στην εθνική πρόοδο και τη διεθνή ευημερία.
Ο κ. Βασίλης Κικίλιας είναι υπουργός Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής.
