Οι πρόσφατες δημοσιονομικές υπεραποδόσεις της ελληνικής οικονομίας φέρνουν στο προσκήνιο ερωτήματα που αφορούν τόσο τον τρόπο παραγωγής των υπερπλεονασμάτων όσο και τη διαχείριση των ταμειακών διαθεσίμων. Και τα δύο διασυνδέονται με τους δύο πρωτεύοντες στόχους της δημοσιονομικής πολιτικής που είναι η διασφάλιση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους καθώς και η σταθεροποίηση της οικονομίας σε υψηλότερο επίπεδο μεγέθυνσης με ισχυρό βραχίονα αναδιανομής.
Η μη τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας, η διατήρηση του ΦΠΑ στο 24%, η εισαγωγή προκαταβολής και τεκμηρίων των ελεύθερων επαγγελματιών από κοινού με την εφαρμογή του νέου λειτουργικού κανόνα των καθαρών πρωτογενών δαπανών του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) έχουν οδηγήσει στα σημερινά ασυνήθιστα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα όπως καταγράφηκε για το 2024 (4,8% του ΑΕΠ), πολύ πιο πάνω από τους στόχους της Εισηγητικής Εκθεσης.
Από μόνη της η παραγωγή υπερπλεονασμάτων λειτουργεί κατ’ αποκλειστικό τρόπο υποστηρικτικά προς τον πρώτο δημοσιονομικό στόχο που αφορά τη διασφάλιση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας.
Η άλλη πλευρά του νομίσματος των δημοσιονομικών υπεραποδόσεων αποτελεί και το σημαντικά υψηλό επίπεδο διαθεσίμων του κράτους. Καθώς όμως η χώρα καταγράφει θετικές επιδόσεις και έχοντας πλέον ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα, δεν θα πρέπει να αποτελεί δόγμα η μονοθεματική χρήση των ταμειακών διαθεσίμων προς αποπληρωμή χρέους.
Δεδομένου των αβεβαιοτήτων και των αλλαγών στο διεθνές εμπόριο, γίνεται σήμερα όλο και πιο αναγκαία η υιοθέτηση ενός νέου άτυπου κανόνα που θα συνδυάζει και τους δύο δημοσιονομικούς στόχους.
Σε ένα υποθετικό σενάριο απομείωσης των υψηλών διαθεσίμων, ένα μεγάλο μέρος των διαθέσιμων πόρων οφείλει να κατευθυνθεί στην αποπληρωμή δανειακών υποχρεώσεων της χώρας (π.χ. πρόωρη αποπληρωμή διμερών δανείων για την Ελλάδα – GLF) αλλά και ένα συγκριτικά μικρότερο μέρος των διαθέσιμων πόρων οφείλει να κατευθυνθεί στη χρηματοδότηση έργων υποδομών μεγάλης κλίμακας προσελκύοντας ιδιωτικές επενδύσεις που θα βελτιώσουν συνολικά την ανταγωνιστικότητα και την οικονομική ανθεκτικότητα.
Αυτά τα έργα υποδομών οφείλουν να στοχεύουν στην ενίσχυση της βιομηχανικής παραγωγής σε κλάδους τεχνολογικής αιχμής και εντάσεως γνώσης. Μια τέτοια στόχευση θα επιτρέψει την ενίσχυση της παραγωγικότητας της εργασίας επιτρέποντας μεγαλύτερο μισθολογικό αλλά και αναδιανεμητικό μέρισμα για χαμηλά και μεσαία εισοδήματα.
Εκ πρώτης όψεως, μια τέτοια αναπτυξιακή προσέγγιση αναφορικά με τη χρήση των υπερπλεονασμάτων φαίνεται να περιορίζεται από τον δεσμευτικό χαρακτήρα του ρυθμού αύξησης των καθαρών πρωτογενών δαπανών. Πρέπει όμως να επισημανθεί ότι στα πλαίσια του νέου ΣΣΑ υφίστανται και προβλέψεις που εξυπηρετούν τον μετασχηματισμό και την ανάπτυξη.
Αυτές αφορούν την παροχή ευελιξίας ως προς τον χρόνο προσαρμογής (άνω των 4 ετών) από κοινού με την υποχρέωση προώθησης σημαντικών μεταρρυθμίσεων και στρατηγικών επενδύσεων που στοχεύουν στον οικονομικό μετασχηματισμό.
Επιπλέον, με βάση τον ορισμό των καθαρών πρωτογενών δαπανών, δεν προσμετρώνται οι επενδυτικές δαπάνες της ΕΕ που σχετίζονται με τα συγχρηματοδοτούμενα επενδυτικά προγράμματα της ΕΕ καθώς και η εθνική συνεισφορά επί αυτών των προγραμμάτων.
Μεσοπρόθεσμα, αυτή η αναπτυξιακή διάσταση του νέου δημοσιονομικού πλαισίου αναμένεται να αποδειχθεί αναγκαία για την ελληνική οικονομία δεδομένου των προκλήσεων που αφορούν το σημαντικό επενδυτικό κενό συγκριτικά με την ευρωζώνη καθώς και τη διαφαινόμενη, εντός διετίας, ολοκλήρωση του Ταμείου Ανθεκτικότητας και Ανάπτυξης (ΤΑΑ).
Ο κύριος Γιώργος Παλαιοδήμος είναι γραμματέας Τομέα Οικονομικών ΠαΣοΚ.
