Κάποιες φορές η απάντηση είναι μπροστά στα μάτια σου, δεν χρειάζεται να επιστρατεύσεις την αναλυτική σου ικανότητα και τη συνθετική σκέψη. Είναι πολύ πιο εύκολο από όσο φανταζόσουν και γι’ αυτό ακριβώς δεν το σκέφτηκες αμέσως, επειδή φαινόταν υπερβολικά εύκολο.
Δεν έχω πρόθεση να ακυρώσω πολιτικούς επιστήμονες, κοινωνιολόγους και πραγματικά έμπειρους και έγκυρους αναλυτές, όμως δεν χρειάζονται στο να απαντήσουν στο ερώτημα πώς είναι δυνατόν με Τέμπη, με ΟΠΕΚΕΠΕ, με υποκλοπές, με γιούργια στο δημόσιο χρήμα για ίδιον όφελος, μια κυβέρνηση να συνεχίζει να βγαίνει πρώτη στις δημοσκοπήσεις.
Η απάντηση δεν είναι ούτε πως δεν υπάρχει αξιόπιστη εναλλακτική ούτε πως περιμένουν πρώτα να αποδειχθούν οι κατηγορίες και δεν βιάζονται να κρίνουν. Η απάντηση είναι «δεν μας νοιάζει». Δεν μας νοιάζει καθόλου. Εκεί είμαστε. Ο μιθριδατισμός έχει κάνει υπέροχη δουλειά στη μεταπολιτευτική Ελλάδα.
Δεν μας πιάνει τίποτα, δεν μας αγγίζει τίποτα, έτσι είναι τα πράγματα και όποιου του αρέσει. Ορισμένοι θέτουν και το θεμελιώδες ερώτημα «ωραία, και τι θέλεις δηλαδή, να έρθουν οι κομμουνιστές;»(!).
Δεν αθωώνουν αλλά δείχνουν κατανόηση πως αυτό το σύστημα γεννάει τέτοιες ρεμούλες και πρόστυχες ληστείες αλλά είναι πολύ καλύτερο από τους «άλλους». Ας κάνουμε τον χαζό για να μην μπούμε σε περιπέτειες. Πολλοί πιάστηκαν και από τη σανίδα της επετείου του Δημοψηφίσματος για να «θυμίσουν» ποιοι είναι οι άλλοι και να μοιάζει ο ΟΠΕΚΕΠΕ ως κάτι ασήμαντο μπροστά στη συντέλεια του κόσμου…
Ενα τεράστιο «έτσι είναι!» πλανάται πάνω από το βασανισμένο μας Βασίλειο και αυτό το γνωρίζουν πολύ καλά και οι κυβερνώντες. Αισθάνονται άτρωτοι, απολαμβάνοντας τη νομοθετημένη ασυλία τους γιατί ξέρουν πολύ καλά ποιους κυβερνούν.
Κουρασμένους ανθρώπους, απογοητευμένους, ξεγελασμένους, ξέπνοους για μεγάλα πράγματα, διαχειριστές μιας ζωής που τους έτυχε και δεν θέλουν ή δεν μπορούν να παρέμβουν πουθενά για να την κάνουν να αξίζει λιγάκι παραπάνω.
Αν σε όλους αυτούς αθροίσουμε και εκείνους που εκφράζουν το υπαρξιακό παράπονο «ας ήμασταν μάγκες να κλέβαμε κι εμείς» ή «ας είχαμε κι εμείς άκρες να παίρναμε επιδοτήσεις για πρόβατα-μαϊμούδες, δεν μας φταίει κανένας», έχουμε την απάντηση στα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων. Δεν τις χρειαζόμαστε όμως, ούτε είναι κατευθυνόμενες, αλήθεια λένε, το βλέπεις, το νιώθεις.
Κάπου εδώ ας μπουν στην κουβέντα οι επιστήμονες και οι αναλυτές. Ξεκινώντας από τη βάση της παραδοχής πως δεν μας νοιάζει τίποτα πια. Εγώ θα έβαζα στη συζήτηση και τους ποιητές και τους συγγραφείς και τους καλλιτέχνες γενικά, ζητώντας πάντα ταπεινά συγγνώμη από όσους τους λείπει κάποιο ένζυμο και βγάζουν ζόρικες αλλεργίες στο άκουσμά τους.
Μόνο οι καλλιτέχνες μοιάζει να έχουν ενστάσεις για την πραγματικότητα. Ή, για να είμαι πιο ακριβής, ενστάσεις για τη γωνία που βλέπεις και εξηγείς την πραγματικότητα. Εκείνοι που δικαιολογούν και αγκαλιάζουν το διαφορετικό, το ξένο, που έχουν μία ανοιχτωσιά στο έργο και τον στοχασμό τους. Γιατί πρέπει να «αλληλοσυγχωρεθούμε» για να πάμε παρακάτω. Οχι με τη μακάβρια έννοια.
