Εδώ δεν χτίσαμε ποτέ πόλεις. Κόβαμε οικόπεδα. Ο πολεοδομικός σχεδιασμός ήταν μια θεωρητική ύλη και οι κοινόχρηστοι χώροι μια περιττή πολυτέλεια. Δεν άξιζε να τους απολαύσει κανείς, άξιζε μόνο να τους καταλάβει για να στριμώξει ακόμη ένα οικόπεδο. Αυτός ήταν ο μοναδικός κανόνας της γεωμετρίας. Ηταν μόνο; Ηταν και είναι.
Οι πόλεις εξακολουθούν να αναπτύσσονται με τον ίδιο κανόνα. Οπως αποκαλύπτει ημελέτη του Πανεπιστημίου Αθηνών και του καθηγητή Κώστα Καρτάλη που δημοσιεύει σήμερα «Το Βήμα», το οικιστικό μοντέλο του συνωστισμού αναπαράγεται παντού.
Ο,τι είχε χτιστεί στην ανθρώπινη κλίμακα της μονοκατοικίας και της διπλοκατοικίας γκρεμίζεται για να ξαναχτιστεί στα ύψη κάποιας υποτιθέμενης βιοκλιματικής προδιαγραφής που λογίστηκε ως «μπόνους».
Βιοκλιματίζεσαι; Πάρε δύο ορόφους ακόμη. Ρίξε κι άλλο μπετόν αν ντύσεις την οικοδομή με το φελιζόλ της θερμομόνωσης.
Η ζωή στην πόλη νοείται έτσι μόνο ως εσωτερικός παράδεισος. Ο,τι περιβάλλει τον ιδιωτικό χώρο είναι ο εξωτερικός μας εχθρός – οι στενοί δρόμοι, τα ακόμη πιο στενά πεζοδρόμια, τα οικόπεδα που χάσκουν αδόμητα για να εξαγγελθούν ως «πάρκα τσέπης», άλλα με σκελετούς από τσιμέντο επειδή «η οικοδομή έμεινε στη μέση».
Αυτόν τον εχθρικό δημόσιο χώρο δημιουργήσαμε. Και από αυτόν, που νιώθουμε πως μας εκδικείται, τρέχουμε να σωθούμε σήμερα. Αυτός όμως είναι ο καθρέφτης μας, το κάτοπτρο που υπερθερμαίνεται από το μπετόν. Βιοκλιματιζόμενο για να μη σπαταλάμε πολλή ενέργεια μέσα, αλλά πάντα μπετόν για να σπαταλά και το τελευταίο ίχνος από τη δική μας ενέργεια έξω. Πού να κυκλοφορήσουμε;
Η πόλη δεν προσφέρεται πια ούτε για νυχτερινή περιπλάνηση. Δεν σχεδιάστηκε ποτέ με πλατείες και πάρκα, κόπηκε σε οικόπεδα και στα οικόπεδα το μικροκλίμα είναι ένα και συνεχές. Η μελέτη του Πανεπιστημίου Αθηνών λέει πως περιβαλλόμαστε από «ηφαίστεια τσιμέντου» όχι μόνο στο κέντρο της πόλης αλλά και στις παρυφές της. Οι «θερμικές νησίδες» πολλαπλασιάζονται επειδή η μέθοδος της αναπαραγωγής είναι η ίδια στις γειτονιές που δομήθηκαν – ή μάλλον υπερδομήθηκαν και αυτές – κατά μήκος της Αττικής Οδού.
Αυτή όμως είναι η εποχή των καυσώνων. Ζούμε μέρες μιας πύρινης θύελλας και μιας ασφυξίας, η οποία περιγράφεται στις επόμενες σελίδες με τρομακτική ακρίβεια από τους συντάκτες και τους συνεργάτες του «Βήματος»:
– «Μέσα στον καύσωνα δεν είναι πόλη, είναι τιμωρία».
– «Λύγισα κάποια στιγμή στον δρόμο, στην οδό Δημητρακοπούλου του Κουκακίου».
– «Περνάς τις αυτόματες πόρτες του σουπερμάρκετ σαν να τερματίζεις Μαραθώνιο».
– «Μπαλκόνια που βράζουν και ένα τσιμέντο που απορροφά τη θερμότητα σαν πνευμόνι καπνιστή».
– «Ούτε μια βόλτα γύρω απ’ το τετράγωνο. Μόνο μέσα».
– «Τα κλιματιστικά μάς έμειναν για να μας σώσουν τη ζωή».
Ακόμη και όταν περάσει ο καύσωνας, αυτή η πόλη μένει μαζί με το αυτοκαταστροφικό της πείσμα. Θα κόβονται οικόπεδα, θα γκρεμίζονται σπίτια, θα γυρίζουν οι μπετονιέρες, θα τρυπάνε κομπρεσέρ, θα υψώνονται νέες πολυώροφες κατοικίες και κάθε υπόσχεση για πράσινο και δέντρα θα ακούγεται σαν το ψέμα που είναι. Δέντρα και πράσινο πού; Σε ποιο οικόπεδο, με ποιον ΓΟΚ και ΝΟΚ και ποια ρύθμιση;
Καμία. Ακόμη και σήμερα, το μέτρο της οικιστικής ανάπτυξης παραμένει η οικοδομή. Οι μηχανικοί εξαντλούν τη δόμηση μέχρι το τελευταίο εκατοστό, η οικονομική δραστηριότητα εξακολουθεί να θριαμβεύει με το πηλοφόρι και το μυστρί, τα συνεργεία καλουπώνουν ακόμη και μέσα στον καύσωνα κάτω από το ιδρωμένο βλέμμα του εργολάβου.
Αυτή είναι η επένδυσή μας στο μέλλον και η κληρονομιά για τους επόμενους, μια αρπαχτή από τσιμέντο στο παρόν. Με ή χωρίς καύσωνα, αλλά οπωσδήποτε βιοκλιματιζόμενη.
