Eντουαρντ Σετσιένσκι: Κλειδί η επιστροφή σε όσα μας ένωναν την πρώτη χιλιετία

Ο καθηγητής Eντουαρντ Σετσιένσκι πιστεύει πως η σύγχρονη έμφαση στη Νίκαια είναι καλός δρόμος για να πάμε πίσω στην κοινή υιοθέτηση του Συμβόλου της Πίστεως του 4ου αιώνα

Eντουαρντ Σετσιένσκι: Κλειδί η επιστροφή σε όσα μας ένωναν την πρώτη χιλιετία

Ο Έντουαρντ Σετσιένσκι, καθηγητής Θρησκείας και Βυζαντινού Πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο του Στόκτον στο Νιου Τζέρσεϊ έχει συγγράψει μία σημαντική τριλογία βιβλίων, που θεωρούνται έργα αναφοράς, για το σύνολο των ζητημάτων που διαιρούν τους Ορθοδόξους και τους Ρωμαιοκαθολικούς, όπως το παπικό πρωτείο, το «Φιλιόκβε», το «καθαρτήριο πυρ» και τις εθιμικές διαφοροποιήσεις.

H σχετική σειρά επιδραστικών έργων, η οποία θα συνεχιστεί, περιλαμβάνει τα: Filioque: Η Ιστορία μιας Δογματικής Διένεξης [Filioque: The History of a Doctrinal Controversy, Oxford University Press, Οξφόρδη, 2010], Ο Παπισμός και οι Ορθόδοξοι: Πηγές και Ιστορία ενός Διαλόγου [The Papacy and the Orthodox: Sources and History of a Debate, Oxford University Press, Οξφόρδη, 2017], Γενειάδες, Άζυμα και Καθαρτήριο: Τα άλλα ζητήματα που διαίρεσαν την Ανατολή και τη Δύση [Beards, Azymes and Purgatory: The other issues that divided East and West, Oxford University Press, Οξφόρδη, 2022]. Η τριλογία αυτή περιέχει την πλέον συστηματική εξέταση της ιστορικής εξέλιξης των  διαφορών που διαίρεσαν Ορθοδόξους και Ρωμαιοκαθολικούς, με τρόπο που να γίνεται σαφές και ποιο ήταν ιστορικώς το αρχικό κοινό έδαφος Ανατολής και Δύσης και με ποιον τρόπο εξελίχθηκαν οι διαφοροποιήσεις που κατέστησαν διαιρέσεις.

Καθώς μία κυρίαρχη λογική που ακολουθείται στους διαλόγους είναι η επίλυση των διαφορών να συμβεί μέσα από την επιστροφή στα όσα ίσχυαν στην κοινή πρώτη χιλιετία πριν από το Σχίσμα, το έργο ιστορικών, όπως ο Έντουαρντ Σετσιένσκι, αποκτά μεγάλη σημασία, επειδή συχνά η λύση αναζητείται στη διακρίβωση του τι συνέβαινε ιστορικώς και όχι σε μια θεολογική ή φιλοσοφική επίλυση.

Η Σύνοδος της Νίκαιας βρίσκεται στο επίκεντρο αυτής της αναζήτησης και το 2025 ο καθηγητής Σετσιένσκι συνδιοργάνωσε το επιστημονικό συνέδριο Για το Μέλλον της Μίας Καθολικής Εκκλησίας: Σαρκωμένη πραγματικότητα και εσχατολογική ελπίδα (Πανεπιστήμιο του Στόκτον/ University College London / Catholic Pacific College, Σύρος, 29/5-2/6). Υπήρξε, επίσης, κύριος ομιλητής στο Συνέδριο Η Νίκαια και η Εκκλησία της τρίτης χιλιετίας: Προς την ενότητα Καθολικών και Ορθοδόξων (ΙΟΤΑ/ Angelicum, Ρώμη 4-7/6/2025).

Εξήγησε για το «Βήμα» ποιες είναι αυτή τη στιγμή οι σημαντικότερες προτάσεις επίλυσης των κυριότερων διαφορών μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών.

Παπικό πρωτείο: Διακονία ενότητας χωρίς παγκόσμια δικαιοδοσία

Ως προς το πώς εννοούμε το λεγόμενο «παπικό πρωτείο», υπάρχει κοινό έδαφος μεταξύ Ορθοδόξων και Καθολικών;  

Ακόμη και οι Ορθόδοξοι αναγνωρίζουν ότι ένα είδος παπικού πρωτείου εξασκείτο κατά την κοινή πρώτη χιλιετία. Το κλειδί για την ενότητα είναι να επιστρέψουμε σε αυτήν την κοινή πρώτη χιλιετία και να δούμε τι νόημα είχε τότε το παπικό πρωτείο. Έχουν υπάρξει δύο σημαντικές δηλώσεις, της Ραβέννας (2007) και της Αλεξάνδρειας (2023), οι οποίες συντάχθηκαν από τη «Διεθνή Επιτροπή για τον Θεολογικό Διάλογο ανάμεσα στην Καθολική Εκκλησία και την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία» και συνέβαλαν αποφασιστικά στη διασαφήνιση του θέματος. Το συμπέρασμα είναι ότι υπήρξε ένα είδος παγκόσμιου πρωτείου, το οποίο, όμως, δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη παγκόσμια δικαιοδοσία. Αυτή η διάκριση είναι η βάση για να συνεχίσουμε τη συζήτηση. Οι Ορθόδοξοι καλούνται να αναγνωρίσουν ότι το παπικό πρωτείο είναι κάτι παραπάνω από «πρωτείο τιμής», δηλαδή μια απλή τιμή χωρίς άλλο περιεχόμενο. Οι Ρωμαιοκαθολικοί καλούνται να αναγνωρίσουν ότι στην πρώτη χιλιετία δεν υπήρχε παγκόσμια δικαιοδοσία του Πάπα Ρώμης. Εφόσον εμπεδωθεί αυτή η διπλή αναγνώριση, -και έχουν γίνει βήματα προς αυτό-, θα συζητήσουμε ποιος θα ήταν ο ρόλος του επισκόπου Ρώμης σε μια μελλοντική ενωμένη Εκκλησία, όπου θα ασκούσε ένα πρωτείο με κάποιο είδος αυθεντίας, αλλά όχι κατ’ ανάγκη μια άμεση παγκόσμια δικαιοδοσία.

Ποια είναι τα βασικά πορίσματα της δικής σας επιστημονικής μελέτης για την εξέλιξη του «παπικού πρωτείου» και πώς θα μπορούσαμε να επιστρέψουμε σε μια κοινή κατανόηση Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών για τον ρόλο του Πάπα, όπως αυτή που ίσχυε την εποχή της Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας;

Η Σύνοδος της Σαρδικής (343) χορήγησε στον Πάπα Ρώμης ένα είδος δικαιώματος να διερευνά διενέξεις που δοκίμαζαν την Εκκλησία. Λ.χ. ο Μέγας Αθανάσιος [298-373] απευθύνθηκε όντως στον Πάπα Ρώμης. Υπήρχε, λοιπόν, και στην αρχέγονη Εκκλησία μία ευθύνη του Πάπα Ρώμης για τη διακονία της ενότητας της Εκκλησίας. Ακόμη και στις κατοπινές διενέξεις Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, οι Ορθόδοξοι δεν αμφισβητούσαν ότι ο Πάπας διέθετε ένα είδος οικουμενικής αυθεντίας για να εξετάζει αιτήματα λ.χ. ιεραρχών που τους είχαν αρνηθεί τη θέση τους. Βεβαίως, αυτή η ιστορική πραγματικότητα οδήγησε κάποιους Πάπες να τη χρησιμοποιούν ακόμη και προληπτικά, όπως λ.χ. ο Πάπας Λέων Α΄ [π.400-461] ή ο Πάπας Γρηγόριος [π.540-604], οι οποίοι θεώρησαν ότι η διακονία τους ήταν να εξασφαλίσουν την ενότητα της Εκκλησίας, παρεμβαίνοντας όπου αυτή επαπειλείτο. Κάπως έτσι φτάνουμε στον 11ο αιώνα στις μεταρρυθμίσεις του Πάπα Λέοντος Θ΄ [1002-1054] και του Γρηγορίου Ζ΄ [1015-1085], κατά τις οποίες ο Πάπας Ρώμης διαθέτει τρόπον τινά μια οικουμενική αυθεντία και ισχύ να διακονεί την ενότητα της Εκκλησίας παντού στον κόσμο. Αυτή η τελευταία εκδοχή είναι που κυρίως προβληματίζει τους Ορθόδοξους, επειδή δεν θέλουν να είναι υποκείμενοι σε μα παρόμοια παγκόσμια αυθεντία και έτσι συμβαίνει συχνά μια απόρριψη της παπικής αυθεντίας εν γένει. Θεωρώ ότι είναι κυρίως με τη Γρηγοριανή μεταρρύθμιση που ο παπισμός αποκτά αυτοσυνειδησία ως ένας συνολικός θεσμός που δεν αφορά απλώς στην τοπική Εκκλησία της Ρώμης. Δηλαδή πλέον συμπίπτουν στο εκάστοτε πρόσωπο του Πάπα οι ιδιότητες του επισκόπου Ρώμης, αλλά και του επικεφαλής της Εκκλησίας με την αυθεντία να εξασκεί εξουσία στην παγκόσμια Εκκλησία. Αυτή η ανάληψη παγκόσμιας οικουμενικής αποστολής είναι που αλλοτρίωσε την Ανατολή από τη Δύση. Για να το θέσω αλλιώς, είναι άλλο να πει κανείς ότι ο Πάπας Ρώμης διαθέτει ένα είδος οικουμενικής διακονίας για την εξασφάλιση της ενότητας. Και είναι άλλο να πει κανείς ότι ο Πάπας έχει παγκόσμια δικαιοδοσία, την οποία λ.χ. μπορεί να εξασκεί επί των άλλων Πατριαρχών και ιεραρχών οποτεδήποτε θελήσει. Σημειωτέον ότι μία προτύπωση αυτού του ζητήματος βλέπουμε ήδη τον 9ο αιώνα στη διένεξη μεταξύ του Μεγάλου Φωτίου Κωνσταντινουπόλεως [820-893] και του αγίου Ιγνατίου Κωνσταντινουπόλεως [799-878], όπου υπήρξε μια διαφωνία περί του ποιος είναι ο νόμιμος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και ο Πάπας Ρώμης θεώρησε ότι διέθετε το δικαίωμα να κρίνει. Όμως οι Κωνσταντινοπολίτες αντέτειναν ότι πρόκειται για ένα εσωτερικό θέμα της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως. Υπήρξε, επομένως, μια διαφορά κατανόησης ήδη τον 9ο αιώνα, η οποία, όμως, παγιώθηκε από τον 11ο.

Πού βρίσκεται η συζήτηση περί του αν ο Πάπας Ρώμης διαθέτει «δικαίωμα εκκλήτου», δηλαδή δικαίωμα να κρίνει «εκκλήσεις» από όλες τις κατά τόπους Εκκλησίες;

Υπάρχει μια συζήτηση για το τι δικαιώματα θα έπρεπε να έχει ο Πάπας Ρώμης σε μια μελλοντική ενωμένη Εκκλησία. Ένα από αυτά είναι το λεγόμενο «δικαίωμα εκκλήτου». Και ένα άλλο είναι η σύγκληση συνόδου. Στο Βυζάντιο, οι Οικουμενικές Σύνοδοι είχαν συγκληθεί από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα, ο οποίος, όμως, δεν υπάρχει πια. Σήμερα, λοιπόν, θα μπορούσε να συγκαλεί ο Πάπας τις γενικές συνόδους, δηλαδή τις σημαντικές συνόδους με συμμετοχή εκπροσώπων από όλες τις Εκκλησίες, βεβαίως κατ’ ελπίδα σε στενή συνεργασία με τους αδελφούς Πατριάρχες και επισκόπους. Αν, πάντως, σκεφτούμε το ζήτημα, οι δύο αυτές ιδιότητες, δηλαδή το «δικαίωμα εκκλήτου» και η σύγκληση γενικών συνόδων, συνδέονται όχι μόνο με τον Πάπα Ρώμης, αλλά με την έννοια του «πρωτείου» εν γένει. Δηλαδή και σήμερα που δεν υπάρχει ενότητα με τους Ρωμαιοκαθολικούς, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, που διαθέτει το πρωτείο στην Ορθοδοξία, θεωρεί ότι έχει «δικαίωμα εκκλήτου» και σύγκλησης πανορθοδόξων συνόδων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης ήταν αυτός που συγκάλεσε την Πανορθόδοξο Σύνοδο στην Κρήτη το 2016. Εντός της Ορθοδοξίας υπάρχουν, βεβαίως, και φωνές αμφισβήτησης σε αυτά τα θέματα. Παραμένει το γεγονός ότι στη σημερινή συζήτηση για τη διαχριστιανική ενότητα, ανακύπτει το ζήτημα ποιες είναι οι ιδιότητες που θα είχε ο Πάπας Ρώμης σε μια ενωμένη Εκκλησία, ακόμη και αν δεν είχε μια ισχυρή παγκόσμια δικαιοδοσία, όπως έχει σήμερα για τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησίων. Μεταξύ αυτών των ιδιοτήτων, που θα μπορούσε να έχει ο Πάπας, αναφέρονται το δικαίωμα εκκλήτου, η σύγκληση γενικών συνόδων και ίσως ακόμη και η προεδρεία σε αυτές τις γενικές συνόδους.

«Φιλιόκβε»: Τι σημαίνει η συμβιβαστική έκφραση «διά του Υιού»

Η σημαντικότερη δογματική διαφορά είναι το λεγόμενο «Φιλιόκβε». Οι Ρωμαιοκαθολικοί θεωρούν ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται «εκ του Πατρός και εκ του Υιού» (Filioque), ενώ οι Ορθόδοξοι μόνο «εκ του Πατρός». Πού βρίσκεται ο διάλογος αυτή τη στιγμή;

Εδώ υπάρχει κάτι πολύ απλό που μπορεί και πρέπει να γίνει άμεσα: Να αφαιρεθεί η λέξη «Filioque» από το Σύμβολο της Πίστεως των Ρωμαιοκαθολικών. Στο Σύμβολο της Πίστεως της Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως, δηλαδή στο γνωστό μας «Πιστεύω», δεν υπάρχει το «Φιλιόκβε». Η σύγχρονη έμφαση στη Νίκαια είναι ένας καλός δρόμος, για να πάμε πίσω στην κοινή υιοθέτηση του Συμβόλου της Πίστεως χωρίς μεταγενέστερες προσθήκες. Τώρα, αν οι Ρωμαιοκαθολικοί προχωρούσαν σε μια παρόμοια γενναία κίνηση καλής θελήσεως να αφαιρέσουν το «Φιλιόκβε», θα ήταν δίκαιο και οι Ορθόδοξοι να αναγνωρίσουν ότι κατά την κοινή πρώτη χιλιετία υπήρχε και στην ελληνόφωνη Ανατολή μια θεολογία της «ουσιώδους προόδου» του Αγίου Πνεύματος «εκ του Πατρός διά του Υιού». Την αναπτύσσει ο ίδιος ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής [π.580-662], ένας ελληνόφωνος θεολόγος εγνωσμένης Ορθοδοξίας. Η λεγόμενη «ουσιώδης πρόοδος» αφορά στην κοινή ουσία της Αγίας Τριάδας, δηλαδή σε αυτό που η σύνοδος της Νικαίας ονόμασε «ομοούσιον». Δεν έχει καμία σχέση με την αιτιότητα των προσώπων, όπως το λατινικό «Φιλιόκβε» μετά το Σχίσμα. Δηλαδή, η έκφραση «εκ του Πατρός διά του Υιού» δεν σημαίνει καθόλου ότι ο Υιός είναι ως πρόσωπο η αιτία του Αγίου Πνεύματος. Σημαίνει απλώς μια κοινότητα της θείας ουσίας, για αυτό και ομιλούμε για «ουσιώδη πρόοδο εκ του Πατρός διά του Υιού», η οποία διαφέρει από την «προσωπική/υποστατική εκπόρευσιν εκ του Πατρός». Η Ορθόδοξη θέση είναι ότι μόνο ένα πρόσωπο, ο Πατήρ, μπορεί να είναι προσωπική αιτία ενός άλλου, και αυτήν την προσωπική αιτιότητα δεν μπορεί να τη μοιραστεί. Όμως, η έκφραση «εκ του Πατρός διά του Υιού» δεν αφορά σε αυτό, δηλαδή στην προσωπική αιτιότητα, αλλά στην κοινότητα της ουσίας. Σε αυτήν την έκφραση «εκ του Πατρός διά του Υιου», όπως ακριβώς την εννοεί ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής και την εξηγεί σε επιστολή του, μπορεί να βασιστεί μια συμφωνία. Είναι πολύ σημαντικό ότι ένας κορυφαίος Ρωμαιοκαθολικός θεολόγος, ο Τζούλιο Μασπέρο, έχει γράψει ένα επιδραστικό βιβλίο που αποτελεί την τελευταία λέξη της βιβλιογραφίας επί του θέματος από ρωμαιοκαθολικής πλευράς και όπου αναζητεί τη θεολογία των Ελλήνων Πατέρων της πρώτης χιλιετίας και δέχεται τις διατυπώσεις του αγίου Μαξίμου Ομολογητή ως τη βάση της επίλυσης [Giulio Maspero, Rethinking the Filioque with the Greek Fathers, Eerdmans, Grand Rapids, Michigan, 2023]. Επιμένω, ωστόσο, ότι το σημαντικότερο είναι απλά η κίνηση καλής θέλησης από τη μεριά των Ρωμαιοκαθολικών να αφαιρέσουν το «Φιλιόκβε» από το Σύμβολο της Πίστεως, επιστρέφοντας στη Νίκαια-Κωνσταντινούπολη.

Ωστόσο, μετά το Σχίσμα του 1054 έχει αναπτυχθεί μία ιδιαιτέρως εκτεταμένη θεολογία του «Φιλιόκβε» από τους Ρωμαιοκαθολικούς θεολόγους, όπως λ.χ. ο Ριχάρδος του αγίου Βίκτωρος [+1173] και Θωμάς Ακινάτης [π.1225-1275]. Τι θα κάνουν οι Ρωμαιοκαθολικοί με αυτή τη χιλιετή παράδοση;

Υποθέτω ότι θα ακολουθηθεί η στάση που έχουν οι Ορθόδοξοι ακόμη και σήμερα, δηλαδή ότι κανένας Πατήρ της Εκκλησίας, οσοδήποτε μεγάλη και αν είναι η αυθεντία του, δεν μπορεί να σταθεί πάνω από τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων όλης της Εκκλησίας. Για να φέρω ένα παράδειγμα, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης [335-394], που είναι ένας από τους σημαντικότερους Πατέρες της Εκκλησίας, έχει μια θεωρία για την «αποκατάσταση των πάντων», ότι δηλαδή θα υπάρξει καθολική σωτηρία όλων, το οποίο θεωρείται ατομική θεωρία του και όχι η διδασκαλία της οικουμενικής Εκκλησίας. Στη Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας το 1438-1439, οι Λατίνοι επικαλέστηκαν τα γραπτά του αγίου Γρηγορίου Νύσσης και ο άγιος Μάρκος Εφέσου ο Ευγενικός [1392-1444] απάντησε ότι οι Πατέρες ως άτομα διορθώνονται από τις Οικουμενικές Συνόδους. Και στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία έχει συμβεί θεολόγοι με μεγάλη αυθεντία να έχουν διατυπώσει διδασκαλίες που δεν ακολουθήθηκαν από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία στο σύνολό της. Επομένως, θεωρώ ότι ως προς το «Φιλιόκβε» θα μπορούσε να υπάρξει μια συμφωνία με βάση το πώς κατανοείτο η έκφραση «εκ του Πατρός δια του Υιού» στην κοινή πρώτη χιλιετία, όπως το έχει αναπτύξει ο Ορθόδοξος άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής. Όλες οι διαφορετικές θεολογίες περί Αγίου Πνεύματος που αναπτύχθηκαν μετά το Σχίσμα μπορούν να θεωρηθούν ως ατομικές διδασκαλίες, από τις οποίες θα κρατάμε ως θεμιτό ό,τι μπορεί να εναρμονιστεί με την κοινή εκκλησιαστική διδασκαλία της πρώτης χιλιετίας.

Η αγαμία του κλήρου

Η τριλογία σας για τις διαφορές Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών θα συμπληρωθεί από τέταρτο τόμο για το έγγαμο ή άγαμο του κλήρου. Είναι το θέμα αυτό σημαντικό στον διάλογο; Ποια είναι τα πορίσματα της τρέχουσας έρευνάς σας;

Η διαφορά είναι ότι στους Ρωμαιοκαθολικούς υπάρχει γενική αγαμία του κλήρου, ενώ στους Ορθοδόξους άγαμοι είναι μόνο οι επίσκοποι. Στο έργο μου εξετάζω ιστορικώς τι συνέβαινε στην αρχέγονη Εκκλησία. Με βάση την Καινή Διαθήκη, υπήρχε μια τιμή προς την παρθενία και την εγκράτεια. Στην Ανατολή, αυτό σήμαινε, μεταξύ άλλων, μια ορισμένη χρονικώς εγκράτεια των κληρικών πριν από την τέλεση του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Ενώ για τους επισκόπους αυτό κατέληξε να σημαίνει μια ισόβια αγαμία, υπό την έννοια ότι ο επίσκοπος είναι ο πατέρας μιας ολόκληρης κοινότητας. Στη Δύση, με την πάροδο των αιώνων, η ορισμένη χρονικώς εγκράτεια μετατράπηκε σε διαρκή εγκράτεια και, εντέλει, στην απαίτηση όλοι οι κληρικοί να είναι άγαμοι. Η διαφορά αυτή οδήγησε σε έντονους διαλόγους μεταξύ Ανατολικών και Δυτικών στον Μεσαίωνα. Σήμερα η διαφορά αυτή δεν αποτελεί εμπόδιο για την ενότητα. Όλοι οι Χριστιανοί αναγνωρίζουν τη σημασία που έχει η παρθενία και η εγκράτεια για την πνευματική ζωή. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία έχει εντός της τους λεγόμενους «Ελληνόρρυθμους» κληρικούς, οι οποίοι, ακολουθώντας το ανατολικό τυπικό, λειτουργική ζωή και έθιμα (αλλά τη ρωμαιοκαθολική δογματική με υπαγωγή στον Πάπα), έχουν τη δυνατότητα να συνάψουν γάμο, όπως οι Ορθόδοξοι πρεσβύτεροι και διάκονοι. Με αυτήν την έννοια, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δεν έχει πρόβλημα να αποδεχθεί τον έγγαμο κλήρο, όπως υπάρχει στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Παρεμπιπτόντως, έχει ενδιαφέρον και μια άλλη λεπτομέρεια: Στην Ανατολή μπορούσαν αρχικώς να είναι έγγαμοι και οι επίσκοποι, όπως έχει αναπτύξει σε ένα ενδιαφέρον άρθρο του ο Σωτήρης Μητραλέξης, ο συνδιοργανωτής του Συνεδρίου που κάναμε στη Σύρο για το μέλλον του διαχριστιανικού διαλόγου [«The marriage of bishops in the (Greek) Orthodox Church», International Journal of Orthodox Theology 7:4 (2016), σ. 205-218]. Η υποχρεωτική αγαμία των επισκόπων επικράτησε στην Ανατολή μετά τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό και φαίνεται ότι είχε κυρίως πολιτικούς λόγους, όπως λ.χ. την άρση της οικογενειοκρατίας στους ανώτερους κληρικούς στο πλαίσιο της αυτοκρατορίας. Η θεολογική θεμελίωση δεν φαίνεται ιδιαίτερα ισχυρή: Αν επιτρέπεις στους πρεσβυτέρους να νυμφεύονται, γιατί όχι και στους επισκόπους; Ένας πρεσβύτερος είναι επίσης πατέρας εκκλησιαστικής κοινότητας.

Η μετατόπιση των Ρωμαιοκαθολικών περί «καθαρτηρίου πυρός»

Το τρίτο βιβλίο της τριλογίας σας, Γενειάδες, Άζυμα και Καθαρτήριο: Τα άλλα ζητήματα που διαίρεσαν την Ανατολή και τη Δύση, προβαίνει σε συνολική εξέταση ελασσόνων εθιμικών και θεολογικών διαφορών. Σε αυτές υπάρχει σύγκλιση ή συμφωνία;

Έχει ενδιαφέρον ότι ενώ σήμερα μόνο δύο διαφορές θεωρούνται ως θεμελιώδη εμπόδια για την ενότητα, δηλαδή το «παπικό πρωτείο» και το «Φιλιόκβε», αν κοιτάξει κανείς τα μεσαιωνικά κείμενα, η εικόνα είναι τελείως διαφορετική. Τα θέματα που κατακλύζουν τα γραπτά είναι διαφορές, όπως οι γενειάδες των Ορθόδοξων κληρικών, το ένζυμο ή άζυμο ψωμί και η Ρωμαιοκαθολική διδασκαλία περί «καθαρτηρίου πυρός». Αυτό το πόρισμα από την ιστορική μου έρευνα δείχνει πόσο αλλάζουν οι νοοτροπίες και πώς πράγματα που φαίνονται σημαντικές διαφορές σε μια εποχή χάνουν τη σημασία τους σε μια άλλη και αντιστρόφως. Σήμερα κρίνουμε ότι αυτά τα ζητήματα δεν αξίζει να διαρρηγνύουν την ενότητα των Χριστιανών. Στον Μεσαίωνα, όμως, βρίσκονταν στο προσκήνιο! Το «μότο» του βιβλίου μου είναι «οι διαφορές αυτές δεν αποτελούν αναγκαστικά εμπόδια για τη διαίρεση των Χριστιανών, ήταν όμως αυτές που τους διαίρεσαν ιστορικώς». Σε κάθε περίπτωση, ως προς το ζήτημα του λεγομένου «καθαρτηρίου πυρός», -δηλαδή μιας μεθοριακής συνθήκης μεταξύ παράδεισου και κόλασης στην άλλη ζωή-, οι Ρωμαιοκαθολικοί έχουν κάνει σημαντικά βήματα στην ερμηνεία του, προσεγγίζοντας τους Ορθοδόξους. Σήμερα, δεν αποτελεί πια διαιρετικό παράγοντα, όπως ήταν κατά τη Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439). Στην ελληνόφωνη πλευρά, υπήρξαν βεβαίως ιεράρχες, όπως ο Πατριάρχης Πέτρος Γ΄ Αντιοχείας [11ος αιώνας], που αναγνώρισαν ότι επρόκειτο για ελάσσονα ζητήματα και παρότρυναν τους αδελφούς τους στην αλληλοκατανόηση. Εν προκειμένω, η σημερινή Ρωμαιοκαθολική διδασκαλία περί «καθαρτηρίου πυρός» ομοιάζει εντυπωσιακά με τις θέσεις που ανέπτυξε ο άγιος Μάρκος Εφέσου ο Ευγενικός, ο οποίος θεωρείται σύμβολο της Ορθοδοξίας με την κριτική που έκανε στη Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας. Έχει υπάρξει κρίσιμη αλλαγή οπτικής. Κατά τον Μεσαίωνα, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία επικέντρωνε στη δικανική διάσταση του «καθαρτηρίου πυρός» ως τιμωρίας και ανταπόδοσης. Σήμερα, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία επικεντρώνει στη θεραπεία και την κάθαρση, ερχόμενη έτσι κοντά στην Ορθόδοξη παράδοση που είναι περισσότερο θεραπευτική παρά δικανική. Το κομβικό πρόσωπο εν προκειμένω είναι ο Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ΄ (Ράτσινγκερ) [1927-2022], ο οποίος στα θεολογικά του έργα, δεν θεωρεί το «καθαρτήριο» ως έναν τόπο τιμωρίας, όπου το «πυρ» έχει ρόλο βασανιστηρίου, αλλά ομιλεί αντιθέτως για το θεραπευτικό και καθαρτήριο πυρ που είναι η ίδια η παρουσία του αναστάντος Χριστού και η συνάντηση μαζί του. Αυτή, όμως, η έμφαση στην εσχατολογική πανταχού παρουσία του Χριστού είναι ένα στοιχείο κατ’ εξοχήν της ορθόδοξης εσχατολογίας.

Τελικά, τι μπορούμε να περιμένουμε από τη δυναμική που έχει δημιουργηθεί το 2025 γύρω από την επέτειο των 1700 χρόνων από την Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας;

Ως κάποιος που έχω ασχοληθεί τόσο με τους οικουμενικούς διαλόγους όσο και με τη δογματική θεολογία, θεωρώ ότι το να κοιτάξουμε στο παρελθόν μας προσφέρει την καλύτερη ελπίδα μας για το μέλλον. Αυτό ισχύει κατ’ εξοχήν για την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας, η οποία υπήρξε μια κομβική στιγμή όπου συνήλθε «επί το αυτό» η ανά τον κόσμον Εκκλησία, για να συζητήσει το πιο σημαντικό ερώτημα: Την οντολογική ταυτότητα του Ιησού Χριστού. Οι Χριστιανοί μπορούμε να αξιοποιήσουμε τη Σύνοδο αυτή ως ένα πρότυπο για το πώς μπορούμε να συνερχόμαστε και να συζητάμε τα κρίσιμα ερωτήματα που μας απασχολούν, είτε είναι δογματικά, είτε είναι ηθικά και μαρτυρίας στον σύγχρονο κόσμο.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version