«Ο όχλος, ο οποίος πλέον ανερχόταν σε αρκετές χιλιάδες, επιτίθετο στις χριστιανικές συνοικίες για “να κλέψει, να κάψει και να σκοτώσει”». Στις 9 Ιουλίου 1860, η Δαμασκός, πόλη-πρότυπο πολιτισμικής συνύπαρξης επί αιώνες, γίνεται τόπος σφαγής 5.000 χριστιανών από ένα ετερογενές μείγμα μουσουλμάνων των φτωχότερων γειτονιών και παρανόμων από τις επαρχίες που αποτυπώνεται λεπτομερειακά στις εκθέσεις του σύρου προτεστάντη και προξένου των ΗΠΑ, Μιχαήλ Μισάκα.
Μελετώντας παρόμοιες άγνωστες πηγές ο καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας της Μέσης Ανατολής στο Κολέγιο Σεντ Αντονι του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης Γιουτζίν Ρόγκαν αναδεικνύει Τα γεγονότα της Δαμασκού (εκδ. Αλεξάνδρεια) ως κομβικό σημείο των ραγδαίων μετασχηματισμών και των διακοινοτικών χασμάτων που άνοιγε η διείσδυση νεωτερικών θεσμών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Μιλήσαμε μαζί του για τις διαιρέσεις, τις ρήξεις και την ανάρρωση των κοινωνιών από το τραύμα της βίας.

Εugene Rogan Τα γεγονότα της Δαμασκού. Η σφαγή του 1860 και η καταστροφή του παλιού οθωμανικού κόσμου Μετάφραση Κωστής Πανσέληνος. Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2025, σελ. 304, τιμή 24,38 ευρώ
Είναι οι ταραχές που περιγράφετε στο βιβλίο ένα σημείο ανάφλεξης στο όριο της μετάβασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη νεωτερικότητα;
«Η Οθωμανική Αυτοκρατορία λειτουργεί, επιλεκτικά, ως διαμεσολαβητής τεχνολογιών και ευρωπαϊκών εννοιών της νεωτερικότητας που προέρχονταν από τον Διαφωτισμό και τη Βιομηχανική Επανάσταση. Οι αλλαγές στο β’ μισό του 19ου αιώνα, οι Οθωμανικές Μεταρρυθμίσεις, διαψεύδουν το παλιό κλισέ της παρακμής της. Επρόκειτο, στην πράξη, για μια ιδιαίτερα δυναμική αυτοκρατορία που ανταποκρινόταν στις προκλήσεις του καιρού της.
Βέβαια, αν και ήταν σημείο καμπής, δεν αντιπροσωπεύουν μια πλήρη επανάσταση – δεν άλλαξαν τα πάντα μονομιάς. Η Συρία και ο Λίβανος παραμένουν διακριτά οθωμανικές επαρχίες, δεν γίνονται ξαφνικά Ελβετία και Ιταλία. Αλλά μιλάμε πλέον για μια κοινωνία σε μετάβαση: όπως και η υπόλοιπη αυτοκρατορία βρίσκονται καθ’ οδόν προς έναν μετασχηματισμό, επομένως, πρόκειται πράγματι για ένα σημείο ανάφλεξης».
Τι προκάλεσε τα γεγονότα της Δαμασκού;
«Οι μεταβολές στο εμπόριο μεταξύ Ευρώπης και Ανατολικής Μεσογείου, η άφιξη αλλοδαπών δυτικών προξένων που προσλάμβαναν ημεδαπούς χριστιανούς και εβραίους ως εργαζομένους στα προξενεία δίνοντάς τους νομικά προνόμια μέσω των Διομολογήσεων, η αύξηση του πλούτου τους, ήδη στις δεκαετίες του 1840 και του 1850 είχαν αρχίσει να προβληματίζουν την άκαμπτη ιεραρχία της Δαμασκού. Αν οι μουσουλμάνοι απέβλεπαν σε κάποιον για τη στήριξη του εθνοθρησκευτικού συστήματος των μιλέτ και τη διατήρηση της πρωτοκαθεδρίας τους, αυτός ήταν ο σουλτάνος. Ο Αμπντούλ Μετζίτ, όμως, για πολιτικούς λόγους το 1856, διευρύνοντας το Τανζιμάτ του 1839, θεσπίζει τη νομική ισότητα μεταξύ μουσουλμάνων και μη. Για τη μουσουλμανική ιεραρχία αυτό ισοδυναμούσε με προδοσία.
Αν οι χριστιανοί είχαν υιοθετήσει μια πιο διακριτική παρουσία, ίσως τα γεγονότα της Δαμασκού να είχαν αποφευχθεί. Επέδειξαν όμως, ως έναν βαθμό, ακόμα και αλαζονεία. Το αποτέλεσμα ήταν βία πρωτόγνωρη στην κοινοτική ιστορία της Δαμασκού φέρνοντας μια ισορροπημένη κοινωνία, ιεραρχική, πράγματι, η οποία όμως σεβόταν και προστάτευε χριστιανούς και εβραίους, στο κατώφλι της γενοκτονίας. Αυτό είναι που καθιστά την ιστορία της Δαμασκού παγκόσμια – γιατί τα γενοκτονικά επεισόδια αποτελούν χαρακτηριστικό της ιστορίας του 20ού και του 21ου αιώνα».
Πώς χειρίστηκε η οθωμανική εξουσία το ζήτημα;
«Αρχικά, με την παλινόρθωση του καθεστώτος του νόμου χάρη σε μια σειρά μέτρων: εκτελέσεις πρωταιτίων, εξορία μουσουλμάνων θρησκευτικών ηγετών, υποχρεωτική στράτευση πολλών νέων μεταξύ 17 και 25 ετών. Επειτα, με την ενίσχυση της νομικής τάξης των μεταρρυθμίσεων μετά το 1864 με έναν νέο νόμο που αναδιοργάνωσε την επαρχιακή διακυβέρνηση δημιουργώντας, μεταξύ άλλων, συμβούλια όπου συμμετείχαν εκλεγμένοι εκπρόσωποι όλων των κοινοτήτων. Αναδύθηκε, λοιπόν, μια νέα κουλτούρα που θυμίζει εκλογικό σύστημα, όχι δημοκρατία αλλά αντιπροσώπευση διά της ψήφου. Επιπλέον, οι μεταρρυθμίσεις επιταχύνθηκαν επεκτεινόμενες στην κρατική εκπαίδευση, στην αναμόρφωση του νομικού συστήματος, στις μαζικές επενδύσεις στις τηλεπικοινωνίες».
Υπάρχει σύνδεση των γεγονότων και των συνεπειών τους με το σήμερα σε επίπεδο εξουσίας, συμμαχιών, ισχύος;
«Ευθέως, όχι. Η κοινωνική ανοικοδόμηση της Δαμασκού μετά το 1860 όμως αποτελεί δίδαγμα για την ανάταξη κοινωνιών έπειτα από αιματηρά γεγονότα: είναι κάτι που απαιτεί δεκαετίες ολόκληρες. Σε διαιρεμένες κοινότητες η ανόρθωση της κοινωνίας των πολιτών, η ανοικοδόμηση εμπιστοσύνης, η επανένταξη των πληθυσμών απαιτεί τέτοιες τάξεις χρόνου – στη Δαμασκό ολοκληρώθηκε τη δεκαετία του 1880. Ομως, η διευθέτηση άντεξε για ολόκληρο τον 20ό αιώνα. Θρησκευτικές διαμάχες στη Συρία μεταξύ μουσουλμάνων και χριστιανών δεν σημειώθηκαν ούτε στα χρόνια της Γαλλικής Εντολής τον Μεσοπόλεμο ούτε στη διάρκεια της μεταπολεμικής διακυβέρνησης από το κόμμα Μπάαθ.
Πρέπει να φτάσουμε στην πτώση των Ασαντ για να επανέλθει η θρησκεία ως διαχωριστική γραμμή στη συριακή κοινωνία. Εκφράζονται σήμερα φόβοι ότι οι νέοι ηγέτες της Συρίας θα υποθάλψουν θρησκευτικές διαιρέσεις, νομίζω όμως πως έχουν επίγνωση της Ιστορίας».
Μιλήσατε πιο πριν για «κατώφλι της γενοκτονίας». Η διατύπωση έχει να κάνει με την αναδρομική χρήση του όρου ή την οριακή φύση της βίας;
«Χρησιμοποίησα τον όρο με τον ορισμό του 1948, ο οποίος διατυπώθηκε στο φως της Γενοκτονίας των Αρμενίων και του Ολοκαυτώματος. Επομένως, κάνω μια αναδρομική χρήση. Υπάρχουν, ωστόσο, πρακτικές που συνδέονται με το έγκλημα της μερικής ή ολικής εξάλειψης κοινωνικών κατηγοριών οι οποίες προηγούνται του ορισμού του Ράφαελ Λέμκιν. Στη Δαμασκό δεν έγιναν μόνο φόνοι. Υπήρξαν καταναγκαστικοί εξισλαμισμοίˑ σεξουαλική βίαˑ απαγωγή παιδιών και υπαγωγή τους σε αλλόθρησκες οικογένειεςˑ κραυγές για ολική εξόντωση των ενήλικων ανδρών χριστιανών.
Ολα αυτά ταιριάζουν με τη σύγχρονη εικόνα μας για τη βούληση εξόντωσης ενός διακριτού τμήματος της κοινωνίας. Αρα, έχουμε μια γενοκτονική στιγμή – όχι όμως γενοκτονία, γιατί το 85% της χριστιανικής κοινότητας επέζησε των σφαγών, σε μεγάλο βαθμό χάρη στην παρέμβαση ενός καίριου τμήματος της μουσουλμανικής κοινότητας. Ας μη θεωρήσουμε πάντως ότι το βιβλίο αφορά μόνο γεγονότα που συνέβησαν πριν από 160 χρόνια σε μια μουσουλμανική κοινωνία. Τα είδαμε να συμβαίνουν και στη διάρκεια της δικής μας ζωής – στην Καμπότζη, στο Νταρφούρ, στη Ρουάντα, στη Μιανμάρ, στη Σερβία, στη Βοσνία, στη Γάζα. Τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας αποτελούν μόνιμη απειλή».
Πώς επανέρχονται στην κανονικότητα οι κοινωνίες ύστερα από τέτοια φαινόμενα βίας, τι προωθεί τη συμφιλίωση;
«Η παλινόρθωση του καθεστώτος του νόμου, η απονομή δικαιοσύνης, η ανοικοδόμηση δεν αρκούν για να θεραπεύσουν τέτοιες διακοινοτικές διαμάχες. Στη Δαμασκό έγιναν μείζονες επενδύσεις στην οικονομία και στην εκπαίδευση που διεύρυναν τις ευκαιρίες για όλους και εξασφάλισαν τη συνύπαρξη των κοινοτήτων σε ουδέτερους χώρους εργασίας, αγοράς ή ψυχαγωγίας. Δεν είναι τυχαίο ότι οι κορυφαίες επενδύσεις σε υποδομές τις δεκαετίες του 1870 και του 1880 ήταν το Σουκ Μιδάτ Πασά, μια στοά 1.500 μέτρων με σύγχρονα καταστήματα, και το Σουκ αλ Χαμιντίγια, μια τεράστια κλειστή αγορά, η πρώτη στάση για κάθε τουρίστα σήμερα. Εξέφρασαν την υπόσχεση ενός καλύτερου μέλλοντος. Μπροστά σε μια τέτοια προοπτική οι άνθρωποι μπορούν να γυρίσουν σελίδα. Δεν συμβαίνει, οπωσδήποτε, εν μια νυκτί.
Η Γαλλία και η Γερμανία αναμετρήθηκαν σε τρεις μαζικούς πολέμους μεταξύ 1870 και 1940, τον Γαλλοπρωσικό, τον Α’ Παγκόσμιο και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στον 21ο αιώνα είναι στενοί σύμμαχοι. Σήμερα, στην περίπτωση των Ισραηλινών και των Παλαιστινίων, ειδικά μετά την 7η Οκτωβρίου, ίσως να μας φαίνεται αδιανόητο ότι η αντιπαλότητα θα μπορούσε να πάψει και οι δύο κοινότητες να ζήσουν δίπλα δίπλα, σε καθεστώς κυριαρχίας και ειρηνικά. Δεν είναι όμως αδύνατον. Αυτό που θα χρειαστεί είναι χρόνος – χρόνος, και η προοπτική ενός καλύτερου μέλλοντος για τις επόμενες γενιές».
