Περνάει ο καιρός, διπλώνει σε λίγες ώρες και ο Δεκέμβριος. Σε όλο αυτό το διάστημα της δόθηκε άπλετος ο χρόνος. Για την αντιπολίτευση ο λόγος. Το σύνολο των κομμάτων που βρέθηκαν στη Βουλή την τρέχουσα περίοδο είχε στη διάθεσή του τον αναγκαίο κρίσιμο χρόνο για μια επεξεργασία θέσεων και προτάσεων, μια μελέτη των δομικών αδυναμιών του λεγόμενου συστήματος, μια θεώρηση πέρα από το καθημερινό, με ματιά στρατηγικού τύπου της σύγχρονης Ελλάδας στον κόσμο της εποχής.
Και τα μεν μικρά κόμματα θα μπορούσαν να επικαλεστούν μια συνειδητή επιλογή προσήλωσης στον εκλογικό καθαρά στόχο της επόμενης αναμέτρησης. Τα δύο όμως μεγαλύτερα κόμματα ΠαΣοΚ και ΣΥΡΙΖΑ, με εμπειρία κυβερνητική και διατυπωμένη τη φιλοδοξία να βρεθούν και πάλι στο τιμόνι της χώρας, παρακολούθησαν τον χρόνο να φεύγει, υπακούοντας στις τρέχουσες απαιτήσεις του.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, μέσα στις αλλεπάλληλες ως τον πολιτικό θάνατό του κρίσεις, απορροφήθηκε από τον γνωστό εαυτό του, αναδιπλώθηκε στην αυτοσυντήρησή του και κατέληξε στη σημερινή πολιτική του αδυναμία να ορίσει την αυριανή μέρα. Θα ήταν παράδοξο να περιμένει κανείς τολμηρές ή ακόμη και καινοτόμες επεξεργασίες από μια πολιτική δύναμη που κυβέρνησε τη χώρα, σχεδόν εκφώνησε σε προηγούμενους καιρούς τη μελλοντική σωτηρία της, όταν πλέον τελεί σε διαδικασία έσω αποδιοργάνωσης αυτού που υπήρξε, με οργανωτή της τελικής αυτής φάσης τον ίδιο τον ιδρυτή του.
Το σχέδιο του τελευταίου βρίσκεται σε φάση κατάστρωσης, αν διαβάζει κανείς σωστά τη βραδυπορία και τις επιφυλάξεις, που όσο και αν κινήσεις προπαρασκευής εξωραΐζονται, δεν φαίνεται έτοιμο να βγει στο φως. Εκεί που η αναζήτηση φουντώνει, ο πιθανός φόβος και η συνακόλουθη ανασφάλεια ανακόπτουν την ορμή της και η πολιτική δυναμική της εξαντλείται στην επικαιρότητα. Το ζήτημα είναι ο μακρύς χρόνος. Η τοποθέτηση στον μακρύ χρόνο ως σχέδιο εφικτών λύσεων και πολιτικής διεύθυνσης.
Στο κενό αυτό το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, το ΠαΣοΚ εξαντλεί την παρουσία και τη συμμετοχή του ως συμβατικός συντελεστής μιας μηχανικής αναμονής εναλλαγής, χωρίς μια συνολική πρόταση με επεξεργασία βάθους για την Ελλάδα του παρόντος και τη θέση της στον χρόνο, όπως αυτός απαιτητικός και απειλητικός εμφανίζεται μπροστά μας, με την καινοτόμα έλευσή του αμείλικτα να προαναγγέλλει τη δοκιμασία της ελληνικής κοινωνίας, που ή θα απλώσει το χέρι της να στηρίξει αλλαγές ή θα αναδιπλωθεί στη θανάσιμη παραδοσιακή ασφάλειά της.
Η επιφανειακή πολιτική σε ανάπτυξη από το συγκεκριμένο κόμμα, με προτάσεις περιστασιακά ενδιαφέρουσες, απέχει από τις απαιτήσεις μεταβολών θεσμικού βάθους, χωρίς τις οποίες μια χώρα σε προφανή κάματο θα συνεχίσει να επαναλαμβάνει τον εαυτό της, ανυποψίαστη για τον χρόνο που φεύγει, για τον χρόνο που χάνει.
Σε αυτή την περίσταση της αποφυγής και της μετάθεσης των δύσκολων και τολμηρών αποφάσεων, της αβαθούς αντιπολίτευσης και της φοβισμένης διαχειριστικής διακυβέρνησης, η πολιτική σύγκρουση περιστρέφεται γύρω από τον παλαιό κόσμο, με αναφορές στο παρελθόν ως ελπίδα δικαίωσης – θα υπάρχουμε ως αυτό που πάντα υπήρξαμε –, με επίκληση των παθογενειών – είμαστε το προϊόν τους –, με έναν ανταγωνισμό συμψηφισμού – τα ίδια είμαστε όλοι – που ακούγονται στον ουρανό σαν ιαχές απελπισμένων. Σε αυτό το κλίμα της σταθερής συνομιλίας με το ακίνητο παρόν, η συντηρητική παράταξη δίκαια μπορεί να ισχυρισθεί ότι γνωρίζει καλύτερα την αντίστοιχη γλώσσα.
O κ. Λευτέρης Κουσούλης είναι πολιτικός επιστήμονας.
