Η κρίση, η κάμψη και το αίτημα της ανανέωσης
Του Μάρκου Καρασαρίνη
Λίγες μέρες πριν από την ψηφοφορία της 8ης Σεπτεμβρίου στη Γαλλική Εθνοσυνέλευση, η οποία θα απέληγε στην πτώση της κυβέρνησης Μπαϊρού, το πρωτοσέλιδο σχετικό άρθρο του «Monde» ολοκληρωνόταν με μια αναφορά στη «fatigue democratique».
Ορος δημοφιλής στο τρέχον γαλλικό πολιτικό λεξιλόγιο, η «δημοκρατική κόπωση» είχε διάφορες συνδηλώσεις στα συγκεκριμένα συμφραζόμενα: την αποδιάρθρωση του κομματικού σκηνικού μετά την τριχοτόμηση των εκλογών του 2024, την αναδιάταξη των παρατάξεων την τελευταία δεκαετία μετά την καταβαράθρωση των ποσοστών σοσιαλιστών και γκωλικών, των κομμάτων εξουσίας της Πέμπτης Δημοκρατίας, την αποστασιοποίηση των πολιτών από την ταύτιση με την πολιτική (που αποτελεί και τον κανονικό ορισμό της φράσης).
Ολες, ωστόσο, παρέπεμπαν τον αναγνώστη σε ένα ευρύτερο πεδίο από εκείνο της γαλλικής επικαιρότητας, εφόσον αποτελούν γνωρίσματα μιας κοινής δυτικής κόπωσης.
Κόπωσης των πολιτών, αν δώσει κανείς πίστη στα λεγόμενα του Αντρέ Μπάχτιγκερ, ελβετού πολιτικού επιστήμονα του Πανεπιστημίου της Στουτγάρδης, ο οποίος επεσήμαινε τον Δεκέμβριο του 2024 ότι στο φόντο των σημερινών υπαρξιακών κρίσεων «πολλοί θεωρούν την πολιτική της αντιπροσώπευσης κουραστική και δυσλειτουργική», με κάποιους από αυτούς να στρέφονται στην αναζήτηση ισχυρών ηγετών· κόπωσης του πολιτεύματος, αν σταθεί κανείς στις παρατηρήσεις του γάλλου ιστορικού και μελετητή της δημοκρατίας Πιερ Ροζανβαλόν τον περασμένο Ιούνιο σε συνέντευξή του στο Radio France.
Θα μπορούσε να προσθέσει κανείς εδώ το όνομα του Φράνσις Φουκουγιάμα όχι μόνο επειδή έκανε λόγο για υφέρπουσα πολιτική παρακμή ήδη από το 2014 στο βιβλίο του Political Order and Political Decay, αλλά και γιατί αναγνώστες του όπως ο Μάικλ Ιγκνάτιεφ είχαν σημειώσει πως η κατεύθυνση της σκέψης του υπαινισσόταν ως πιθανή διέξοδο μια στιβαρότερη εκτελεστική εξουσία.
Εντεκα χρόνια μετά, στο πλαίσιο της ανάδυσης του Ντόναλντ Τραμπ και της ανόδου της ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς, είναι άγνωστο αν ο ίδιος θα ενέκρινε χωρίς αστερίσκο την τελική του ετυμηγορία («οι παγκόσμιες προοπτικές της δημοκρατίας παραμένουν καλές»). Η αναζήτηση ωστόσο μιας δυνητικής θεραπείας στην «κόπωση», την «κρίση», την «υποχώρηση» δεν μπορεί παρά να βρίσκεται σε αυτό που ο Ροζανβαλόν σε ανύποπτο χρόνο είχε υπογραμμίσει ως αδήριτη ανάγκη: την ανανέωση του θεωρητικού οπλοστασίου και των θεσμών της δημοκρατίας.

Ο φαύλος κύκλος της απαξίωσης
Της Βασιλικής Γεωργιάδου
Εδώ και δεκαετίες η αντιπροσωπευτική δημοκρατία εμφανίζει σημάδια κορεσμού και κόπωσης. Η μείωση της εκλογικής συμμετοχής, η αποξένωση από τους πολιτικούς θεσμούς, η δυσπιστία απέναντι στα κόμματα και τους μηχανισμούς διακυβέρνησης, το έλλειμμα εμπιστοσύνης στη δικαστική εξουσία και τα ΜΜΕ, η σωρηδόν απόδοση ευθύνης στις πολιτικές ελίτ που κατηγορούνται ότι δεν υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον, αποτελούν κεντρικά χαρακτηριστικά ενός φαινομένου που έχει επικρατήσει να περιγράφεται ως democracy fatigue.
Το φαινόμενο υποδαυλίζεται από λαϊκιστικά ρεύματα, κινήματα και ηγέτες που προβάλλοντας υπεραπλουστευτικές απαντήσεις σε σύνθετα προβλήματα ενισχύουν τον κυνισμό των πολιτών ανοίγοντας τον δρόμο σε ακραίες λύσεις.
Οι οικονομικές αβεβαιότητες και οι πολυτραυματικές εμπειρίες της οικονομικής κρίσης, σε συνδυασμό με την ανάδυση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και την τοξικότητα στον δημόσιο λόγο που συχνά επικρατεί σε αυτά, δημιουργούν πρόσφορο έδαφος για την επικράτηση αυταρχικών επιλογών και πολιτικών ακροτήτων.
Ενώ παλιότερα το αίσθημα κορεσμού και κόπωσης με τη δημοκρατία υποδαυλιζόταν κυρίως από περιθωριακά λαϊκιστικά και ριζοσπαστικά ρεύματα, σήμερα η πραγματικότητα είναι διαφορετική.
Τα ρεύματα αυτά έχουν πλέον εισέλθει σε κεντρικότερες θέσεις της πολιτικής αρένας, επηρεάζοντας ή και ελέγχοντας τη διακυβέρνηση. Τα ακροδεξιά κόμματα, που κάποτε κινούνταν στο περιθώρια του κομματικού ανταγωνισμού, πλέον έχουν κατακτήσει ευρεία εκλογική υποστήριξη και επιρροή. Παράλληλα, λαϊκιστές ηγέτες, που θεωρούνταν παλιότερα γραφικές φιγούρες, έχουν μετατραπεί σε επιδραστικούς δρώντες τόσο στο εσωτερικό της ΕΕ (π.χ., Βίκτορ Ορμπαν) όσο και στο παγκόσμιο γίγνεσθαι (Βλαντίμιρ Πούτιν, Ντόναλντ Τραμπ).
Οι εξελίξεις αυτές αποτελούν απτά δείγματα κορεσμού απέναντι στη δημοκρατία, απώλειας δημοκρατικής ουσίας και κλιμάκωσης του κινδύνου η κόπωση να μεταλλαχθεί σε ανοχή ή και αποδοχή του αυταρχισμού.
Στις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί σήμερα, η δημοκρατική κόπωση δεν υποδαυλίζεται μόνο από περιθωριακές και έκκεντρες πολιτικά δυνάμεις ούτε αποτελεί μια αντίδραση των πολιτών που αισθάνονται αποκλεισμένοι από την πολιτική διαδικασία και το κοινωνικο-οικονομικό γίγνεσθαι.
Η αίσθηση ότι η δημοκρατία ως αντιπροσωπευτική λειτουργία και κοινοβουλευτική διαδικασία έχει εξαντληθεί, παράγεται και αναπαράγεται από τα πάνω, από επιδραστικές και εξουσιαστικές πολιτικές ηγεσίες της παγκόσμιας πολιτικής σκηνής που βρίσκουν ανταπόκριση όχι μόνο σε περιθωριοποιημένα κοινωνικο-οικονομικά στρώματα αλλά και σε δυνάμεις με σημαντικό οικονομικό εκτόπισμα και κοινωνικό βάρος.
Ακόμη και χώρες με μακρά δημοκρατική παράδοση, όπως οι ΗΠΑ και η Γαλλία, δοκιμάζονται από τη δημοκρατική κόπωση. Στη Γαλλία, το θεσμικό μπλοκάρισμα και οι συγκρούσεις μεταξύ των εξουσιών ενισχύουν την αίσθηση ότι η δημοκρατία δεν λειτουργεί αποτελεσματικά και ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται ερήμην της κοινωνίας. Στις ΗΠΑ, η αδυναμία του Δημοκρατικού Κόμματος αλλά και των μετριοπαθών Ρεπουμπλικανών να εκφράσουν ευρέα κοινωνικά στρώματα άφησε χώρο στην άνοδο του Τραμπ.
Αντίστοιχα, στη Γαλλία ο Μακρόν, που αρχικά εμφανίστηκε ως εκσυγχρονιστής και μεταρρυθμιστής, ταυτίστηκε σταδιακά με μια ελιτίστικη εκδοχή της πολιτικής, αποκομμένης από τις ανάγκες και τα αιτήματα της πλειοψηφίας, ανοίγοντας τον δρόμο για την αύξηση της επιρροής ριζοσπαστικών και αυταρχικών δυνάμεων τόσο στα δεξιά όσο και στα αριστερά του πολιτικού φάσματος.
Το γεγονός ότι οι κεντρικοί πολιτικοί θεσμοί και οι δυνάμεις του Κέντρου χάνουν την ικανότητα να εμπνεύσουν εμπιστοσύνη αποτελεί τυπικό σύμπτωμα δημοκρατικής κόπωσης. Οσο η κοινωνία νιώθει ότι δεν ακούγεται, τόσο οι περιθωριακές πολιτικές επιλογές κερδίζουν σε σημασία, με τους πολίτες να δείχνουν πρόθυμοι να στηρίξουν έκκεντρες και ακραίες επιλογές επιταχύνοντας τον φαύλο κύκλο της απαξίωσης της δημοκρατικής λειτουργίας και εμβάθυνσης των αδιεξόδων της.
Η κυρία Βασιλική Γεωργιάδου είναι καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, διευθύντρια και πρόεδρος του ΔΣ του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ).

Εκλογείς μεταξύ ασφυξίας και καχυποψίας
Της Χαριτίνης Καρακωστάκη
Μπορούμε να το αποκαλέσουμε και παράδοξο. Η δημοκρατία, το πιο δημοφιλές και διαδεδομένο πολίτευμα στον κόσμο, εκείνο στο οποίο όλοι οι υποταγμένοι προσδοκούν μια μέρα να ζήσουν, φαίνεται να περνάει τη μεγαλύτερη κρίση που γνώρισε μεταπολεμικά, με προεξέχοντα τα δύο αλλοτινά της προπύργια, τις ΗΠΑ και τη Γαλλία. Η Γαλλία, που χρειάστηκε να αλλάξει τέσσερις πρωθυπουργούς σε δύο χρόνια, βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο προσκήνιο. Οσα όμως βλέπουμε να διαδραματίζονται εκεί αντανακλούν μια ευρύτερη τάση στην Ευρώπη, ή καλύτερα, σε ολόκληρη τη Δύση.
Το κακό μοιάζει να εκκινεί από ένα δεύτερο παράδοξο: ο «κυρίαρχος» της δημοκρατίας αδιαφορεί πλήρως για αυτήν, με τη διπλή σημασία που μπορεί να πάρει στο δυτικό συγκείμενο ο όρος «κυρίαρχος», δηλαδή, ταυτόχρονα ο επικεφαλής ηγέτης, και ο κυρίαρχος λαός. Ο «λαός» εμφανίζεται, πιο αποφασιστικά από ποτέ, να απαξιοί τους αιρετούς. Διατείνεται ότι «δεν θέλει ούτε να τους βλέπει», «δεν θέλει να ακούει κανέναν τους».
Η τελευταία έρευνα του Ευρωβαρόμετρου στη Γαλλία αποτυπώνει την κρίση εμπιστοσύνης των πολιτών προς τους εκλεγμένους αντιπροσώπους του. Το 71% πιστεύει ότι η δημοκρατία δεν λειτουργεί καλά, το 83% ότι οι πολιτικοί δεν ενδιαφέρονται για τους «απλούς πολίτες». Η τάση αυτή επιβεβαιώνει αυτό που θα έπρεπε να αποτελεί το μεγαλύτερο φόβο κάθε δημοκρατίας: την αίσθηση της κοινωνίας ότι η διακυβέρνηση ασκείται ερήμην της. Οι διαδικασίες που έχουν στόχο να εξασφαλίσουν τη νομιμοποίηση παράγουν «δημοκρατική κόπωση».
Από τη μεριά τους, οι ηγέτες, τόσο εκείνοι που ήδη κυριαρχούν (Τραμπ) όσο και εκείνοι που φιλοδοξούν να κυριαρχήσουν με τα πλέον δημοκρατικά και πλειοψηφικά μέσα (Λεπέν), δεν φαίνεται να επιδιώκουν τη διατήρηση της συνοχής του εκλογικού σώματος που τους έφερε στην εξουσία. Αντίθετα, αντλούν ισχύ από τη ρητορική που διατείνεται ανοιχτά ότι σκοπεύει να ξηλώσει τον κοινωνικό ιστό, και να κατακερματίσει, στο όνομα του «αυθεντικού λαού», τον ίδιο της τον λαό. «Σε μια δημοκρατία που δεν λειτουργεί», αποφαίνεται το 48%, «προτιμότερο είναι να έχουμε λιγότερη δημοκρατία και μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα». Η πολιτική αυτών των ηγετών δεν δομείται πλέον πάνω στην αντιπαράθεση με πολιτικούς αντιπάλους, αλλά στην κατασκευή ενός «εχθρού» – συχνότερα εσωτερικού παρά εξωτερικού –, η ύπαρξη του οποίου παρουσιάζεται ως απειλή που τους αναγκάζει να υπερασπίζονται τις αξίες, το κοινωνικό μοντέλο και τον πατροπαράδοτό «μας» πολιτισμό. Η μετατόπιση από τον πολιτικό αντίπαλο στον εχθρό νομιμοποιεί και τη χρήση βίας. Το 41% θεωρεί αναγκαίο «έναν ισχυρό ηγέτη που δεν θα χρειάζεται εκλογές ή το Κοινοβούλιο».
Πώς φτάσαμε ως εδώ; Τι πήγε λάθος με το καλύτερο μέχρι στιγμής πολίτευμα του κόσμου και μάλιστα στη χώρα που εξέθρεψε το δημοκρατικό ιδεώδες της σύγχρονης εποχής;
Οι αιτίες μπορούν να αναζητηθούν σε δύο ξεχωριστά αλλά διαπλεκόμενα επίπεδα. Το πρώτο είναι το κοινωνικοοικονομικό. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και με κλιμακούμενη ένταση μέχρι σήμερα, η πολιτική φαίνεται ανίκανη να αντιμετωπίσει την «κρίση» που συνδέεται με τις επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης. Η μισθωτή εργασία έχει καταστεί μαζικά επισφαλής και ανίκανη να αμβλύνει από μόνη της τις κοινωνικές ανισότητες. Μόνο η πρόσβαση στην ακίνητη περιουσία μέσω της κληρονομιάς μπορεί να επιτρέψει τη συγκέντρωση κεφαλαίου. Αυτό σηματοδοτεί και το τέλος της κοινωνικής κινητικότητας. Η πολιτική παραχωρεί το πρωτείο στην τεχνοκρατική διακυβέρνηση, που βασίζεται σε ένα ευρύ consensus «ειδικών» της οικονομίας, που δουλεύουν συστηματικά προς όφελος των πιο προνομιούχων κοινωνικών τάξεων. Το εκλογικό σώμα ασφυκτιά.
Το δεύτερο επίπεδο είναι το θεσμικό και αφορά την ίδια τη συγκρότηση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ενώ η κοινωνία μετασχηματίζεται με ταχύτατους ρυθμούς και αναμετριέται διαρκώς με νέες προκλήσεις, η μεθοδολογία της δημοκρατίας παραμένει προσκολλημένη στον 18ο αιώνα, την εποχή της αρχικής της θεσμοθέτησης. Η καθολική ψήφος έφερε τότε μια επανάσταση, καθώς επέτρεψε στον λαό να εκφραστεί και να νιώσει ότι η διακυβέρνηση τον συμπεριλαμβάνει. Στην ψηφιακή όμως εποχή, με τις ανεξάντλητες δυνατότητες ενημέρωσης, συμμετοχής και αυθόρμητης έκφρασης, μία ψήφος κάθε τέσσερα ή πέντε χρόνια δεν αρκεί για να νιώσει το εκλογικό σώμα ότι εισακούγεται. Σε ολόκληρη τη Δύση, οι αιρετοί έχουν δείξει μεγάλη ατολμία απέναντι στο αίτημα της ανανέωσης του πολιτικού ρεπερτορίου της δημοκρατίας. Αν δεν αναζητηθούν νέες μεθοδολογίες που θα επιτρέπουν στους πολίτες να ενσωματώνουν έμπρακτα τις ανησυχίες και τις ανάγκες τους στη δημόσια σφαίρα, τότε το εκλογικό σώμα θα εξακολουθεί να ασφυκτιά και η δημοκρατία θα μεταμορφωθεί σε δημοκρατική εντροπία.
Η κυρία Χαριτίνη Καρακωστάκη είναι διδάκτωρ Κοινωνιολογίας στην EHESS.
Θεσμική θεραπεία και μεταρρυθμίσεις
Της Κωνσταντίνας Ε. Μπότσιου
Ιστορικά, η δημοκρατία είναι μια πρόσφατη κατάκτηση. Μετά το απόγειό της στην κλασική Αθήνα και μια ισχνή αναλαμπή στην αρχαία Ρώμη, εξαφανίστηκε για αιώνες. Aλλα πολιτεύματα κυριάρχησαν. Επανεμφανίστηκε τον 18ο αιώνα στις ΗΠΑ και για λίγο στην επαναστατική Γαλλία. Πειθαναγκάστηκε να την ξαναανακαλύψει η Δυτική Ευρώπη μετά το 1945, αφού πέρασε διά πυρός και σιδήρου και μέσα από δύο παγκοσμίους πολέμους. Πρότυπο ήταν το δημοκρατικό σύστημα στις ΗΠΑ, όπου ο καπιταλισμός είχε μπολιαστεί με γενναίες δόσεις αναδιανομής μέσω του Νιου Ντιλ του Φράνκλιν Ρούζβελτ. Η δημοκρατία ταυτίστηκε με τη νίκη στον πόλεμο και την επιβολή της ειρήνης, στη δε μεταπολεμική εποχή με την ευημερία και την κοινωνική δικαιοσύνη. Eτσι προέκυψε ο μεταπολεμικός «δυτικός κόσμος», στον οποίο η δημοκρατία θεωρείται αυτονόητη. Είναι όμως; Oχι, από ό,τι φαίνεται σε πρόσφατες δημοσιεύσεις, οι οποίες επιμένουν στον όρο «δημοκρατική κόπωση» (democracy fatigue). Μπορεί, ωστόσο, να κουραστεί κάποιος από τη χαρά; Μήπως κουράζονται όσοι τη σνομπάρουν εξαρχής, προτιμώντας, π.χ., τη δύναμη, τον αυταρχισμό, την κερδοσκοπία ή τον πόλεμο που τα συνοψίζει όλα;
Είναι γνωστό ότι η δημοκρατία απαιτεί συνεχή φροντίδα και εξισορρόπηση των αντιφάσεων «του χειρότερου πολιτεύματος εκτός από όλα τα άλλα», όπως σημείωνε ο Τσόρτσιλ. Αυτή τη φροντίδα δεν φαίνονται διατεθειμένες να παράσχουν οι κυβερνήσεις ή οι κοινωνίες που τις εκλέγουν «δημοκρατικά». Το 20% των ηγεσιών και συμπαρομαρτούντων είναι επαναπαυμένες στην ειρήνη και στην ήττα της ΕΣΣΔ στον Ψυχρό Πόλεμο. Μηρυκάζουν απλώς την πρώτη σελίδα του Ανταμ Σμιθ περί ελεύθερης αγοράς, παρότι το μοντέλο χρεοκόπησε στην οικονομική κρίση του 2008, αλλά δεν το παραδέχονται μην ξεβολευτούν. Το υπόλοιπο 80% των κοινωνιών νιώθει να συνθλίβεται από την αναποτελεσματικότητα του κράτους που συνδιαμόρφωσε. Χρησιμοποιώντας το μοναδικό εναπομείναν όπλο, την ψήφο, τιμωρεί δήθεν το «σύστημα», αλλά ουσιαστικά τιμωρεί τον εαυτό του. Οπως και όταν δεν ψηφίζει καν, ενώ η αποχή, βολικά, δεν μετριέται στα εκλογικά συστήματα. Το «σύστημα» ισχυροποιείται από αυτή την αυτοκαταστροφική αντίδραση ενώ έχει ήδη φτιάξει, για κάθε ενδεχόμενο, και έναν εξωτερικό-εσωτερικό «εχθρό» (Feindbild) που τώρα λέγεται «μετανάστες». Η δημοσκοπική πρωτιά ακροδεξιών κομμάτων στις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες (Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία) και το μπόλιασμα των περισσότερων κυβερνήσεων με ακροδεξιές φωνές δείχνουν ότι αποδίδει αυτός ο κοινός παρονομαστής ετερόκλητων κατά τα άλλα δυνάμεων. Παράδοξο, βέβαια, την ώρα που η δημογραφικώς γηράσκουσα Ευρώπη χρειάζεται επειγόντως χιλιάδες εργατικά χέρια που δεν θα προκύψουν παρά μόνο από τη μετανάστευση…
Θεραπεύεται αυτή η πολλαπλή ανισότητα που δεν παραπέμπει σε δημοκρατίες; Ως Αμερικανοί, οι Στίβεν Λεβίτσκι και Ντάνιελ Ζιμπλάτ στο έργο τους Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες; πιστεύουν στα θεσμικά αντίβαρα και θεωρούν ότι η θεραπεία βρίσκεται στον σεβασμό στιβαρών θεσμών από τους πολιτικούς. Επικαλούνται πλήθος παραδειγμάτων τυράννων που ανέβηκαν στην εξουσία με εκλογές και αναλύουν την ανάγκη να λειτουργούν επιπρόσθετα τα «προστατευτικά κιγκλιδώματα» της δημοκρατίας. Υπάρχουν, παρ’ όλα αυτά, πολλές όψιμες δημοκρατίες, κυρίως στην Ευρώπη, όπου τα «προστατευτικά κιγκλιδώματα» παρέμειναν μόνο πρόσοψη και η κοινωνία των πολιτών είναι πολύ αναιμική για να ασκήσει πίεση. Μπορεί να ακούγεται κλισέ, αλλά η θεραπεία της «κόπωσης από τη δημοκρατία» βρίσκεται σε ακόμα περισσότερη δημοκρατία. Οχι απλώς σε εκλογές, που εύκολα χειραγωγούνται, αλλά σε θεμελιώδεις σκονισμένες λειτουργίες, όπως η αυστηρή διάκριση των εξουσιών, η απόδοση δικαιοσύνης, η ελευθερία της έκφρασης, η εισαγωγή θητειών, η ξεχασμένη ψυχροπολεμική αρχή «ευημερία για όλους». Για να συμβεί αυτό, χρειάζονται άμεσα ριζικές μεταρρυθμίσεις, για αυτή τη γενιά και για τις επόμενες. Είναι μονόδρομος, αν τα κράτη και οι κοινωνίες δεν θέλουν να ζήσουν μέρες Νεπάλ ή «Joker».
Στην ιστορία γνωρίζουμε ότι οι άνθρωποι ξεχνούν. Οι περισσότεροι για να προχωρήσουν, άλλοι για να λησμονήσουν το παρελθόν. Αλλά χρειάζεται να τους θυμίζουμε από πού ξεκίνησαν και να ξεπεραστεί η παρεξήγηση ότι δημοκρατία σημαίνει απλώς κράτος δικαίου και «αγορές». Είναι προϋποθέσεις της δημοκρατίας, όχι ισοϋψείς με αυτήν έννοιες. Η δημοκρατική συνταγή χρειάζεται περισσότερα υλικά: δικαιώματα, αποτελεσματικότητα, ισότητα, ελευθερία. Εχουμε δρόμο ακόμη μπροστά μας για να φτάσουμε τη δημοκρατία. Μετά θα σκεφτούμε αν θα κουραστούμε.
Η κυρία Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου είναι καθηγήτρια Ιστορίας και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πειραιώς, γενική διευθύντρια του Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων.
