Ο θάνατος ως παθολογικό σύμπτωμα της πραγματικότητας και της Ιστορίας, ο σωματικός βασανισμός και τα συνακόλουθα ψυχικά του τραύματα, οι ακανθώδεις σχέσεις ανάμεσα στους γονείς και στα παιδιά, οι συνέπειες του Εμφυλίου (1946-1949) για την ελληνική κοινωνία (όταν ξεσπά, καθώς και αργότερα), αλλά και το βάρος της κληρονομιάς που φορτώνουν οι πατεράδες στους γιους τους επί σειρά γενεών είναι τα βασικά θεματικά μοτίβα της πεζογραφίας του Ηλία Μαγκλίνη. Ενα τεχνικό χαρακτηριστικό της δουλειάς του Μαγκλίνη, μαζί με τις πολλαπλές λογοτεχνικές παραπομπές και τη διακειμενική λειτουργία τους, είναι, τα τελευταία τουλάχιστον χρόνια, η μεταβίβαση προσώπων και θεμάτων από μυθιστόρημα σε μυθιστόρημα. Το μόνο της ζωής τους ταξίδι (εκδ. Μεταίχμιο), το τωρινό του μυθιστόρημα, γεννήθηκε στις σελίδες του Είμαι όσα έχω ξεχάσει (2019) κι εκείνο έλκει πάλι την καταγωγή από την Πρωινή γαλήνη (2015). Τα βιβλία αυτά είναι σαν να αποτελούν το ένα προοίμιο του άλλου: με αποκάλυψη της βαθύτερης ρίζας από την οποία ξεπετιέται το μεταγενέστερο από το προγενέστερο (ο αγγλοσαξονικός όρος «prequel» τα λέει εδώ όλα). Ηλίας Μαγκλίνης Το μόνο της ζωής τους ταξίδι. Μικρά Ασία. Οδοιπορικό σε πόλεμο και σε ειρήνη Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2022, σελ. 384, τιμή 17,70 ευρώ Ετσι, ο Νίκος Μαγκλίνης, παππούς του αφηγητή-συγγραφέα, στο Μόνο της ζωής τους ταξίδι παίρνει μέρος στη Μικρασιατική Εκστρατεία του 1919-1922 (μέχρι τη Συνθήκη της Λωζάννης και τη Δίκη των Εξι) ενώ χάνει τη ζωή του στο Είμαι όσα έχω ξεχάσει από χέρι εκτελεστή της ΟΠΛΑ (ένοπλου βραχίονα του ΚΚΕ) το 1944 στο Αγρίνιο. Οσο για τον γιο του, Κώστα Μαγκλίνη, τον πατέρα του συγγραφέα, θα τον βρούμε και στα τρία βιβλία, παρακολουθώντας κάτι σαν μακρινό απόηχο του βίου του στην Πρωινή Γαλήνη, όπου και οι τύχες του Εκστρατευτικού Σώματος Ελλάδας κατά τον Πόλεμο της Κορέας μεταξύ 1950 και 1955. Τα ελάχιστα στοιχεία που είχε ο Μαγκλίνης για την παρουσία του παππού του στη Μικρά Ασία θα αναπληρωθούν στο Μόνο της ζωής τους ταξίδι από μια εξόρμηση στους τόπους τού προ εκατό ετών πολέμου: από το Αφιόν Καραχισάρ μέχρι το Εσκί Σεχίρ και την Προύσα, με κατάληξη στην Κωνσταντινούπολη. Την έλλειψη βιογραφικών τεκμηρίων για τον παππού θα υποκαταστήσουν τα τεκμήρια για τρίτους: επιστολές, ημερολόγια, ιστορικές μελέτες, στρατιωτικά και κρατικά αρχεία, δημοσιογραφικές ανταποκρίσεις, χρονικά και μυθιστορήματα, φωτογραφίες, δημόσια μνημεία, ιατρικά εγχειρίδια και ιατρικές γνωματεύσεις – όλα για το 1922 και τη σκληρή εποχή του. Θα πρέπει στο σημείο αυτό να προσθέσω τη δεξίωση εκ μέρους του Μαγκλίνη του νεαρού Χέμινγκγουεϊ (όσα έγραψε για τον εξαθλιωμένο ελληνικό στρατό στην Αδριανούπολη), του Θανάση Βαλτινού (δεύτερο Συναξάρι Ανδρέα Κορδοπάτη και Ημερολόγιο 1936-2011) και του Γεωργίου Βιζυηνού (για το μοναδικό ταξίδι που έκαναν στη ζωή τους τα αγροτόπαιδα της Μικρασιατικής Εκστρατείας). Το βιβλίο του Ηλία Μαγκλίνη θέλει να αναμετρηθεί με τη λογοτεχνία των τεκμηρίων και το non fiction novel, όπου η διάταξη και ο συντονισμός των τεκμηρίων ξετυλίγουν μια οιονεί μυθοπλαστική ιστορία Βιογραφία, αυτοβιογραφία, ιστορία Βιογραφία (για τον παππού και τον πατέρα), αυτοβιογραφία (με εμπλοκή του συγγραφέα στην αφήγηση μέσω πολλαπλών αναφορών στα δικά του πεπραγμένα), οικογενειακό μυθιστόρημα (με τις τρεις γενιές των Μαγκλίνηδων), διακειμενικό παιχνίδι με την ελληνική και την ξένη λογοτεχνία (πολύ πέραν όσων πρόλαβα να κατονομάσω), ιστοριογραφικό σχεδιάγραμμα, ρεπορτάζ και ερευνητική δημοσιογραφία. Αυτό είναι Το μόνο της ζωής τους ταξίδι. Πρωτίστως, όμως, το βιβλίο του Μαγκλίνη θέλει να αναμετρηθεί με τη λογοτεχνία των τεκμηρίων και το non fiction novel, όπου η διάταξη και ο συντονισμός των τεκμηρίων ξετυλίγουν μια οιονεί μυθοπλαστική ιστορία. Τι ακριβώς, όμως, επιδιώκει να μας πει μια τέτοια ιστορία; Σίγουρα, κάτι διαφορετικό από όσα προβάλλουν τα λογοτεχνικά αρχέτυπα των αρχών και των μέσων του 20ού αιώνα για τη Μικρασιατική Καταστροφή (από τον Στρατή Δούκα και τον Ηλία Βενέζη μέχρι τη Διδώ Σωτηρίου και τον Φώτη Κόντογλου), μιλώντας για τις συνθήκες καταναγκαστικής εργασίας υπό τον τουρκικό ζυγό, θρηνώντας την απώλεια του τρόπου ζωής και της πατρώας γης των ελληνικών πληθυσμών ή πενθώντας γενικότερα για όσα υπέστησαν οι Ελληνες από τους Τούρκους. Ο Μαγκλίνης είναι πιο κοντά στη γραμμή του Βαλτινού: επιμένει στη σωματική οδύνη και στην πολιτική διάψευση της Μικρασιατικής Καταστροφής, αθροίζοντας από τη μια μεριά τους εμπρησμούς και τους ομαδικούς βιασμούς (ανατριχιαστικά και ως έδει παγερές οι εικόνες των ακρωτηριασμένων γυναικείων θηλών) ή τις παντοειδείς κακοποιήσεις που επιβάρυναν τους Ελληνες και συνοψίζοντας από την άλλη τα τρομερά δεινά τους: τη σφοδρή ανυπομονησία των στρατιωτών να απολυθούν, τις λιποταξίες και νευρασθένειές τους ή τη μαρτυρική περιπλάνησή τους στην Αλμυρά Ερημο. Ξεχωρίζουν οι σκηνές του πολεμικού μετώπου: βαριά και σχεδόν ασθματικά φορτισμένες, όπως και οι αντίστοιχες της Πρωινής γαλήνης. Εθνική τραγωδία και οικογενειακό δράμα Μια λογοτεχνική αναπαράσταση της Μικρασιατικής Εκστρατείας, με έναν παππού βυθισμένο στη σιωπή και παντελώς απρόθυμο να βιογραφηθεί. Ενας παππούς ο οποίος δεν είναι πλέον ήρωας και στρατιώτης, αλλά σκιά και μνημονικό φάντασμα: κάποιος που κατέληξε απλώς επιζών της Καταστροφής για να δολοφονηθεί αργότερα σε μια από τις πιο σκοτεινές ώρες του Εμφυλίου. Σίγουρα, ο Μαγκλίνης πηγαίνει πέρα από τον Βαλτινό, φιλοτεχνώντας έναν σχεδόν σβησμένο ή διαγραμμένο πρωταγωνιστή, ένα πρόσωπο εκ των πραγμάτων ασχημάτιστο, σφηνωμένο σαν κενή επιγραφή μέσα στη θρυμματισμένη τοιχογραφία του εθνικού τραύματος. Σε τέτοια συμφραζόμενα, περισσότερο εν τέλει βάρος διεκδικεί, και αποκτά, η αναρώτηση για το νόημα του πολέμου, όπως και για το νόημα του σκοτωμού εν πολέμω. Οι πόλεμοι και η Ιστορία (το ξέρουμε καλά από όλα τα έργα του Μαγκλίνη) εμπεριέχουν ούτως ή άλλως μιαν αλόγιστη, ανυπόφορη και ασήκωτη βία. Πολλώ δε μάλλον όταν η βία έρχεται να κατακλύσει μια αγροτική και επί δεκαετίες μπαρουτοκαπνισμένη χώρα. Ο Μαγκλίνης καταφέρνει να συνταιριάξει την εθνική τραγωδία με ένα οικογενειακό δράμα. Συνδυασμός που όχι μόνο δεν καταλήγει σε μελόδραμα, αλλά μετατρέπεται και σε μοχλό για αναψηλάφηση τόσο του συλλογικού χάρτη όσο και της οικογενειακής μικροσκοπικής του κουκκίδας: κουκκίδα πάντως που παλεύει να μη συντριβεί από τις παγίδες της μνήμης, δημόσιας και ιδιωτικής.