Δικαιοσύνη ή σύγχρονο κυνήγι μαγισσών;

Η κουλτούρα της ακύρωσης και οι «δικαστές του πληκτρολογίου»

Δικαιοσύνη ή σύγχρονο κυνήγι μαγισσών;

Ανοίγω το TikTok, σκρολάρω στο Instagram, μπαίνω στο X. Μέσα σε λίγα λεπτά, βλέπω μια γνώριμη σκηνή να εκτυλίσσεται: ένα δημόσιο πρόσωπο, ένας επιδραστικός influencer ή ακόμα και ένας απλός πολίτης, βρίσκεται στο μάτι μιας ψηφιακής καταιγίδας.

Η «αφορμή»; Ενα παλιό, ατυχές tweet, ένα άστοχο αστείο, μια λανθασμένη, πολιτικά μη ορθή άποψη. Χιλιάδες σχόλια πλημμυρίζουν την οθόνη, τα hashtags γίνονται trend και η απαίτηση είναι μία, ηχηρή και αδιαπραγμάτευτη: «Να ακυρωθεί».

Η «cancel culture» δεν είναι για μένα μια αφηρημένη, ακαδημαϊκή συζήτηση, ούτε μια θεωρία. Είναι το ίδιο το περιβάλλον στο οποίο μαθαίνω να εκφράζομαι, να διαφωνώ και, πολλές φορές, να… φοβάμαι. Το ερώτημα που πλανάται πάνω από το πληκτρολόγιό μου είναι τεράστιο, σχεδόν υπαρξιακό: Αυτή η αστραπιαία, διαδικτυακή οργή αποτελεί έναν νέο, δυναμικό δρόμο για την απονομή δικαιοσύνης ή μήπως έχουμε δημιουργήσει, εν αγνοία μας, ένα σύγχρονο κυνήγι μαγισσών;

Από τη μία πλευρά, είναι αδύνατο να αγνοήσω την αρχική, αγνή πρόθεση. Η κουλτούρα της ακύρωσης γεννήθηκε από την απόγνωση και την ανάγκη των «άσημων» ανθρώπων να λογοδοτήσουν επιτέλους οι ισχυροί.

Είδα ανθρώπους να χάνουν τις προνομιούχες θέσεις τους επειδή η συλλογική φωνή του Διαδικτύου αποκάλυψε τις κακοποιητικές τους πράξεις. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η «ακύρωση» είναι ταυτόσημη με τη δικαίωση. Η ηχηρή απόδειξη ότι η εξουσία δεν σε καθιστά άτρωτο.

Από την άλλη πλευρά, όμως, παρακολουθώ όλο και συχνότερα αυτό το ισχυρό εργαλείο να μετατρέπεται σε έναν ανεξέλεγκτο, καταστροφικό ψηφιακό όχλο. Ενα ασήμαντο λάθος, μια εκτός πλαισίου δήλωση μπορεί να είναι αρκετή για να συντρίψει τη ζωή ενός ανθρώπου. Δεν υπάρχει πια χρόνος και χώρος για διάλογο, για μια ειλικρινή συγγνώμη.

Η ετυμηγορία εκδίδεται αμέσως από τους «δικαστές του πληκτρολογίου» και η ποινή είναι, σχεδόν πάντα, η κοινωνική εξόντωση. Η τιμωρία είναι συχνά δυσανάλογη του παραπτώματος και δεν αφήνει κανένα περιθώριο για επανόρθωση. Είναι αυτό δικαιοσύνη; Για μένα, το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ο φόβος που γεννά αυτή η κουλτούρα. Στο σχολείο μαθαίνω ότι ο διάλογος και η ανταλλαγή απόψεων αποτελούν τη βάση της δημοκρατίας.

Πώς μπορώ, όμως, να κάνω ελεύθερο διάλογο όταν φοβάμαι ότι μια λάθος λέξη μπορεί να με στοχοποιήσει; Πώς θα τολμήσω να κάνω λάθη – που είναι απαραίτητα για να μάθω – αν το κάθε λάθος καταγράφεται για πάντα και μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον μου; Αυτός ο φόβος οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην αυτολογοκρισία. Αντί να συζητώ ανοιχτά, σιωπώ για να είμαι ασφαλής.

Ισως, λοιπόν, το πρόβλημα να μην είναι το «τι» ζητάμε, αλλά το «πώς» το κάνουμε. Η ανάγκη για λογοδοσία είναι πραγματική και δίκαιη. Αλλά η μέθοδος της «ακύρωσης» έχει γίνει τοξική. Ισως πρέπει να σταματήσω να μιλάω για «κουλτούρα της ακύρωσης» και να αρχίσω να χτίζω μια «κουλτούρα της ευθύνης». Μια κουλτούρα όπου οι άνθρωποι αναλαμβάνουν την ευθύνη για τα λόγια και τις πράξεις τους, αλλά τους δίνεται και η δεύτερη ευκαιρία να μάθουν, να αλλάξουν και, γιατί όχι, να συγχωρεθούν.

Ως η γενιά που κληρονομεί αυτόν τον ψηφιακό κόσμο, έχουμε χρέος να τον κάνουμε καλύτερο. Ας χρησιμοποιήσουμε τη δύναμή μας όχι για να ρίχνουμε ανθρώπους στην ψηφιακή πυρά, αλλά για να χτίζουμε γέφυρες κατανόησης. Γιατί η πραγματική δικαιοσύνη δεν φωνάζει, αλλά συζητά. Και σίγουρα, δεν επιτυγχάνεται με το πάτημα ενός κουμπιού.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ της Άμφισσας που κυκλοφόρησε με «Το Βήμα της Κυριακής» στις 19 Οκτωβρίου 2025.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version