Η απόφαση να πραγματοποιηθεί η COP30 στο Μπελέμ της Βραζιλίας, στην είσοδο του ποταμού του Αμαζονίου, μπορεί να χαρακτηριστεί συμβολική. Παράλληλα, όμως, λειτουργεί και ως υπενθύμιση: Το μέλλον της ανθρωπότητας μπορεί να παίζεται πίσω από κλειστές πόρτες, ωστόσο τα κτίρια που φιλοξενούν τις διασκέψεις για το κλίμα, περιβάλλονται από ζωντανά οικοσυστήματα, κοινότητες και πόλεις ήδη δοκιμάζονται. Η ζωή, με λίγα λόγια, είναι εκεί έξω.
Ο ιστορικός και συγγραφέας Μπεν Γουίλσον, γνωστός για τα best sellers Metropolis: Η ιστορία των πόλεων, της μεγαλύτερης ανακάλυψης του ανθρώπου και Αστική Ζούγκλα: To παρελθόν και το μέλλον της φύσης στις πόλεις (εκδ. Διόπτρα), έχει αφιερώσει την έρευνά του στην ιστορία των πόλεων και στις περίπλοκες σχέσεις τους με το φυσικό περιβάλλον. Η συζήτησή μας λοιπόν, αν και έγινε με αφορμή τη Διάσκεψη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών στη Βραζιλία, αναπόφευκτα πήρε και μια ιστορική διάσταση.
«Αν είμαστε διατεθειμένοι να δούμε καθαρά, η απόφαση να φιλοξενηθεί η COP30 στο Μπελέμ είναι εξαιρετικά σημαντική. Κατ’ αρχάς, βρίσκεται στο σημείο μετάβασης ανάμεσα στο τροπικό δάσος και τον ωκεανό, τα δύο μεγαλύτερα οικοσυστήματα του πλανήτη και τεράστιες δεξαμενές άνθρακα» λέει ο Γουίλσον.
Ομως, το Μπελέμ είναι και κάτι ακόμη: μια πόλη με έντονες κοινωνικές ανισότητες. «Πέρα από τον περιβαλλοντικό της ρόλο, η πόλη φέρει και τα σημάδια της κοινωνικο-οικονομικής ανισότητας και της περιβαλλοντικής υποβάθμισης. Πρέπει να θυμόμαστε ότι ο αγώνας για τη μείωση των εκπομπών πρέπει να συνδέεται με τη δημιουργία πιο δίκαιων και ισότιμων κοινωνιών».
Η λύση βρίσκεται στην ενότητα
Σύμφωνα με τον Μπεν Γουίλσον, το όπλο μας απέναντι στην κλιματική κρίση είναι η ενότητα και υπογραμμίζει ότι ιστορικά υπάρχουν παραδείγματα επιτυχημένης διεθνούς συνεργασίας σε περιβαλλοντικά ζητήματα. «Το Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ (1987) οδήγησε στη σταδιακή κατάργηση ουσιών που καταστρέφουν το όζον. Για τη Συνθήκη της Ανταρκτικής (1959) οι χώρες συμφώνησαν να περιορίσουν την εκμετάλλευση της περιοχής. Ακόμη πιο παλιά, η Σύμβαση για τη Γούνα της Φώκιας του Βόρειου Ειρηνικού (1911) αποτέλεσε μια πρώιμη διεθνή συμφωνία για την προστασία άγριας ζωής. Στις αρχές του 19ου αιώνα, κράτη της Βόρειας Ευρώπης συνεργάστηκαν για τη ρύθμιση μεγάλων ποτάμιων συστημάτων».
Το συμπέρασμα, λοιπόν, είναι ότι μπορούμε να δράσουμε αποτελεσματικά όταν το πρόβλημα ορίζεται με σαφήνεια και οι ευθύνες κατανέμονται εξίσου καθαρά. Ωστόσο, η σύγχρονη Ιστορία μας χαρακτηρίζεται από εκμετάλλευση και ιδιοτέλεια. Η αλλαγή είναι εφικτή, αλλά απαιτεί πολιτική βούληση και διπλωματία σε κλίμακα που σήμερα, στο 2025, μοιάζει δύσκολη. Ο Γουίλσον ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για το πώς συγκεκριμένες χώρες έχουν ξανασκεφτεί τη σχέση τους με τη φύση, με την Ολλανδία, όπως λέει, να αποτελεί παράδειγμα για τις υπόλοιπες χώρες του κόσμου. «Αναδιαμόρφωσε πλήρως τη φύση προκειμένου να φθάσει στην οικονομική ανάπτυξη. Ολόκληρη η ακτογραμμή της, τα ποτάμια της και μεγάλο μέρος της γης της είναι τεχνητά. Κι όμως, παρά το έντονο ανθρώπινο αποτύπωμα, είναι από τις πιο βιοποικιλόμορφες χώρες της Ευρώπης. Αυτό πρέπει να μας εμπνέει. Ενα από τα πιο “μηχανικά” τοπία στον κόσμο κατάφερε να ενσωματώσει οικοσυστήματα μέσα στο τεχνητό περιβάλλον».
Το ίδιο συμβαίνει και στη Σιγκαπούρη. Παρά την αποικιακή της ιστορία και τη ρύπανση του φυσικού της περιβάλλοντος, δημιούργησε μια νέα, αστική μορφή φύσης. Το προ-αποικιακό τοπίο ίσως δεν επιστρέψει ποτέ, «αλλά η νέα αυτή φύση είναι υπαρκτή και ζωντανή. Αυτό πρέπει να είναι το πνεύμα της COP30: να αναγνωρίσουμε την κλίμακα της ζημιάς και να δημιουργήσουμε έναν καλύτερο κόσμο».
«Πιο αποδοτικές και πιο βιώσιμες»
Στο Metropolis o Γουίλσον περιγράφει τις πόλεις ως τη σημαντικότερη εφεύρεση της ανθρωπότητας. Αν η COP30 θέλει να ανανεώσει το όραμα για το μέλλον του πλανήτη, μένει να δούμε τον ρόλο τους. «Η ιστορία των πόλεων είναι μια ιστορία συνεχούς προσαρμογής. Τώρα πρέπει να προσαρμοστούν ξανά για να επιβιώσουν. Ισως η αλλαγή πρέπει να ξεκινήσει σε τοπικό επίπεδο: να κάνουμε τις πόλεις πιο αποδοτικές ενεργειακά και πιο βιώσιμες. Οι λύσεις που βασίζονται στη φύση, όπως είναι τα αστικά δάση, οι αναγεννημένοι υγρότοποι και τα ζωντανά ποτάμια, μπορούν να εφαρμοστούν γρήγορα. Οι πόλεις είναι τα εργαστήρια της αλλαγής και πρέπει να τις δούμε ως τέτοιες».
Ενας από τους πιο γνωστούς προβληματισμούς του ανθρώπου έχει να κάνει με την καινοτομία που εμφανίζεται στις πόλεις και αν αυτή μας οδήγησε στην κλιματική κρίση. Ο Γουίλσον θεωρεί πως «το πρόβλημα δεν είναι η καινοτομία αυτή καθαυτήν, αλλά οι ιδέες, η πολιτική και η οικονομία που τη συνοδεύουν. Οταν τη χρησιμοποιούμε για εκμετάλλευση και άντληση πόρων, φθάνουμε στο απόλυτο σημείο κρίσης. Η ισορροπημένη συμβίωση με τη φύση είναι πολύ δύσκολη. Αλλά στο τέλος η καινοτομία είναι η μόνη μας ελπίδα».
Στο βιβλίο του Αστική Ζούγκλα, η φύση δεν έφυγε ποτέ από τις πόλεις, το ζήτημα είναι πώς μπορεί αυτή η οπτική να αναδιαμορφώσει τον τρόπο που σχεδιάζουμε και εφαρμόζουμε πολιτικές για το κλίμα. «Η αναγνώριση ότι η φύση ήταν πάντα δίπλα μας αλλάζει τη ηθική διάσταση της κλιματικής πολιτικής. Η αφήγηση μετατοπίζεται από την αποκατάσταση της ζημιάς στη βαθύτερη σχέση συνύπαρξης που ήδη υπάρχει μέσα στις πόλεις. Η κλιματική πολιτική, επομένως, δεν πρέπει να στοχεύει στο να “επιστρέψει η φύση”, αλλά να συνεργαστεί με αυτή που ήδη υπάρχει: μικροοργανισμούς που δεσμεύουν άνθρακα, δέντρα στους δρόμους, ποτάμια και κοινότητες ανθρώπων που ζουν σε αυτά τα δίκτυα. Είναι επιζήμιο να θεωρούμε τη ζωή του ανθρώπου και τα οικοσυστήματα ασύμβατα. Μπορούμε να ζούμε μαζί» επισημαίνει ο Γουίλσον.
Μην ξεχνάμε πως οι πόλεις δεν είναι ουδέτερες συστάδες κτιρίων· είναι φυσικές εκφράσεις συλλογικών επιδιώξεων. «Στην εποχή της κλιματικής κρίσης, η αστική ηθική πρέπει να εξετάζει πώς το χτισμένο περιβάλλον διαμορφώνει όχι μόνο τη ροή άνθρακα αλλά και τον πολίτη: αν καλλιεργεί ενσυναίσθηση, εγκράτεια και οικολογική γνώση» καταλήγει ο Γουίλσον.
Και αυτός είναι ένας καλός αφετηριακός προβληματισμός για τη διάσκεψη στη Βραζιλία.
