S. Yizhar Ηταν το Χιρμπέτ Χιζέ Μετάφραση Ιων Βασιλειάδης Εκδόσεις Μελάνι, 2018 σελ. 108, τιμή 12 ευρώ Η «επιχειρησιακή διαταγή» ήταν ξεκάθαρη. Επρεπε, με ακρίβεια και αποτελεσματικότητα, να «εκκαθαριστεί» η περιοχή από τις «εχθρικές δυνάμεις». Επρεπε οι κάτοικοι να συγκεντρωθούν και να μεταφερθούν «πίσω από τις γραμμές μας». Επρεπε τα λιθόκτιστα σπίτια τους να ανατιναχθούν και οι καλύβες τους να πυρποληθούν. Εκείνο το παλαιστινιακό χωριό έπρεπε, με συνοπτικές διαδικασίες, να εκκενωθεί από τις ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις. Αυτό είναι το περίγραμμα της νουβέλας Ηταν το Χιρμπέτ Χιζέ του Σ. Γιζχάρ. Ο πυρήνας της, ωστόσο, είναι η εσώτερη συνειδησιακή πάλη ενός απλού στρατιώτη, του ανώνυμου αφηγητή τούτης της σπαρακτικής ιστορίας, ο οποίος συμμετέχει σε κάτι που προοδευτικά τον συγκλονίζει και τον οδηγεί να μισήσει – όπως εξομολογείται ο ίδιος προς το τέλος – ολόκληρη την ύπαρξή του. Το νευραλγικό αυτό κείμενο θεωρείται εμβληματικό για τη σύγχρονη εβραϊκή λογοτεχνία. Η έκτασή του είναι μικρή αλλά η σημασία του αποδείχθηκε μεγάλη, και τέτοια παραμένει μέχρι σήμερα. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι δεν έπαψε ποτέ να πυροδοτεί έντονες αντεγκλήσεις εντός του Ισραήλ, σε διαφορετικές μάλιστα περιόδους. Ακόμα κι εμείς που το διαβάζουμε τώρα – στην άρτια μεταφραστική εργασία του Ιωνος Βασιλειάδη από το πρωτότυπο – συναισθανόμαστε εύκολα τους λόγους, τους σύνθετους και επίπονους λόγους. Ανεξαρτησία και καταστροφή «Είναι αλήθεια ότι όλα αυτά συνέβησαν πριν πολύ καιρό, κι όμως από τότε με κυνηγάνε». Ετσι ξεκινά το βιβλίο, όταν ο αφηγητής έχει πλέον αποφασίσει να εξιστορήσει τα γεγονότα όπως τα βίωσε, όταν πλέον έχει ξεστρατίσει συνειδητά από την επιλογή να κρατήσει το στόμα του κλειστό. Εν προκειμένω έχει κανείς την αίσθηση ότι αυτό συντελείται, καταπώς λέμε, με το πλήρωμα του χρόνου, με το μέτρο μιας κάποιας απόστασης, στο πλαίσιο μιας αναδρομής στο παρελθόν που έχει ορίζοντα την εξιλέωση. Ολα τα παραπάνω ισχύουν, όντως, για τον αφηγητή αυτής της νουβέλας ο οποίος αποτυπώνει με ευθύτητα την εξαναγκαστική φυγή των Αράβων από τα χώματά τους. Το ξεχωριστό ενδιαφέρον όμως έγκειται αλλού και αφορά περισσότερο τον ίδιο τον συγγραφέα. Διότι το Χιρμπέτ Χιζέ κυκλοφόρησε για πρώτη φορά μόλις το 1949. Και είναι γνωστό ότι ο Σ. Γιζχάρ είχε ήδη αρχίσει να το γράφει από το 1948, δηλαδή κατά τη διάρκεια του πρώτου αραβοϊσραηλινού πολέμου, όταν ακόμα τα πυρά της σύρραξης αντηχούσαν, όταν ακόμα υπήρχε η νωπή εμπειρία αυτής της κατάστασης αλλά ήταν αδύνατο να έχει συγκροτηθεί η επικράτεια της μνήμης της. Ο,τι για τους Ισραηλινούς ήταν τότε ο Πόλεμος της Ανεξαρτησίας, για τους Παλαιστινίους έγινε η «Nάκμπα», που σημαίνει «Καταστροφή». Το δράμα, εν προκειμένω, εκτυλίσσεται κατά τρόπο ειρωνικό μέσα σε μια όμορφη και εύφορη κοιλάδα, εκεί όπου τοποθετείται το επινοημένο Χιρμπέτ Χιζέ, στην πλαγιά ενός λόφου. Ο λόχος του αφηγητή – αποτελούμενος από νεαρούς φαντάρους που θητεύουν στην υπομονή – λαμβάνει κάποια στιγμή από τη διοίκηση ένα όχημα και την εντολή να μπει στο χωριό με σκοπό να ελέγξει το πεδίο, ένα πεδίο εσπευσμένης εγκατάλειψης που περιγράφεται με δυσοίωνα χρώματα, ένα πεδίο τόσο ανάστατο και ανοίκειο για τον ήρωά μας ώστε «η αίσθηση ότι ήμουν ξένος εκεί, ότι ήμουν εκτός τόπου, ήταν ακόμα έντονη». Ο Σ. Γιζχάρ κλιμακώνει επιδέξια τη σύντομη αφήγησή του, θα έλεγε κανείς από τα μέσα, παρακολουθώντας τις πνευματικές και ψυχολογικές αμφιταλαντεύσεις του πρωταγωνιστή, τις δικές του αντιδράσεις έναντι της προβλεπόμενης συμπεριφοράς των υπόλοιπων συστρατιωτών. Καθόλου δεν του άρεσε που ένιωθε διαφορετικά, «ούτε ήθελα να ξεχωρίσω από τους άλλους κατά οποιονδήποτε τρόπο», κάτι «που πάντα κατέληγε σε απογοήτευση», επειδή «και η πιο μικροσκοπική ρωγμή τραβούσε την προσοχή, γινόταν μια αβυσσαλέα οπή που άρχιζε να κραυγάζει». Θάνατος και εξορία Η σκηνή κατά την οποία ο ίδιος υποδεικνύει από μακριά στους πολυβολητές ανθρώπινους στόχους (φυγάδες που πάσχιζαν να γλιτώσουν μέσα από τις καλλιέργειες) και σχεδόν ταυτόχρονα εύχεται από μέσα του να αστοχήσουν συνιστά μια κρίσιμη καμπή στην όλη υπόθεση. Στο επίκεντρό της όμως βρίσκεται μια άλλη εικόνα, μια εικόνα σπαρακτική που δεν θα αργήσει να κάνει την εμφάνισή της και να επιβληθεί με τη συμβολική της δύναμη. Η εικόνα αυτή περικλείει μια γυναίκα και το επτάχρονο παιδί που κρατούσε απ’ το χέρι της. «Εμοιαζε σκληρή, συγκροτημένη, αυστηρή μες στη θλίψη της. Δάκρυα, που με δυσκολία πίστευες ότι είναι δικά της, κυλούσαν στα μάγουλά της. Και το παιδί επίσης, με αναφιλητά και σφιγμένα χείλη, μας έγνεφε κάτι σαν “τι μας κάνατε”. Ξαφνικά φαινόταν σαν να ήταν η μόνη που καταλάβαινε τι συνέβαινε. Τόσο πολύ, που ένιωσα ντροπή μπροστά στην παρουσία της και χαμήλωσα τα μάτια μου». Η ντροπή αυτή, διυλισμένη από τον φόβο και τη φρίκη, αποκαλύπτει ακαριαία τη μείζονα υπαρξιακή σημασία που ενυπήρχε στην εικόνα, όχι μόνο για τον ίδιο αλλά και για το έθνος του. «Κάτι με χτύπησε σαν κεραυνός. Μεμιάς τα πάντα απέκτησαν διαφορετικό νόημα: εξορία. Αυτό ήταν εξορία. Αυτή ήταν η εξορία. Ετσι ήταν η εξορία» διαπιστώνει ο αφηγητής συγκλονισμένος, αναγνωρίζοντας στα πρόσωπα εκείνης της εικόνας τη μοίρα τη δική του και τη μοίρα του λαού. «Δυο χιλιάδες χρόνια εξορίας. Ολόκληρη η ιστορία. Εβραίοι να σκοτώνονται. Ευρώπη. Εμείς ήμασταν τα τέρατα τώρα». Το πραγματικό όνομα αυτού του πολυβραβευμένου συγγραφέα ήταν Γιζχάρ Σμιλάνσκι (1916-2006). Ο ίδιος άκουσε κυριολεκτικά τα πάντα όσο έζησε. Τον χαρακτήρισαν από «προφήτη» μέχρι «προδότη», για λόγους πολιτικούς και ιδεολογικούς. Πάντως η επίδρασή του στην εβραϊκή πεζογραφία είναι αναμφισβήτητη, ειδικότερα με το ογκώδες μυθιστόρημά του Ημέρες του Τσικλάγκ που ολοκλήρωσε προς τα τέλη της δεκαετίας του 1950. Υπήρξε, μεταξύ άλλων, καθηγητής παιδαγωγικής στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ και διετέλεσε επί σειρά ετών βουλευτής αριστερών κομμάτων στην Κνεσέτ. Το Χιρμπέτ Χιζέ είναι ένα βιβλίο που έχει διαβαστεί εκτεταμένα και συζητιέται ακόμα πολύ, προκαλώντας ενίοτε απρόβλεπτες αντιδράσεις. Από το 1964 έχει ενσωματωθεί ως ανάγνωσμα στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Ισραήλ.