Η εισβολή των αγορών στην καθημερινότητα
Του Μάρκου Καρασαρίνη
Την Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2008, επιφανειακά όλα ήταν ίδια με την προηγούμενη. Ο κατακρημνισμός των τιμών στις διεθνείς χρηματαγορές, όμως, σε συνδυασμό με την επίμονη φημολογία για επικείμενες πτωχεύσεις τραπεζικών και ασφαλιστικών κολοσσών όπως η Merrill Lynch και η AIG έδειχναν ότι η δραματική πτώση της Lehman Brothers μία ημέρα πριν θα απέβαινε ορόσημο. «Ενα ωστικό κύμα απλωνόταν παντού» γράφει ο βρετανός ιστορικός Ανταμ Τουζ στο βιβλίο Πολιτική οικονομία μιας κατάρρευσης.
«Μέσα σε μερικές εβδομάδες ο αντίκτυπός του θα γινόταν αισθητός σε εργοστάσια και ναυπηγεία, σε χρηματοοικονομικές αγορές και χρηματιστήρια εμπορευμάτων σε ολόκληρο τον κόσμο». Στο παραπάνω απόσπασμα το κλειδί είναι η ταχύτητα της διάδοσης, το «ωστικό κύμα» που σε ελάχιστο χρονικό διάστημα παρασύρει τα πάντα στο διάβα του. Η πρώτη μείζων κρίση της εποχής τής παγκοσμιοποίησης έδειξε ένα σχήμα που θα επαναλαμβανόταν σε επόμενες, κατά την περίοδο της πανδημίας, της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, της ανάφλεξης της Μέσης Ανατολής: οι αναταράξεις της πλανητικής οικονομίας μεταδίδονταν άμεσα και επηρέαζαν δραστικά την καθημερινότητα.
Η «Μεγάλη Υφεση» του 2008 εξοικείωσε βίαια την κοινή γνώμη με τις συνέπειες φαινομένων εδραιωμένων ήδη από την πρώτη, πανηγυρική φάση της παγκοσμιοποίησης, τα οποία θα συνέχιζαν να εξαπλώνονται και μετά το τέλος της. Στην καθημερινή ζωή της πλειοψηφίας των κατοίκων της Δύσης όροι όπως «χρηματιστήριο της ενέργειας» στο φόντο της συζήτησης για τους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος, «δομημένα προϊόντα» στην περίπτωση των στεγαστικών δανείων, «οικονομία διαμοιρασμού» σε σχέση με βραχυχρόνιες μισθώσεις κατοικιών δεν ξενίζουν. Απόρροια των χρηματοπιστωτικών και τεχνολογικών μεταβολών της εποχής υπήρξε η μείωση της απόστασης μεταξύ του απλού πολίτη και των μηχανισμών της παγκόσμιας οικονομίας.
Σε έναν κόσμο που δοξάζει την απορρύθμιση, θύει στις κεφαλαιακές ροές και αντιλαμβάνεται τον ρόλο του κράτους ή των διεθνών εποπτικών αρχών μάλλον ως τροχονόμων παρά εγγυητών του πλαισίου λειτουργίας τους, οι επιπτώσεις των όποιων κρίσεων, αναδιατάξεων, μεταβάσεων δεν κάνουν διακρίσεις. Είναι γεγονός ότι οι μεγάλοι οικονομικοί ή τεχνολογικοί μετασχηματισμοί, όπως αυτοί που βιώνουμε σήμερα, προκαλούν αντίστοιχες διακυμάνσεις στην πορεία της επίτευξης μιας νέας ισορροπίας. Δεν μπορεί να μη δει κανείς ωστόσο στην παρούσα στιγμή το τίμημα μιας αντίληψης που, στην ακραία της μορφή, ευνοώντας την πρωτοκαθεδρία του homo economicus δεν θα ήθελε τον άνθρωπο του 21ου αιώνα μόνο πολίτη αλλά ταυτόχρονα «ατομικό επιχειρηματία».
Η δύσκολη συγκυρία ή ο χειμώνας της δυσφορίας
Του Παναγιώτη Πετράκη

Οταν οι «Νέες Εποχές» μού συζήτησαν την προοπτική να γράψω ένα άρθρο για την επίδραση της παγκόσμιας οικονομίας στην καθημερινότητά μας, μου φάνηκε λίγο παράξενο γιατί (κατά τη γνώμη μου) όλη η ζωή μας διαμορφώνεται υπό την επίδραση των δυνάμεων που αναπτύσσονται γύρω από την οικονομία. Οταν όμως εμβάθυνα περισσότερο, αντιλήφθηκα ότι άλλο είναι να ζεις με την οικονομία (όπως μας συμβαίνει) και αρκετά πιο δύσκολο να δείχνεις και να αναλύεις τους δρόμους που υλοποιείται ο επηρεασμός αυτός. Οι δρόμοι αυτοί μπορούν να έχουν μίκρο ή μάκρο χαρακτήρα. Μπορούν δηλαδή να επηρεάζουν είτε μέσω των ατομικών αποφάσεων και συμπεριφορών, όπως, π.χ., ο τρόπος που ενημερωνόμαστε και παίρνουμε αποφάσεις, είτε μέσω ευρύτερων παρεμβάσεων, όπως, π.χ., φορολογία σε εισόδημα ή σε συγκεκριμένα προϊόντα ή υπηρεσίες κ.τ.λ. Μπορεί, τέλος, οι μίκρο υποδομές των αποφάσεων (microfoundations) να επηρεάζουν τα μάκρο μεγέθη και αντιστρόφως.
Εδώ επεξεργαζόμαστε μια διάσταση του θέματος που έχει την τελευταία σύνθεση με μίκρο και μάκρο διαστάσεις. Πρόκειται για τον τρόπο που εξελίσσεται η οικονομία (βεβαίως μαζί με την τεχνολογία, που ανατροφοδούνται) και διαμορφώνει τον ευρύτερο χώρο στον οποίο ζούμε. Ειδικότερα μας απασχολεί η σημερινή μεγάλη εικόνα της οικονομίας και της τεχνολογίας, η οποία ομολογουμένως την τελευταία δεκαπενταετία είναι εξαιρετικά δύσκολη: μεγάλες οικονομικές κρίσεις (2010), επιδημίες (2020), πόλεμοι (Ουκρανία, Μέση Ανατολή, Αφρική), αβεβαιότητα, πολιτικές και κοινωνικές ανακατατάξεις, αναθεωρήσεις της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων, για να αναφέρουμε τις κυριότερες από αυτές που διαμορφώνουν μια εξαιρετικά αρνητική συγκυρία στην οποία ζει η γενιά μας, χωρίς να μπορεί να δώσει μια ολοκληρωμένη απάντηση στην κακοτυχία της.
Βεβαίως, η παρούσα συγκυρία παίρνει αρνητικά χρώματα διότι συγκρίνεται με την προηγούμενη ιδιαιτέρως θετική συγκυρία της περιόδου που στην τελευταία φάση της ονομάζεται «Great Moderation», ας την πούμε στα ελληνικά «Μεγάλη Εξομάλυνση», που λήγει (φθάνει δηλαδή στο ανώτατο σημείο ευημερίας) περίπου τη δεκαετία του 2000 (ας πούμε, την 11/9/2001 και την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους).
Είναι περίοδος του πλουτισμού (πολιτικά της σοσιαλδημοκρατίας – παγκοσμίως –, θυμηθείτε και την Ελλάδα – ΠαΣοΚ, ωραία χρόνια) και της χρηματοπιστωτικής επέκτασης, όπου η φτώχεια μειώνεται παντού και η ζωή βελτιώνεται δραματικά. Την περίοδο αυτή την κινούν τεχνολογικά οι πετροχημικές καινοτομίες, το αυτοκίνητο και βεβαίως η ανάπτυξη της τεχνολογίας της πληροφορικής. Στην ίδια περίοδο ο καπιταλισμός εγκαθιδρύεται και επεκτείνεται (συμπεριλαμβανομένου του πρώην Ανατολικού Μπλοκ) ασκώντας πίεση στις νεοεισερχόμενες οικονομικές δυνάμεις σε όλον τον κόσμο. Οι διακρατικές εισοδηματικές διαφορές μειώνονται και οι εσωτερικές εισοδηματικές διαφορές διευρύνονται.
Ωστόσο αυτή η περίοδος τελειώνει από τις ίδιες δυνάμεις (αύξηση εισοδημάτων, τεχνολογική μεταβολή και διεύρυνση του καπιταλισμού) που τροφοδότησαν την επέκτασή της και βρισκόμαστε σε μια καινούργια φάση εξέλιξης της οικονομικής, τεχνολογικής και κοινωνικής πραγματικότητας που έχει αναγκαστικά πλέον καινούργια χαρακτηριστικά: κοινωνική περιπλοκότητα, ενίσχυση της ιδιωτικότητας, εισοδηματικές μεταβολές και μεταβολές απασχόλησης, γεωστρατηγική κινητικότητα, όπως και ενεργοποίηση των μεγάλων τάσεων (υπογεννητικότητα, κλιματική κρίση). Αυτή η νέα φάση φέρνει μαζί της την εσωτερική υποβάθμιση των εισοδημάτων και τη διόγκωση της αβεβαιότητας. Ετσι είναι λογικό που εμφανίζονται ο λαϊκισμός, ο εθνικισμός και ο αυταρχισμός. Αυτές οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις διαμορφώνουν ένα παγκόσμιο κύμα αντιδιεθνοποίησης και γεωστρατηγικών ανακατατάξεων και αύξησης του γεωστρατηγικού κινδύνου. Πρόκειται για την καθοδική φάση του προηγούμενου μεγάλου κύκλου και την ανοδική φάση του νέου.
Ετσι ξαναφτιάχνεται ένας καινούργιος κόσμος υπό την επιρροή των ισχυροτέρων, που θα δώσει τη θέση του σε έναν καινούργιο μεγάλο κύκλο εξέλιξης, με σημείο κορύφωσης της ανόδου στη δεκαετία του 2040 με ΑΙ, Quantum πληροφορική και πράσινες τεχνολογίες. Μέχρι τότε (στην επόμενη δεκαετία) η ζωή μας θα διέλθει αυτή τη δύσκολη συγκυρία, έναν «χειμώνα δυσφορίας» (κατά τη φράση του Σαίξπηρ στον «Ριχάρδο Γ’» που έγινε και νουβέλα από τον Τζον Στάινμπεκ το 1961 με κύριο θέμα τη σύγκρουση αξιών), όπου οι ηθικές και υλικές αξίες θα δοκιμαστούν και θα συγκρουστούν για να διατηρηθούν οι ανθρώπινες αξίες (που χάνονται στις γεωστρατηγικές συγκρούσεις). Πάντως, εάν δεν βρεθεί κάποιος τρελός να πατήσει το κουμπί, μετά τη δύσκολη συγκυρία, τα παιδιά μας θα ζήσουν διαφορετικά και καλύτερα από εμάς.
Ο κ. Παναγιώτης Ε. Πετράκης είναι ομότιμος καθηγητής ΕΚΠΑ.
Η εμπειρία ως εμπόρευμα
Της Χαριτίνης Καρακωστάκη

Από τη δεκαετία του ’60 άρχισε να διατυπώνεται η προφητεία ότι οδεύουμε ολοταχώς προς μια μεταβιομηχανική κοινωνία, στην οποία η βιομηχανία θα περνούσε σε δεύτερη μοίρα και η οικονομία της αγοράς θα έριχνε το βάρος από τα εμπορεύματα στις υπηρεσίες. Η προφητεία δεν εκπληρώθηκε ποτέ ουσιαστικά. Παρόλο που οι υπηρεσίες καταλαμβάνουν ένα μεγάλο κομμάτι της οικονομίας της αγοράς, εξακολουθούμε να χρησιμοποιούμε βιομηχανικά προϊόντα (ρούχα, έπιπλα, υπολογιστές, κινητά τηλέφωνα) και μάλιστα φαίνεται να εξαρτόμαστε από αυτά περισσότερο από ποτέ.
Ομως, δίπλα στα βιομηχανικά προϊόντα που κυκλοφορούν και ανταλλάσσονται σε παγκόσμια κλίμακα, πωλούνται και αγοράζονται και κάποια άλλα, τα οποία, παρότι μοιάζουν ως προς την εξωτερική τους όψη και την πρωταρχική τους χρησιμότητα, είναι ικανά να πάρουν μια αξία που ξεπερνά κατά πολύ τη μέση τιμή των αντίστοιχων μαζικών ειδών, αγγίζοντας ολοένα και συχνότερα δυσθεώρητα ύψη. Πρόκειται για προϊόντα που ανήκουν στη σφαίρα των ειδών πολυτελείας ή/και των συλλεκτικών αντικειμένων, τα οποία φέρουν μια εσωτερική προστιθέμενη αξία προερχόμενη από τον τρόπο και τον τόπο παραγωγής τους (αρτιζανάλ, εθνοτοπική προέλευση), τη σπανιότητα ή τη μοναδικότητά τους και τη θέση που μπορούν να λάβουν ως κομμάτια μιας συλλογής.
Επιπλέον, παρόλο που η ανταλλαγή τους λαμβάνει χώρα σε παγκόσμια κλίμακα, τα προϊόντα αυτά εντοπίζονται κατά κύριο λόγο στα μεγάλα αστικά κέντρα και τις μητροπόλεις της Δύσης, σε διαφημίσεις στα πρωτοσέλιδα πολιτικών και οικονομικών εφημερίδων ή ενθέτων, και στις σελίδες περιοδικών με ύλη που συνδυάζει την καλή ζωή, τη μόδα, τον πολιτισμό και τον μη μαζικό τουρισμό και απευθύνονται σε μια ελίτ.
Η νέα αυτή συνθήκη που έχει χαρακτηριστεί ως ένα νέο πνεύμα «εμπλουτισμένου» καπιταλισμού (Enrichissement, Λικ Μπολτανσκί και Αρνό Εσκέρ, εκδ. Gallimard, 2017) που παράγει «συναισθηματικά εμπορεύματα» (emodities) (Emotions as Commodities, Εύα Ιλούζ, εκδ. Routledge, 2017), μοιάζει να εξαπλώνεται σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής των πολιτών της Δύσης (αλλά όχι μόνο) επηρεάζοντας τον τρόπο με τον οποίο καθίστανται εμπορεύσιμες και οι υπηρεσίες. Με τον ίδιο τρόπο που ένα προϊόν ξεφεύγει από τη σφαίρα των «κοινών πραγμάτων» (μια τσάντα από δέρμα κροκόδειλου, ένα ρολόι που περνάει από γενιά σε γενιά, το φόρεμα της Οντρεϊ Χέπμπορν, η πρώτη έκδοση ενός βιβλίου), οι υπηρεσίες, με έμφαση εκείνες που προέρχονται από τον κλάδο του τουρισμού, επιδιώκουν να επενδυθούν με ένα αφήγημα το οποίο θα τις επιτρέψει να βγουν από τη σφαίρα των κοινών εμπειριών και να εξυψωθούν στη σφαίρα της σπανιότητας και της αυθεντικότητας, ανεβάζοντας την εμπορική τους αξία πολύ περισσότερο από τη μέση αξία αντίστοιχων υπηρεσιών.
Η διαδικασία αυτή της δημιουργίας υπεραξίας μέσα από ένα αφήγημα που εγγράφει υπηρεσίες και προϊόντα σε μια διαδικασία μακράς ιστορικοποίησης (εμπορικές μάρκες που υπάρχουν από τα μέσα του 19ου αιώνα, ορεινά ή νησιώτικα χωριά εθνικής κληρονομιάς, αρχοντικά και χάνια, που αναβιώνουν ή παίρνουν αξία από διάσημους προηγούμενους κατοίκους και επισκέπτες τους, καλλιτεχνικά δρώμενα που θρέφονται από το παρελθόν των εργοστασιακών κτηρίων που τα φιλοξενούν), δείχνει τον δρόμο σε όποιον θέλει να αποκομίσει ένα κομμάτι από την πίτα του νέου, αχαλίνωτου, καπιταλισμού. Πολύ περισσότερο από την απόκτηση ενός αντικειμένου, οι λίγοι και σημαντικά εύποροι καταναλωτές που επιλέγουν να αγοράσουν τα εν λόγω προϊόντα ή υπηρεσίες εξασφαλίζουν την είσοδό τους σε ένα ιστορικό και αφηγηματικό σύμπαν μοναδικών και σπάνιων εμπειριών, σε ένα σύμπαν αυθεντικότητας.
Στο πλαίσιο αυτό, και εκμεταλλευόμενοι την εγγενή υπόσχεση του καπιταλισμού της δυνατότητας να επωφεληθούν από αυτόν όλοι, καλούμαστε όλο και συχνότερα να επενδύσουμε με κάποιο αφήγημα, όχι μόνον τα αγαθά που μας περιβάλλουν και τα οποία κοπιάζουμε να αποκτήσουμε, αλλά και τους ίδιους μας τους εαυτούς, εμπλουτίζοντας τον ατομικό βίο με νέες ταυτότητες που μεταφράζονται εμπορικά. Στο πλαίσιο της οικολογικής συνείδησης, κάποιοι είναι έτοιμοι να διαθέσουν ένα υπερπολλαπλάσιο ποσό για ένα πουλόβερ που προέρχεται από το μαλλί μιας βιώσιμης κτηνοτροφικής μονάδας, να πληρώσουν τα πολλαπλάσια χρήματα για την αυθεντική εμπειρία της διαμονής σε μια υπόσκαφη κυκλαδίτικη κάμαρα, ή να χρυσοπληρώσουν έναν τίτλο σπουδών ενός επώνυμου ιδρύματος, που ως «στάση» και μόνο του ατομικού βίου θα εμπλουτίσει με αξία το άτομο.
Η νέα αυτή δυνατότητα που εξασφαλίζει ο σύγχρονος καπιταλισμός να εμπλουτίζονται όλοι και όλα με νέα αφηγήματα έχει ως συνέπεια την υιοθέτηση ολοένα και αυθεντικότερων καταναλωτικών και επιχειρηματικών στρατηγικών από τη μια, και την ατέρμονη αναζήτηση της αύξησης της τιμής από την άλλη. Με αυτόν τον τρόπο, η μπάλα εναποτίθεται στο γήπεδο της ατομικής ευθύνης. Οποιος κατανοεί τους κανόνες του νέου αξιακού παιχνιδιού, μπορεί να ωφεληθεί. Οποιος όχι, θα πρέπει να ξεκινήσει να υφαίνει την κριτική του.
Η κυρία Χαριτίνη Καρακωστάκη είναι διδάκτωρ Κοινωνιολογίας στην EHESS.
Παθαίνουν burnout οι επιχειρήσεις;
Της Κατερίνας Λαμπρινού
Το 1998, στο μυθιστόρημά του Τα στοιχειώδη σωματίδια, ο Μισέλ Ουελμπέκ ανέπτυσσε μια ενδιαφέρουσα ιδέα: η απελευθέρωση της αγοράς δεν περιορίζεται στην οικονομία, αλλά επεκτείνεται στο σώμα, στον έρωτα, στις πιο μύχιες εκφάνσεις της ύπαρξης. Σε έναν κόσμο όπου η αγορά κυριαρχεί παντού, ακόμα και η ερωτική ζωή μετατρέπεται σε «σεξουαλική αγορά», στην οποία οι happy few – οι πλούσιοι, εύρωστοι, χαρισματικοί – διαθέτουν πλεονέκτημα, ενώ οι υπόλοιποι μένουν εκτός ανταγωνισμού.
Υπάρχει κάτι προφητικό εδώ. Ο Ουελμπέκ διατυπώνει αυτή τη σκέψη τις παραμονές της έκρηξης της οικονομίας του διαδικτύου, που έχει απολήξει σήμερα σε μια αναντίρρητη πραγματικότητα: όποια και αν είναι η ανάγκη, υπάρχει ένα app για σένα εκεί έξω και μια προσδοκία ότι με αυτό θα αλλάξεις τη ζωή σου. Το υπόστρωμα για όλα αυτά είναι η βίωση της μοναξιάς μέσα από το πρίσμα της ατομικής ευθύνης: είσαι αποκλειστικά υπεύθυνος για την επιτυχία ή την αποτυχία, για την ευτυχία ή τη δυστυχία.
Δύο δεκαετίες πριν τον Ουελμπέκ, ο Μισέλ Φουκό είχε ήδη σκιαγραφήσει τον πυρήνα αυτής της νέας υποκειμενικότητας που αναπτυσσόταν στην καρδιά της νεοφιλελεύθερης συνθήκης. Ο homo economicus όχι μόνο ως καταναλωτής, αλλά ως επιχειρηματίας του εαυτού του. Το άτομο επενδύει στις δεξιότητές του, διαχειρίζεται τον χρόνο, το σώμα, τις σχέσεις, τα συναισθήματά του σαν μια ατομική startup που πρέπει να παραμείνει ανταγωνιστική σε οποιαδήποτε αγορά. Αυτή η μετατόπιση συνοδεύτηκε από μια νέα μορφή κυβερνησιμότητας στη βάση της εσωτερικευμένης αυτορρύθμισης. Η ελευθερία ταυτίζεται με τη χωρίς όρια απόδοση· η υπευθυνότητα με τη διαρκή αυτοεπιτήρηση.
Εύκολη ήταν και μια ακόμα μετατόπιση που έβλεπε το σώμα ως κεφάλαιο, βασικό εργαλείο για την επίτευξη της υπεραποδοτικότητας. Η δημοφιλής στροφή στην αυτοφροντίδα (selfcare) έχει στον πυρήνα της την επίγνωση του εαυτού ως πόρου που απαιτεί φροντίδα για να μην εξαντληθεί σύντομα. Αν ανατρέξει κανείς σε ιστοσελίδες ή έντυπη αρθρογραφία περί ευζωίας, θα αναγνωρίσει εύκολα τα σημάδια. Γιόγκα και πιλάτες για ενδυνάμωση της ανθεκτικότητας απέναντι στο εργασιακό στρες, διατροφή χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη και mediation app για τη μεγέθυνση της συγκέντρωσης, διαλειμματική νηστεία για αποτοξίνωση, ψυχολογία της θετικής σκέψης για την απομάκρυνση της τοξικότητας. Η βιομηχανία του εργαλειακού ορθολογισμού στην υπηρεσία συντήρησης της σωματικής και πνευματικής αποδοτικότητας.
Μια ανάλογη πρόσληψη και διαμόρφωση του εαυτού μοιάζει να συγκινεί ιδιαίτερα τις γενιές που ζουν τη ματαίωση της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής ανάπτυξης. Η συλλογική υπόσχεση ευημερίας δεν μπορεί να συγκινήσει, σε αντίθεση με την ατομική διαχείριση της ευτυχίας, τη στιγμή ακριβώς που οι όροι της – υλικοί και συμβολικοί – εκλείπουν: σταθερή εργασία, δημόσιες υπηρεσίες, κοινότητες, δικαιώματα, δημόσιος χώρος.
Ο όρος entreprecariat, που καθιέρωσε ο Silvio Lorusso [Entreprecariat: Everyone is an Entrepreneur. Nobody is Safe, εκδ. Onomatopee Projects, 2019], συμπυκνώνει μια αντιφατική αλλά απόλυτα σύγχρονη πραγματικότητα. Πρόκειται για έναν υβριδικό νεολογισμό που συνδυάζει τις λέξεις entrepreneur (επιχειρηματίας) και precariat (επισφαλής εργαζόμενος), για να περιγράψει τη συνθήκη όπου η επιχειρηματική σκέψη – δημιουργικότητα, αυτονομία, καινοτομία – γίνεται υποχρεωτική στάση ζωής μέσα σε ένα πλαίσιο απόλυτης αβεβαιότητας.
Είναι η πλέον εύστοχη περιγραφή της νέας κανονικότητας για ευρύ φάσμα ανθρώπων: νέους πτυχιούχους που παλεύουν να «πουλήσουν» το προφίλ τους, δημιουργικούς επαγγελματίες που ζουν από προσωρινά projects, εργαζομένους σε gig πλατφόρμες που «τρέχουν» ως ανεξάρτητοι αλλά είναι απόλυτα εξαρτημένοι. Σε όλους αυτούς επιβάλλεται η λογική της διαρκούς αυτοπροβολής, του brand-αρίσματος του εαυτού και της αυτονομίας την ίδια στιγμή που λείπουν οι βασικές σταθερές: ασφάλεια, δικαιώματα, χρόνος, κοινότητα.
Το entreprecariat δεν είναι απλώς μια νέα τάξη εργαζομένων. Είναι η αποτύπωση ενός πολιτισμικού και ψυχολογικού καθεστώτος που αλλάζει την ίδια την έννοια της ιδιότητας του πολίτη από την οποία αφαιρούνται συνδηλώσεις συλλογικότητας. Ο τρόπος για να γίνουν τα πράγματα καλύτερα δεν είναι η πολιτική συμμετοχή αλλά η εξατομικευμένη ριζοσπαστικοποίηση της καθημερινότητας. Η αναίρεση του εαυτού μας στο όνομα της καλύτερης εκδοχής του.
Στο τέλος της μέρας, ίσως αυτό να προσκρούει στη σκληρή πραγματικότητα του χρόνου, του μοντέλου κατανάλωσης, της επίγνωσης ότι η προσπάθεια δεν αρκεί. Και εκεί κάπου, την ώρα της εξάντλησης, έρχεται η μάταιη αναζήτηση εκείνης της εφαρμογής ή του δεκάλογου συμβουλών για το πώς να αποφευχθεί το burnout.
Η κυρία Κατερίνα Λαμπρινού είναι διδάκτορας του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.
