Σε απόμακρο, ξεχασμένο από τους στεριανούς ακρωτήρι, εκεί που άνεμοι μαίνονται και το πέλαγο γαλήνη δεν γνωρίζει, υψωνόταν κάποτε ένας πέτρινος φάρος.
Ολημερίς κι ολονυχτίς τα μανιασμένα κύματα μιας ατίθασης θάλασσας ορμούσαν αφρισμένα πάνω του και τον μαστίγωναν λες και ήθελαν να τον ξεριζώσουν από την αιώνια σκοπιά του. Μα εκείνος, δεμένος με τον βράχο, έστεκε αγέρωχος, φύλακας του πελάγους.
Αμέτρητοι οι προδοτικοί ύφαλοι και φρενιασμένες οι ρουφήχτρες που παραμόνευαν στα ύπουλα βάθη, έτοιμες να καταπιούν καράβια και ψυχές. Πόσοι και πόσοι ναυτικοί δεν είχαν σωθεί από βέβαιο χαμό, χάρη στην παρήγορη φεγγοβολιά του πέτρινου φάρου, που με λόγχες φωτός χάραζε μονοπάτια σωτηρίας στο σκοτάδι.
Χρόνια τώρα ο φαροφύλακας με αφοσίωση περισσή φρόντιζε τον φάρο. Καθάριζε τις πέτρες, που το μαύρο αλάτι του ζόφου στίλβωνε τα κάτοπτρα, ώσπου άστραφταν σαν πάχνη αυγινή, έλεγχε με προσοχή κάθε τροχαλία, κάθε γρανάζι, αφουγκραζόταν κάθε ανησυχητικό τριγμό στα ανεμοδαρμένα τοιχώματα, επιδιόρθωνε τις ρωγμές που χάραζε ο χρόνος.
Κι όμως, δεν ήταν απόλυτα ικανοποιημένος από τη ζωή του. Μια ανεξήγητη ανησυχία φούντωνε κάθε τόσο σαν κύμα μέσα του. Κάτι του έλειπε, κάτι απροσδιόριστο σαν μακρινή μελωδία που είχε ακούσει κάποτε και δεν μπορούσε να ανακαλέσει.
Ο φάρος ήταν πιστός φίλος, μα η ψυχή του κάτι περισσότερο αποζητούσε.
«Στους ωκεανούς και τα πέλαγα της οικουμένης ορθώνονται κι άλλοι φάροι όμοιοι με τον δικό μου», συλλογιόταν τις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς του. «Τίποτα δεν έχει το ξεχωριστό. Τίποτα το θαυμαστό, κάτι να αφήνει τους θαλασσοπόρους έκθαμβους, να κάνει τις καρδιές τους να ριγούν, να χαράζεται ανεξίτηλα στη μνήμη τους, θαλασσινούς θρύλους να υφαίνει, σε λιμάνια και καπηλειά να τραγουδιέται».
Ενα απόβραδο, φορτωμένο ομίχλη, που ανέβηκε να ελέγξει τα κάτοπτρα, παραξενεύτηκε: οι φωτεινές αναλαμπές έμοιαζαν αδύναμες, σαν να είχαν κουραστεί από την ίδια τη μονοτονία τους. Και τότε γεννήθηκε μέσα του μια παράτολμη ιδέα· με ποιο τρόπο να κάνει τον φάρο του μοναδικό. Τη ιδία νύχτα εκείνη, ένιωσε τον βοριά που λυσσομανούσε να τον ορμηνεύει: «Τόλμησέ το».
Μάζεψε όσα βιβλία κατάφερε να βρει για την τέχνη των Απόκρυφων Πυροτεχνημάτων· χειρόγραφα αφορισμένων μοναχών, παμπάλαια ημερολόγια αφανισμένων πυροτεχνουργών, απαγορευμένες περγαμηνές μυστικών αδελφοτήτων, καψαλισμένα συγγράμματα καταδικασμένων στην πυρά για βλασφημία αλχημιστών που ανάσαιναν στραμόνιο και θειάφι.
Με άσβεστο ζήλο μελέτησε ώσπου η γνώση να ριζώσει μέσα του. Επινοούσε, σημείωνε, διέγραφε, ξανάρχιζε. Πειραματίστηκε αμέτρητες φορές, τόσες που τα δάχτυλά του γέμισαν καψίματα. Και ύστερα από χρόνια εξαντλητικής προσπάθειας και αγρύπνιας, κατάφερε να στείλει στον ουρανό το πρώτο του πυροτέχνημα, ένα φωτεινό τετράφυλλο τριφύλλι, που έσβησε σε λιγότερο από μισή στιγμή, αλλά ήταν σίγουρος ότι κάποιο ναυτόπουλο σε κάποιο περαστικό ιστιοφόρο το δίχως άλλο, δεν μπορεί, θα το είχε προσέξει.
Συνέχισε να δουλεύει επίμονα, εξαντλητικά, ώσπου τα πυροτεχνήματα που πλημμύριζαν τα συννεφιασμένα ουράνια γύρω από τον έρημο φάρο ξεσπούσαν όλο και πιο πολύχρωμα, όλο και πιο εντυπωσιακά, όλο και πιο φαντασμαγορικά.
Στεφάνια από ονειρεμένα ρόδια να στροβιλίζονται, ήλιοι από χρυσάνθεμα να εκρήγνυνται, στάχυα από χρυσαφένιες σπίθες ν’ αστραποβολούν, ασημένιες μυγδαλιές να ανθίζουν, να λικνίζονται, να εξαφανίζονται, νούφαρα από φίλντισι και φως να φυλλορροούν, αγριοτριαντάφυλλα να σκορπούν πύρινους σπόρους, μαργαριτάρια να κατρακυλούν στου στερεώματος το μελανό γρανίτη, πεταλούδες ελπίδας να ξεφεύγουν από όνειρα ξωτικών, νεφέλες από βιολέτες να ταξιδεύουν στους λαβύρινθους του γαλαξία, βεντάλιες παγονιών να ξεδιπλώνονται εκθαμβωτικά, τινάζοντας γύρω τους μυριάδες ρινίσματα από σμαράγδια.
Δίνες στο ρόδινο της αυγής, πίδακες στο πορφυρό του κερασιού, νιφάδες στο γαλάζιο της ανεμώνας, έλικες στο κίτρινο του υάκινθου, χείμαρροι στο μενεξεδί της ίριδας, εκρήξεις στο πράσινο του πεύκου της πλαγιάς, ριπές στο πορτοκαλί του λωτού της λησμονιάς, να πλημυρίζουν το στερέωμα, να περιστρέφονται, να ξεδιπλώνονται, να ταξιδεύουν, να διαχέονται αναδεύοντας άπιαστα όνειρα, φανερώνοντας ανείπωτα μυστικά, ξυπνώντας πρωτινές παιδικές λαχτάρες.
Ηταν τόσο υπέροχα, τόσο σαγηνευτικά, τόσο φαντασμαγορικά τα πυροτεχνήματα αυτά, που τα πληρώματα των καραβιών που αρμένιζαν σ’ εκείνα τα νερά, παρατούσαν σχοινιά, πηδάλια, εξάντες, αστρολάβους και λάμπες πορείας, παρατούσαν ό,τι άλλο τύχαινε να τους απασχολεί εκείνη τη στιγμή και απομέναν να κοιτούν με μάτια διάπλατα, στόματα μισάνοιχτα, τα ουράνια, ανίκανοι όλοι να κινηθούν ή να σκεφτούν οτιδήποτε άλλο.
Κι έτσι, ακυβέρνητα, άλλα καράβια κατέληγαν να συντρίβονται στα κοφτερά βράχια κι άλλα να καταποντίζονται στον αφρισμένο κάλυκα κάποιας αχόρταγης ρουφήχτρας, ενώ το πλήρωμα θαύμαζε εκστατικό την πανδαισία των πυροτεχνημάτων.
Πολλές ψυχές χάθηκαν έτσι. Αμέτρητα πλεούμενα βυθίστηκαν στην ανταριασμένη θάλασσα.
Αλλά ο φαροφύλακας δεν έδινε σημασία στα βογκητά των ναυαγών, ούτε στων καραβιών τα συντρίμμια που ξέβραζε το κύμα. Ηταν βαθιά ευτυχισμένος γιατί είχε πραγματοποιήσει το όνειρό του: είχε δημιουργήσει τον πιο υπέροχο, τον πιο μαγευτικό, τον πιο εντυπωσιακό φάρο από τους φάρους όλου του κόσμου, έναν αληθινά αξιοθαύμαστο φάρο.